«Την εποχή των social media, όπου έχουμε εκχωρήσει τα προσωπικά μας δεδομένα στον κάθε τυχόντα, είναι δυνατόν να μας ενοχλεί μια κάμερα;». Το ερώτημα μοιάζει λογικό για πολλούς, όχι όμως και για τα μέλη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων – ΑΠΠΔ.
Οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει να διαφυλάσσουν ως… Κέρβεροι τα ευαίσθητα προσωπικά μας δεδομένα, έρχονται πάλι στην επικαιρότητα, γνωμοδοτώντας και… ρίχνοντας καμπάνα σε ιδιώτες των οποίων οι κάμερες έβλεπαν στο σπίτι των γειτόνων, καθώς το περιστατικό ξαναγέννησε τις συζητήσεις: Τι επιτρέπεται και τι όχι στη χρήση της κάμερας; Πού μπορεί να βλέπει και πότε μπορεί να βρω τον μπελά μου;
Το ζήτημα αναδείχθηκε με την υπόθεση της περασμένης εβδομάδας, κατά την οποία τα μέλη της Αρχής έκριναν ότι δύο ιδιώτες που μηνύθηκαν από γείτονές τους πρέπει να καταβάλλουν αποζημίωση ύψους 6.000 ευρώ επειδή είχαν τρεις κάμερες που έβλεπαν τις ιδιοκτησίες των μηνυτών, παραβιάζοντας τον γενικό κανονισμό για τη νομιμότητα λειτουργίας τους.
Και εδώ είναι το ένα από τα δύο «κλειδιά» σχετικά με το τι επιτρέπεται και τι όχι στη λειτουργία των καμερών. Τις κατευθύνσεις και τις απαντήσεις σχετικά με αυτό τις παίρνουμε από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 2016/679, γνωστότερο ως GDPR, αλλά και από την Οδηγία 1/2011 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Τι προβλέπουν;
Ουσιαστικά το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει γενικά από τότε που και η ελληνική αγορά πλημμύρισε με υπερσύγχρονες κάμερες που καταγράφουν έγχρωμη, υψηλής ευκρίνειας εικόνα, περιστρέφονται, ζουμάρουν, έχουν ακόμα και ηχεία, συνδέονται με το κινητό και το κόστος τους ξεκινά από 10 ευρώ. Δηλαδή δεν επιτρέπει την καταγραφή δημόσιων χώρων και συνιστά να αποφεύγεται η καταγραφή προσώπων και σε ιδιωτικούς. Επίσης, δεν επιτρέπει την επεξεργασία όποιων καταγραφών υπάρχουν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων και δυστυχημάτων, αλλά και εγκλημάτων, τόσο το περιβάλλον των θυμάτων όσο και οι Αρχές συναντούν την άρνηση των καταστηματαρχών ή των ιδιωτών που έχουν κάμερες οι οποίες έχουν καταγράψει τα επίμαχα περιστατικά. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε σύνοψη οδηγιών της η Αρχή, «ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν αποτελούν εμπόδιο στην ασφάλεια, αλλά προϋπόθεση για τη νομιμότητά της».
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η ΑΠΠΔ έκρινε σχετικά με τη νομιμότητα της λειτουργίας των καμερών ότι «παρόλο που οι κάμερες έχουν εγκατασταθεί για προσωπική δραστηριότητα σε χώρο οικίας, στο ίδιο οίκημα λειτουργεί και επιχείρηση, και συνεπώς οι κάμερες δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι λειτουργούν αποκλειστικά για σκοπούς προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, αλλά λειτουργούν και για σκοπούς που εμπίπτουν σε επαγγελματική δραστηριότητα».
Στην εποχή λοιπόν που κάμερα ασφαλείας μπορεί να τοποθετήσει κανείς παντού, από το κουδούνι στην πόρτα μέχρι στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή το κράνος της μοτοσικλέτας, είναι εύκολο να σε πιάσει… σύνδρομο καταδίωξης. Στην Ελλάδα, όμως, η χρήση τέτοιων συστημάτων υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες. Νόμοι υπάρχουν, πρόστιμα έχουν επιβληθεί και οι δικαστικές αίθουσες έχουν πολλές φορές φιλοξενήσει υποθέσεις σχετικά με κάμερες. Ας δούμε, λοιπόν, τι επιτρέπεται και τι όχι.

