Αν βλέπαμε μια ταινία ή ένα σίριαλ, αν διαβάζαμε ένα βιβλίο με τα πεπραγμένα της Ειρήνης Μουρτζούκου, θα το βαριόμασταν πολύ γρήγορα.
Η υπόθεση θα μας φαινόταν άτεχνη, χοντροκομμένη, εκτός πραγματικότητας, χωρίς σοβαρό δραματικό υπόβαθρο και με έντονο το στοιχείο του τυχαίου που είναι ο εχθρός της καλής δραματουργίας.
Σε ένα λογοτέχνημα δεν θα μπορούσε ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών να αρχίσει να σκοτώνει μωρά σαν να παίζει με κούκλες και σε δέκα χρόνια να φτάνει τις τέσσερις (ή τις πέντε;) δολοφονίες σε ένα περιβάλλον απόλυτης ανοχής χωρίς να συλλαμβάνεται.
Μοιάζει πολύ τυχαίο ώστε να είναι αληθοφανές. Στην προκειμένη όμως περίπτωση αποδεικνύεται ότι, κάποιες φορές, η αλήθεια δεν έχει ούτε δράμι αληθοφάνειας.
Η Ειρήνη Μουρτζούκου μπήκε στη ζωή μας πριν από τρία, περίπου, χρόνια.
Οταν είδαμε στην τηλεόραση ένα κοριτσάκι που έμοιαζε με αγοράκι, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα με εκφραστικά μάτια να λέει πώς πέθαναν και τα δύο της μωρά (εκείνη την εποχή, η υπόθεση Πισπιρίγκου μας φαινόταν εντελώς εξωφρενική ώστε να πιστέψουμε την επανάληψή της).
Εγκαταστάθηκε όμως στον καναπέ μας όταν τον περασμένο Οκτώβριο η Αγγελική Νικολούλη ασχολήθηκε στην εκπομπή της με τον θάνατο του Παναγιωτάκη, επίσης παρουσία της Ειρήνης. Από κει και πέρα, το «παλμαρέ μιας παιδοκτόνου» άρχισε να εμπλουτίζεται με υποψίες για δολοφονίες και άλλων μωρών. Υποψίες που έγιναν πιθανότητες που κατέληξαν σε ομολογίες.
Αμέσως μετά την προβολή του θέματος στο «Φως στο τούνελ», ξεκίνησε ένα ρεσιτάλ αμετροέπειας που πυροδοτήθηκε από πολλές πλευρές.
Πολύ γρήγορα άλλωστε η «υπόθεση Μουρτζούκου» αναδείχθηκε σε ισχυρό χαρτί του τηλεοπτικού χρηματιστηρίου αφού εκτόξευε τις θεαματικότητες. Η Ειρήνη έχρισε αμέσως τον εαυτό της «τηλεοπτική σταρ». Και με τον ναρκισσισμό της που τρυπούσε το γυαλί, επέβαλε αυτό το σταριλίκι και στους άλλους.
Γύριζε από κανάλι σε κανάλι, άλλαζε σακάκια, σε πρωτοχρονιάτικη εκπομπή τής έκοψαν κομμάτι από τη βασιλόπιτα, σε άλλη εορταστική τής φόρεσαν παγιέτα για να δένει με το ντεκόρ. Κι εκείνη μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε με ευφράδεια που υπερέβαινε τα γλωσσικά λάθη της, με σιγουριά που προβλημάτιζε όταν κάποια πράγματα ήταν πλέον προφανή και με αυτοπεποίθηση που δεν χόλωνε ακόμη και όταν η ίδια ανασκεύαζε όσα είχε πει πριν από τρεις μέρες.
Επί εννέα μήνες, όσο κρατάει μια εγκυμοσύνη (με όποιον συμβολισμό μπορεί να εμπεριέχει αυτό) παρακολουθούσαμε μία, όπως παραδέχθηκε τελικά η ίδια, κατά συρροή παιδοκτόνο, να συμπεριφέρεται με την άνεση του ακαταδίωκτου και να κοροϊδεύει ένα σύστημα (που, ωστόσο, φαίνεται ότι έκανε δουλειά εν τω μεταξύ).
