Οι τσάντες εκείνης της εποχής ήταν ως επί το πλείστον χειρός ή clutches, κρατημένες σφιχτά ανάμεσα στους αγκώνες ή στις παλάμες. Αντλώντας έμπνευση από τις στρατιωτικές τσάντες, η Chanel πρόσθεσε την αλυσίδα ώμου· ήταν μια πράξη ελευθερίας. Η σχεδιάστρια, που ήθελε τα χέρια της ελεύθερα (της άρεσε να τα βάζει στις τσέπες του παντελονιού της, πράγμα ανήκουστο για την εποχή), σχεδίασε την πρώτη εκδοχή της περίφημης τσάντας το 1929.
Ηταν όμως τον Φεβρουάριο του 1955 -εξ ου και το όνομα 2.55- που την παρουσίασε ξανά, σε πλήρη αρμονία με την επανεκκίνηση του οίκου της, ο οποίος παρέμεινε κλειστός για περίπου 15 χρόνια.

Η 2.55, με το ορθογώνιο σχήμα της, το μαλακό, καπιτονέ δέρμα αρνιού (υλικό που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή γαντιών) και το περιστρεφόμενο, μεταλλικό κούμπωμα (fermoir Mademoiselle), θεωρούνταν ένα είδος προσωπικού μανιφέστο. Η ίδια η Chanel είχε ονομάσει το κούμπωμα «Δεσποινίς» (Mademoiselle) επειδή δεν παντρεύτηκε ποτέ. Το καπιτονέ σχέδιο του δέρματος, σε σχήμα διαμαντιού, ήταν εμπνευσμένο από τις ανδρικές στολές πόλο.
Η σχεδιάστρια αγαπούσε την ιππασία και τους αγώνες από τότε που της το σύστησε ο Étienne Balsan, πλούσιος κληρονόμος, λάτρης της ιππασίας και σύντροφός της. Άλλοι πάλι λένε πως το συγκεκριμένο μοτίβο έχει αναφορές στα βιτρό του μοναστηριού του Aubazine, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια.

Η επένδυση στο εσωτερικό της τσάντας είχε το βαθύ, μπορντό χρώμα των στολών του ορφανοτροφείου, ενώ η χαρακτηριστική μεταλλική αλυσίδα θύμιζε τα μπρελόκ των κλειδιών που κρατούσαν οι μοναχές. Στο εσωτερικό της υπήρχε και μια μικρή, αλλά ρομαντική λεπτομέρεια: Ένα μυστικό τσεπάκι, το οποίο φέρεται να σχεδιάστηκε για τη διακριτική αποθήκευση ερωτικών γραμμάτων. Αν μη τι άλλο, η Chanel δεν έμεινε ποτέ χωρίς πάθη και εραστές: Igor Stravinsky, Salvador Dalí, ο Ρώσος δούκας Dmitri Pavlovich -ο οποίος τη βοήθησε να δημιουργήσει και το θρυλικό άρωμα Chanel No. 5- αλλά, κυρίως, ο Arthur “Boy”Capel, ο μεγάλος έρωτάς της που κράτησε εννέα χρόνια.

Η επανεκτέλεση της 2.55
Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, η 2.55 παραμένει σχεδόν απαράλλακτη. Το 2005, με αφορμή τα 50 χρόνια από τη δημιουργία της, ο Karl Lagerfeld την επανέφερε στο προσκήνιο και την ονόμασε 2.55 Reissue, ώστε να την ξεχωρίζει από μια άλλη πολύ γνωστή πρόταση του οίκου, την Classic Flap, ή αλλιώς 11.12. Η Classic Flap εμφανίστηκε το 1983, ως φόρος τιμής του Lagerfeld στην αυθεντική δημιουργία της Chanel. Κρατά πολλά στοιχεία του αρχικού σχεδίου, όμως προστέθηκαν δύο ακόμα: το λογότυπο CC στο κούμπωμα και η αλυσίδα στην οποία συμπληρώθηκε το δέρμα (chaîne entrelacée).
Η 2.55, πέρα από το ιστορικό αντίκτυπο που έχει στη μόδα, είναι και μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου ο όρος «επένδυση» δεν χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Το 1955, η τσάντα κόστιζε περίπου 170 λίρες. Σήμερα, η τιμή της ξεπερνά τα 8.500 ευρώ. Οι τιμές μεταπώλησης σε μεταχειρισμένες εκδοχές είναι συχνά αντίστοιχες ή και υψηλότερες από την τιμή αγοράς, ειδικά όταν πρόκειται για σπάνιες ή vintage εκδοχές. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που ο οίκος δεν διαθέτει τις τσάντες του διαδικτυακά -η εμπειρία απόκτησης θεωρείται εξίσου σημαντική με την ίδια την αγορά.



Κάθε 2.55 και Classic Flap κατασκευάζεται στα Ateliers de Verneuil-en-Halatte, ένα από τα ιστορικά Métiers d’art του οίκου, από τεχνίτες που εκπαιδεύονται για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια πριν ξεκινήσουν να εργάζονται στο τελικό προϊόν.
Η Chanel 2.55 δεν είναι απλώς ένα σύμβολο κύρους. Είναι μια υπενθύμιση ότι η κομψότητα δεν χρειάζεται να είναι περιοριστική. Και έτσι μπορεί να μείνει επίκαιρη για πάντα.