Οταν ο γείτονας είναι αδιάκριτος
Η εικόνα είναι γνώριμη: μία κάμερα στην είσοδο μονοκατοικίας ή διαμερίσματος στραμμένη στην αυλή ή τη βεράντα. Μέχρι εδώ καλά, αρκεί να μην «ξεφεύγει» και βλέπει δρόμο, πεζοδρόμιο ή την είσοδο του απέναντι σπιτιού. Αυτονόητο φυσικά είναι ότι δεν θα πρέπει να βλέπει τα παράθυρα του διπλανού σπιτιού εν είδει κλειδαρότρυπας.
Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) 2016/679 προβλέπει ότι οι κάμερες που λειτουργούν αποκλειστικά για προσωπική/οικιακή χρήση δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Μόνο που αυτό ισχύει εφόσον δεν καταγράφονται πρόσωπα σε δημόσιο χώρο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η κάμερα που πιάνει και λίγο από το πεζοδρόμιο παύει να είναι «ιδιωτική υπόθεση».
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) έχει επιβάλει πρόστιμα για παρόμοιες περιπτώσεις. Σε μια χαρακτηριστική απόφασή της (ΑΠΔΠΧ 32/2017), ιδιοκτήτης μονοκατοικίας τιμωρήθηκε επειδή οι κάμερές του κατέγραφαν και τον κοινόχρηστο δρόμο, θεωρώντας ότι υπερέβη τα όρια του απολύτως αναγκαίου.
Στις πολυκατοικίες τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Για να εγκατασταθεί σύστημα επιτήρησης σε κοινόχρηστους χώρους (είσοδος, διάδρομοι, πιλοτή και ασανσέρ) απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης με αυξημένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 2/3 των ιδιοκτητών), αναφορά του υπευθύνου επεξεργασίας, καταγραφή στο αρχείο δραστηριοτήτων, αλλά και κατάλληλη σήμανση με πληροφορίες για το ποιος διαχειρίζεται το σύστημα και για ποιο σκοπό.
Ο νόμος προβλέπει ότι και στην είσοδο του διαμερίσματός μας θα πρέπει να έχουμε τοποθετήσει την κάμερα με τέτοιον τρόπο που να μην καταγράφει οτιδήποτε άλλο. Στο «άλλο» περιλαμβάνονται οι είσοδοι των γειτονικών διαμερισμάτων, ο (κοινόχρηστος) διάδρομος και τα πρόσωπα των γειτόνων που περνούν για να πάνε (ή να φύγουν) στα δικά τους διαμερίσματα. Τη σημασία του έχει το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις υποθέσεις που έχουν φτάσει στα δικαστήρια και στην ΑΠΔΠΧ αφορούσαν διαφορές μεταξύ γειτόνων…
Συνοπτικά, η τοποθέτηση καμερών σε μονοκατοικίες είναι επιτρεπτή υπό έναν σημαντικό όρο: να καταγράφουν αποκλειστικά ιδιωτικό χώρο. Αν ο φακός «ξεφεύγει» και βλέπει προς τον δρόμο, την πιλοτή ή -ακόμα χειρότερα- το παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος, τότε ο ιδιοκτήτης παύει να είναι απλός χρήστης και καθίσταται υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.
Οπως και υποψήφιος να πληρώσει ένα μεγαλοπρεπέστατο πρόστιμο που θα του επιβάλλει η ΑΠΔΠΧ, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η χρήση καμερών σε κατοικίες για την επιτήρηση ιδιωτικών χώρων επιτρέπεται όταν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο και δεν καταγράφει δημόσιους ή κοινόχρηστους χώρους».
