Οι ανατιμήσεις αυτές θα μπορούσαν να προκύψουν από ελλείψεις ή καθυστερήσεις στον εκτελωνισμό, σύμφωνα με κύκλους της αγοράς των σούπερ μάρκετ. Αν κάποιο προϊόν κριθεί ως «παράνομο», επειδή δεν πληροί τα νέα κριτήρια, θα αποσύρεται από την αγορά, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινή έλλειψη και, στη συνέχεια, σε αύξηση των τιμών.
Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός αφορά βασικά αγαθά, όπως: ξυλεία, κακάο, καφέ, βοδινό κρέας, φοινικέλαιο, καουτσούκ και σόγια, καθώς και όλα τα παράγωγα προϊόντα τους (όπως σοκολάτα, έπιπλα, ζωοτροφές κ.λπ.).Αξίζει να σημειωθεί ότι η οδηγία της ΕΕ αποτελεί έναν κανονισμό που στοχεύει στην καταπολέμηση της αποψίλωσης των δασών και της υποβάθμισης των δασών που συνδέονται με την παραγωγή ορισμένων προϊόντων, επιβάλλοντας αυστηρές απαιτήσεις στις εταιρείες που εισάγουν, εξάγουν ή παράγουν τέτοια προϊόντα στην ΕΕ, διασφαλίζοντας ότι προέρχονται από γη που δεν αποψιλώθηκε μετά την 31η Δεκεμβρίου 2020 και παράγονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας προέλευσης.
Το λιανεμπόριο φαίνεται να έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Επιστολές προς ενημέρωση των προμηθευτών για τον νέο κανονισμό στέλνονται καθημερινά από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα, με οδηγίες για τη συμμόρφωση και το χρονοδιάγραμμα των ελέγχων.
Σύμφωνα με πληροφορίες του newsit.gr, το βασικό σενάριο το οποίο εξετάζει η κυβέρνηση είναι να αναλάβει το συντονισμό συνολικά 23 εμπλεκομένων φορέων του δημοσίου το υπουργείο των Οικονομικών.
Μάλιστα, οι ίδιες πηγές αναφέρουν πως στόχος είναι να δημιουργεί μία ενιαία αρχή που θα «τρέξει» από το ερχόμενο φθινόπωρο όλη την προετοιμασία των μηχανισμών, έτσι ώστε να γίνουν οι σχετικοί έλεγχοι των εισαγωγών.
Το βασικό πρόβλημα, αναφέρουν αρμόδια στελέχη του Υπ. Περιβάλλοντος, εντοπίζεται προπαντός στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας και δευτερευόντως στην Λατινική Αμερική.
Από τη στιγμή που θα συσταθεί η εν λόγω εθνική αρχή ελέγχου του περιεχομένου των εισαγωγών (έτσι ώστε να προέρχονται από προϊόντα αποψιλωμένων δασών) θα δημιουργηθεί μία πλατφόρμα στην οποία, οι ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις θα υποβάλλουν υπεύθυνες δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες θα δηλώνουν πως τα προϊόντα που προμηθεύονται τηρούν το νέο ευρωπαϊκό κανονισμό.