Ο προβολέας φώτιζε πότε την ίδια και πότε το περιβάλλον της. Ενα σκηνικό που θα μπορούσαν να έχουν στήσει από κοινού ο Ντίκενς, ο Στρίντμπεργκ και η Σάρα Κέιν.
Πάθη, εντάσεις, καβγάδες, φωνές, ακραίες σκηνές ζηλοτυπίας, απωθημένα, μυστικά, ψέματα, παιδιά που γίνονται η «σκανδάλη» στο πιστολίδι των προσωπικών σχέσεων, εμμονή με τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών ακόμη και από νεκρά βρέφη, μια μάνα που ήταν η πρώτη που «έδειξε» την ενοχή της κόρης της. Ολα αυτά που αποπνέουν εξαθλίωση όχι, κυρίως, οικονομική, αλλά συνειδησιακή.
Γιατί η υπόθεση «Ειρήνη Μουρτζούκου» δεν είναι αποτέλεσμα ταξικών συγκυριών όπως πιστέψαμε αρχικά. Τις υπερβαίνει όπως υπερβαίνει και τις κοινωνικές συνθήκες.
Ανθρωποι που σκοτώνουν, επειδή έχουν νεύρα, ανυπεράσπιστα μωρά, είναι μια κατηγορία από μόνοι τους, έχουν προ πολλού απεμπολήσει τις συνάψεις τους με την πραγματικότητα, κατασκευάζουν κάθε τόσο μια δική τους. Ετσι και η Ειρήνη, προσάρμοζε στο εκάστοτε τηλεοπτικό περιβάλλον, μια ιστορία στην οποία εκείνη ήταν το θύμα. Και την οποία την επόμενη μέρα αναιρούσε χωρίς την παραμικρή δικαιολογία ή ενοχή. Δίνοντας την εντύπωση ότι η επωδός σε κάθε της φράση θα μπορούσε να είναι ένα «μαγκιά μου».
Κι εμείς; Γιατί τα παρακολουθούσαμε όλα αυτά με μία διάθεση σχεδόν πορνογραφική; Γιατί θέλαμε – και θέλουμε – να αναπαράγουμε ό,τι ξέρουμε, ό,τι ακούσαμε, τις γνώμες μας, τις κρίσεις μας, τα συμπεράσματά μας;
Ισως διότι το ορμέμφυτο του κοινωνικού ατόμου τού επιβάλλει να θέλει να επιβεβαιώσει – και εντός του και στους άλλους – ότι αυτή η ιστορία τρόμου δεν είναι δική του γι’ αυτό και μπορεί να στέκεται απέναντι και να σχολιάζει. Μετά την ομολογία της μάλιστα η υπόθεση προσφερόταν για πολλές προσωπικές προβολές.
Αλλος ζητάει να επανέλθει η θανατική ποινή, άλλος τα ρίχνει στο σύστημα που δεν λειτούργησε, άλλος θεωρεί υπεύθυνη τη μητέρα της, κάποιοι τη λυπούνται και κάποιοι άλλοι χλευάζουν τις αναφορές της στη θρησκεία. Είναι σαν να κάναμε, όλον αυτόν τον καιρό, μια ομαδική ψυχοθεραπεία. Και από αυτήν την άποψη, η Ειρήνη, να ήταν «χρήσιμη» για το συλλογικό μας ασυνείδητο.
Η Ειρήνη Μουρτζούκου είναι ήδη μια «προσωπικότητα» και όχι μόνο για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Κάποιοι λένε ότι αυτό μπορεί να τρέφει τον ναρκισσισμό της.
Ισως όμως το όνειρό της να έχει γίνει προ πολλού πραγματικότητα. Από τότε δηλαδή που απευθύνεται σε διάσημους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους αποκαλώντας τους με το μικρό τους όνομα.