Στην πραγματικότητα, οι ιδιωτικές κατοικίες δεν έχουν λόγο να καταγράφουν δημόσιους χώρους – και αυτό το έχει επιβεβαιώσει πολλάκις η Αρχή. Στην απόφαση ΑΠΔΠΧ 16/2020, ιδιώτης κατέγραφε με κάμερα το πεζοδρόμιο έξω από την κατοικία του «για να παρακολουθεί ποιος πλησιάζει την εξώπορτά του». Η Αρχή του επέβαλε πρόστιμο και τον υποχρέωσε να τροποποιήσει το σύστημα, κρίνοντας ότι «ο ιδιώτης δεν μπορεί να καταγράφει κοινόχρηστο χώρο χωρίς να αποδεικνύει υπαρκτό και σοβαρό λόγο ασφάλειας».
Κλείσε την κάμερα του μαγαζιού
Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η απόφαση ΑΠΔΠΧ 43/2022, στην οποία πολίτης είχε εγκαταστήσει περιστροφική κάμερα στην πρόσοψη της οικίας του με ικανότητα 360° και οπτικό πεδίο που κάλυπτε ολόκληρη την πλατεία της γειτονιάς. Η Αρχή, με απόφαση-καμπανάκι για την υπερβολική χρήση τεχνολογίας, τον χαρακτήρισε υπεύθυνο παραβίασης του άρθρου 5 του ΓΚΠΔ και του επέβαλε πρόστιμο ύψους 8.000 ευρώ.
Στα καταστήματα και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις η κάμερα μοιάζει με μονόδρομο. Για λόγους ασφαλείας κρίνεται επιβεβλημένο να επιτηρούνται και να καταγράφονται χώροι όπως το ταμείο, η είσοδος, η αποθήκη. Η ανάγκη για ασφάλεια, όμως, δεν θα πρέπει να παραβιάζει την ιδιωτικότητα οποιουδήποτε, γεγονός που εξηγεί το γιατί σε επαγγελματικούς χώρους επιτρέπεται η χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, αλλά υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Ο νόμος 4624/2019, που συμπληρώνει και εξειδικεύει τον GDPR στην Ελλάδα, ορίζει ρητά ότι η καταγραφή επιτρέπεται μόνο για σκοπούς ασφαλείας και όχι για την παρακολούθηση των εργαζομένων.
Μάλιστα η Αρχή έχει ξεκαθαρίσει με απόφασή της (ΑΠΔΠΧ 26/2019) ότι η ύπαρξη κάμερας σε ταμείο καταστήματος, η οποία κατέγραφε συνεχώς τους εργαζόμενους χωρίς ενημέρωση, παραβίασε τις αρχές της αναγκαιότητας και της διαφάνειας. Το πρόστιμο ήταν 5.000 ευρώ, ενώ ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεώθηκε να καταστρέψει το υλικό.
Επιπλέον, αν και θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, απαγορεύεται ρητά η εγκατάσταση καμερών σε χώρους διαλείμματος, αποδυτήρια, κουζίνες ή τουαλέτες. Ακόμα κι αν στόχος είναι η αποτροπή κλοπών και άλλων εγκλημάτων, δεν δικαιολογείται η παρακολούθηση προσωπικών στιγμών εργαζομένων ή πελατών.
Ετσι, οι χώροι ανάπαυσης (κουζίνες, αποδυτήρια, WC) θεωρούνται απαραβίαστοι, όπως εξηγεί η Αρχή στον Οδηγό της για συστήματα CCTV: «Η καταγραφή σε χώρους προσωπικής χρήσης ή αναψυχής των εργαζομένων, ακόμη και υπό τον ισχυρισμό της ασφάλειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές του GDPR».
