Το πρωί της 18ης Ιουλίου 1944 εκτελέστηκε στο Μεσολόγγι ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Θανάσης Τσολακίδης από τον 19χρονο (Aγρινιώτη) αντάρτη Γιώργο Καμμένο. Την ίδια μέρα ο Καμμένος συνελήφθη κι αφού τον βασάνισαν, τον κρέμασαν σε κολώνα στην είσοδο της πόλης, αφήνοντας το σώμα του εκτεθειμένο 2-3 μέρες προς παραδειγματισμό των ντόπιων.
O Tσολακίδης, γνωστός στην περιοχή για τις υπηρεσίες του στους Ναζί, μια εβδομάδα σχεδόν πριν την εκτέλεσή του χτυπούσε και απειλούσε ανήλικα παιδιά προσπαθώντας να αντλήσει πληροφορίες για το ποιος έκλεβε τρόφιμα από τις αποθήκες των στρατευμάτων. Την ίδια χρονιά στο Μεσολόγγι εκτελέστηκαν από αντιστασιακές οργανώσεις ο δικηγόρος Βασίλης Χρυσόγελος (φιλομοναρχικής οικογένειας από την περίοδο του Μεταξά) και ένας ντόπιος δωσίλογος ονόματι Φεγγαρούλης. Αξίζει να αναφερθεί πως ο Χρήστος Ευαγγελάτος, δήμαρχος του Μεσολογγίου επί πολλά έτη και συγκεκριμένα στην περίοδο της κατοχής, είναι από τους λίγους, αν όχι ο μόνος, που υποδέχτηκε τα ναζιστικά στρατεύματα με ανοιχτές αγκάλες στο λιμάνι και διατήρησε τον θεσμικό του ρόλο καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής. Διόλου τυχαία, ο Χίτλερ, αναγνωρίζοντας τις φιλοναζιστικές πεποιθήσεις του Ευαγγελάτου, του είχε δωρίσει έναν αγκυλωτό σταυρό.
Απέναντι στην ιστορική λήθη που επιβάλλει η κυριαρχία στο βάθος του χρόνου και την εξουσιαστική προπαγάνδα, με ετούτη την υπενθύμιση θέλουμε να βάλουμε το μικρό μας λιθαράκι στην αναζωπύρωση της αντιφασιστικής μνήμης. Η βίαιη αντεπίθεση ενάντια στον κόσμο της κυριαρχίας, ενάντια σε ό,τι μας εξοντώνει, μας διαχωρίζει ανάλογα το έθνος, τη ράτσα, το χρώμα, το φύλλο είναι διέξοδος προς το μακρύ μονοπάτι της προσωπικής και συλλογικής απελευθέρωσης.
«Το πρωί της 18ης Ιουλίου 1944 στο καφενείο Τσίντζου στην πλατεία Αγίας Παρασκευής σ’ ένα τραπεζάκι έπαιζαν τάβλι ο Γιάννης Μαρκογιάννης και ο Μήτσος Κουτσονίκας. Παρακολουθούσε το παιχνίδι ο εντεκάχρονος Σπύρος γιος του Μαρκογιάννη. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Αθανάσιος Τσολακίδης παρέα μ’ ένα χωροφύλακα. Ο Τσολακίδης στηρίζονταν στα πίσω πόδια της καρέκλας και ακουμπούσε στον παρακείμενο ευκάλυπτο. Ξαφνικά ακούστηκαν βιαστικά ζωηρά βήματα. Ένας νεαρός άνδρας ξεπρόβαλε από το στενό της βόρειας πλευράς της εκκλησίας πλησίασε τον Τσολακίδη και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο θάνατος του Τσολακίδη ήταν ακαριαίος και έμεινε ακουμπισμένος στον ευκάλυπτο. Ο εκτελεστής (Καμμένος), έτρεξε να διαφύγει προς το στενό δίπλα στο φαρμακείο Μοναστηριώτη, ενώ ο χωροφύλακας που ήταν με τον Τσολακίδη επιχείρησε να τον κυνηγήσει, αλλά εύσωμος όπως ήταν έπεσε. Ο Καμμένος έτρεξε και από το στενό βγήκε στην πλατεία Πέντε Πρωθυπουργών, μπήκε στο δρόμο της πάνω αγοράς και στρίβοντας δεξιά μέσα από τα στενά βγήκε στο δρόμο προς την πύλη. Εκεί έπεσε κατά τύχη επάνω σε δυο Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι τον συνέλαβαν. Στο μεταξύ από την αναστάτωση που έγινε κατέφθασε και η Γκεστάπο που τον παρέλαβε. Τον οδήγησαν στην έδρα της Γκεστάπο, στο Χρυσογελέικο, όπου τον κακοποίησαν αγρίως, σύμφωνα με μαρτυρίες γειτόνων. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας , φορτηγό με γερμανική φρουρά στη καρότσα και τον Καμμένο, έφτασε στο δρόμο προς την πύλη παραπλεύρως του στρατοπέδου Καψάλη, όπου στη νησίδα του δρόμου που πάει προς τη ΔΕΥΑΜ, σε κολώνα του ηλεκτρικού (που δεν υπάρχει πια), κάρφωσαν γάντζο. Με θεατές ένα μικρό πλήθος κόσμου που το μάζεψαν οι Γερμανοί στους δρόμους, έδεσαν το σκοινί στο γάντζο και πέρασαν την άλλη άκρη γύρω από το λαιμό του Καμμένου. Πριν αιωρηθεί το σώμα του από την κολώνα , αυτός ανέκραξε «ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω η ΕΠΟΝ, ζήτω η πολιτοφυλακή».