Έφυγε από τη ζωή ο Στάθης Μαραβέλας, ο άνθρωπος πίσω από την ιστορική ταβέρνα «Μαραβέλας» στο Γηροκομειό Πατρών. Ήταν 91 ετών.
Μαζί με τη σύζυγό του Βασιλική, που «έφυγε» το 2018, εργάστηκαν αδιάκοπα για να δημιουργήσουν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους χώρους εστίασης της πόλης, που εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για δεκαετίες.

Όταν έγινε ο βομβαρδισμός ήρθανε από την Πάτρα και στήσανε αντίσκηνα εδώ γύρω. Θυμάμαι ήμουνα μικρός, τέσσερα, πέντε χρονών, που ήρθανε οι Ιταλοί και μας βγάλανε έξω από το μαγαζί. Ο πατέρας μου και η μάνα μου φτιάξανε μια καλύβα παραδίπλα και μένανε. Εμείς τα παιδιά με τη μάνα του πατέρα μου, πηγαίναμε στου Διάκου πιο πάνω. Μένανε εδώ οι Ιταλοί, μαγειρεύανε, χρησιμοποιούσαν τους χώρους του εστιατορίου και ταΐζανε και το στρατό τους… Μετά τους Ιταλούς μπήκανε οι Γερμανοί. Πάλι έξω εμείς …Όλοι περάσανε από εδώ. Και οι αντάρτες. Εδώ παραπέρα ήτανε το εκτελεστήριο. Οι δικοί μας, οι Έλληνες, φέρνανε τους κομμουνιστές και τους εκτελούσαν. Τους φέρνανε με το φορτηγό, τους κατεβάζανε, γιατί δεν πήγαινε πιο πέρα, τους βάζανε στα τραπέζια, τους δίνανε και ποτά, τους εξομολογούσανε και μετά τους παίρνανε και τους πηγαίνανε και τους σκοτώνανε. Θυμάμαι που μερικοί φωνάζανε “άδικα… άδικα”. Αλλά ποιός τους άκουγε…
Ένα περιστατικό που έμεινε στην ιστορία, είναι που οι Ιταλοί κάλεσαν τον πατέρα μου μαζί με τον ηγούμενο της Μονής να τους δώσει ο μάγειρας μεζέ. Αφού το φάγανε του λέει του δικού μας ο Ιταλός «Τζόρτζιο, μπόνο, μπόνο;» Του κάνει ο πατέρας μου «ναι, μπόνο».

Θυμάμαι σαν τώρα μια μέρα που είχανε έρθει οι Γερμανοί και ήμασταν μέσα σε ένα δωματιάκι του μαγαζιού και είχαμε πάρει το στάρι και το κοπανάγαμε. Και ακούσανε το χτύπημα και δίνουν μια κλωτσιά της πόρτας τέτοια που έφυγε ολόκληρη και μπήκανε με τα όπλα και τους λέει ο πατέρας μου «να, για τα παιδιά, να φάνε» και γυρίσανε και φύγανε.
Άσε που είχε γεμίσει ο τόπος χειροβομβίδες… Μείνανε χρόνια και πολλές σκάσανε το 1983 με τη μεγάλη φωτιά στο Γηροκομειό.
Όταν ήμασταν παιδιά ήμασταν μαζεμένα πέντε έξι έξω από την εκκλησία και ένας εν ονόματι Καρύδας από δω από κάτω πιάνει στα χέρια του μια χειροβομβίδα. Δεν ξέραμε τον κίνδυνο. Του λέω “δώστη μου εμένα”. Όταν την πήρα, μου λέει τρομαγμένος ο μεγαλύτερος της παρέας, “μην την πετάξεις θα σκάσει είναι απασφαλισμένη”… Και την πετάω στα πέντε μέτρα από το φόβο μου. Έκανε μια τεράστια γούβα, αλλά δεν πείραξε κανέναν.
Τα 1943 οι καλόγεροι είχανε διωχτεί από το Γηροκομειό και φύγανε για το Παλιομονάστηρο, τη Μονή του Μπάλα. Πήρανε μαζί τους και την εικόνα της Παναγίας. Την ημέρα εκείνη που έσκασε η χειροβομβίδα, φέρνανε πίσω την εικόνα. Είχε φτάσει μέχρι τη σκοποβολή όταν ακούστηκε το μπαμ. Και είπανε όλοι ότι ήτανε θαύμα που σωθήκαμε.
Μετά και τον εμφύλιο τα πράγματα ηρεμήσανε. Το μαγαζί δούλευε με το Μοναστήρι όπως παλιά αλλά είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό σε πολύ κόσμο και η πελατεία αυξήθηκε. Η μεγάλη του σπεσιαλιτέ ήτανε οι κεφτέδες. Τους έκανε η μάνα μου.
Όταν την πήρε ο πατέρας μου τη μάνα μου ήταν γαζώστρα και από γαζώστρα έγινε μαγείρισσα. Ήταν από τις λίγες μαγείρισσες της εποχής. Ο κόσμος ερχότανε να φάει από τα χέρια της. Σιγά σιγά εξελίχθηκε σε κανονικό εστιατόριο. Το 1964, ανέλαβα εγώ με τη γυναίκα μου τη Βασιλική. Όλα τα έμαθε από τη μάνα μου. Πήρε τη θέση της στην κουζίνα.
Όλη η Πάτρα πέρασε από εδώ πέρα. Το καλύτερο φαγητό ήταν το σαβόρο. Είχαμε και το καλύτερο ζυμωτό ψωμί.
Τα μεσημέρια και τα απογεύματα έρχονταν οι περισσότεροι, όχι τόσο το βράδυ.
Οι πελάτες ήταν όλων των ειδών… σταφιδέμποροι, βιομήχανοι, ο Κρεμμύδας, ο Λαδόπουλος, ο Σαρμάς, γιατροί, μηχανικοί, έμποροι, εφημεριδοπώλες, όλα τα επαγγέλματα… Γίνονταν και πολλές συνεστιάσεις επαγγελματικών κλάδων…
Σερβίραμε θυμάμαι μερίδα ένα κοτόπουλο στα τέσσερα από του Ρωμανού. Είχαμε δώσει 60 μερίδες σε ένα βράδυ!. Σχεδόν κάθε βράδυ καλοκαίρι ερχότανε ο δήμαρχος ο Βέτσος να φάει κοτόπουλο με ρύζι.
Έρχονταν και παρέες που παίζανε μουσική. Ο Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος, ο Γιάννης Νικολόπουλος. ο Φάνης ο Γιαννόπουλος, ο Χήρας ο ζωγράφος… Τις προμήθειες του μαγαζιού και όλες τις δουλειές, τις έκανα με ένα άλογο που είχα. Έφτανα να φανταστείς μέχρι την Τερψιθέα. Δουλέψαμε πολύ και εγώ και η γυναίκα μου και το ΄70 και το ΄80. Πέρασε από εδώ όλη η Πάτρα. Ζήσαμε τις καλές εποχές, που ο κόσμος είχε λεφτά και είχε και διάθεση. Το 1990 το μαγαζί το ανέλαβε ο γιος μου ο Γιώργος που το συνεχίζει μέχρι σήμερα. Φέτος κλείνει 82 χρόνια ζωής».