Απαραίτητη είναι και η ενημέρωση με σαφείς πινακίδες, που πρέπει να περιλαμβάνουν το όνομα του υπεύθυνου επεξεργασίας, τον σκοπό της καταγραφής και τον τρόπο επικοινωνίας. Τι συμβαίνει όμως με την καταγραφή δημόσιων χώρων; Πολλά καταστήματα, κυρίως μικρές επιχειρήσεις, τοποθετούν κάμερες όχι μόνο στην είσοδο, αλλά με γωνία που καλύπτει και μέρος του πεζοδρομίου ή του δρόμου. Η πρόθεση μπορεί να είναι η αποτροπή εγκληματικών πράξεων, αλλά η νομιμότητα της καταγραφής σε δημόσιο χώρο έχει αυστηρό πλαίσιο.
Η Αρχή είναι κατηγορηματική: «Η βιντεοεπιτήρηση δεν μπορεί να εκτείνεται σε δημόσιο χώρο, εκτός εάν συντρέχουν ιδιαίτερα τεκμηριωμένες συνθήκες αυξημένου κινδύνου και εφόσον δεν παρακολουθείται συστηματικά η συμπεριφορά προσώπων».

Επιτρέπεται η κάμερα στο ταμπλό του αυτοκινήτου;
Τα τελευταία χρόνια και όσο η κατάσταση στους δρόμους ξεφεύγει, όλο και περισσότεροι Ελληνες καταφεύγουν στη χρήση των λεγόμενων dash cams. Πρόκειται για κάμερες οι οποίες τοποθετούνται στο ταμπλό ή τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, καταγράφοντας τα τεκταινόμενα ώστε να αποτελέσουν αποδεικτικό υλικό σε περίπτωση αμφισβητούμενου ατυχήματος (ή και δυστυχήματος). Παρότι αρχικά θα χρησιμοποιούνταν ως «μαύρο κουτί» για αυτοκίνητα, οι κάμερες αυτές κατέγραψαν κάποια από τα πιο viral βίντεο από «επικές» στιγμές στους δρόμους των πόλεων και των εθνικών οδών της Ελλάδας.
Κάποιες σύγχρονες μάρκες αυτοκινήτων, μάλιστα, διαθέτουν στον βασικό τους εξοπλισμό, όπως έρχονται από το εργοστάσιο, κάμερες οι οποίες καταγράφουν τον περιβάλλοντα χώρο είτε όταν κινούνται, είτε όταν είναι παρκαρισμένα. Ετσι, ο ζηλόφθονος γείτονας, ο οποίος συνήθιζε να χαράζει με το κλειδί το καινούριο αυτοκίνητο του γείτονά του, βρίσκει τον μπελά του πια. Επιτρέπεται όμως η καταγραφή του;
Εδώ τα πράγματα είναι μάλλον ομιχλώδη. Η καταγραφή δρόμου από dash cam δεν είναι κατ’ αρχήν παράνομη εφόσον:
■ Δεν αποθηκεύεται συνεχώς το υλικό, αλλά μόνο σε περίπτωση σύγκρουσης.
■ Δεν δημοσιοποιούνται εικόνες με αναγνωρίσιμα πρόσωπα ή πινακίδες χωρίς συναίνεση.
■ Η κάμερα δεν χρησιμοποιείται με σκοπό παρακολούθησης τρίτων.
Οι κάμερες στα οχήματα, λοιπόν, δεν απαγορεύονται, αλλά ούτε είναι απόλυτα ελεύθερες. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ο σκοπός και η διάρκεια της καταγραφής. Αν η κάμερα καταγράφει διαρκώς τον δρόμο και αποθηκεύει το υλικό χωρίς περιστατικό, υπάρχει επεξεργασία χωρίς νομική βάση. Αν όμως αποθηκεύει δεδομένα μόνο σε περίπτωση σύγκρουσης, θεωρείται εντός ορίων – ειδικά αν δεν γίνεται δημοσιοποίηση.
Τι γίνεται όμως σε περίπτωση ατυχήματος; Σε αυτή την περίπτωση η χρήση του υλικού που έχει καταγραφεί από την dash cam είναι επιτρεπτή στο δικαστήριο υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει παραβιαστεί άλλο θεμελιώδες δικαίωμα. Η Αρχή αναφέρει ότι «η βιντεοσκόπηση για αποδεικτικό σκοπό δεν αίρει αυτομάτως τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας».