«Καλοκαίρι του ’74 φτάνω στην Αθήνα. Ψάχνω για δουλειά.
Ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου έπεσε το μάτι μου σε μια ταμπέλα: Εστιατόριο – Ζαχαροπλαστείο Φλόκα. Από το επόμενο πρωί βρέθηκα να δουλεύω εκεί βοηθός σερβιτόρου.
Επειδή ήμουν «γραμματιζούμενος», ο κύριος Λεόντιος ο μετρ, μου είπε: «Εσύ θα έχεις το τραπέζι του ποιητή.»
Στάθηκα λοιπόν στη μεγάλη ροτόντα του εστιατορίου και περίμενα τον ποιητή.
Κατά τις δώδεκα, μπήκε ένα μετέωρο κι έκατσε στο τραπέζι. Ήταν ο Νίκος Γκάτσος.
Παράγγειλε καφέ, και αφού έχει ρωτήσει το όνομά μου, με ρώτησε: «Γιώργο εκτός από αυτό τι άλλο κάνεις στη ζωή σου;»
«Σπουδάζω Νομική,» του απάντησα.
«Και από πού είσαι;»
«Η μάνα μου είναι απ’ την Αρκαδία κι ο πατέρας μου από την Ηλεία.»
«Εμείς θα γίνουμε φίλοι» μου είπε, και την άλλη μέρα μου χάρισε το βιβλίο του Ανδρέα Εμπειρίκου, «Υψικάμινος.»
Καθώς σερβίριζα τον καφέ του συχνά με ρωτούσε για τον τόπο μου, κι εγώ του αράδιαζα ιστορίες θρυλούμενες αλλά και πραγματικές.
Μια μέρα του αφηγήθηκα μια σύγχρονη τραγωδία, ένα έγκλημα τιμής που συνέβη στο χωριό μου και ήμουν αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι η μητέρα μου να μου κλείσει με το χέρι της τα μάτια και να με κλειδώσει στο σπίτι.
Δεν τον έλεγαν Γιάννη, αλλά θα ακολουθήσω την ονοματοδοσία του ποιητή στους πρωταγωνιστές του δράματος.
Ο Γιάννης λοιπόν, και το Φροσί.
Ο Γιάννης είχε κλέψει από έρωτα τη γυναίκα του και είχαν 7 παιδιά, έξι αγόρια και μία κόρη, το Φροσί.
1960, Καλοκαίρι, ο Γιάννης σε ένα γλέντι στο καφενείο του χωριού και μέσω μιας άτυχης στιγμής, ανακαλύπτει πως ο κολλητός του διατηρεί σχέση με τη γυναίκα του.
Το κακό δεν άργησε να συμβεί, ο Γιάννης πάνω στη ροδαυγή σκότωσε τη γυναίκα του και πήγε φυλακή, όμως αθωώθηκε με το «εν βρασμώ ψυχής» και όταν η είδηση έφτασε στο χωριό, το χωριό πανηγύρισε.
Οι ίδιοι άνθρωποι που στην αντίθετη περίπτωση θα τον καθιστούσαν αποσυνάγωγο, αυτή η κοινωνία της σκυθικής επαρχίας τού όπλισε το χέρι, αυτό επέβαλε η κοινωνική νόρμα.
Ήταν αδερφός του παππού μου, και μετά την αθώωσή του τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του, όλοι οι συγγενείς.
Λίγους μήνες μετά, το κακό δίπλωσε.
Το Φροσί, μην αντέχοντας το χαμό της μάνας της, αυτοκτόνησε στα δεκαοχτώ της.
Έκτοτε ο παππούς Γιάννης καθόταν στην αυλή, με το βλέμμα απλανές προς το δάσος.
Η κατά Γκάτσον ιστορία του Γιάννη του Φονιά, δεν είναι άλλη από αυτή τη σύγχρονη τραγωδία, που οι λεπτομέρειές της είχαν εξάψει το ενδιαφέρον του ποιητή.
Λίγους μήνες μετά την αφήγησή μου, εμφανίστηκε ο Μάνος Χατζιδάκις, (έλειπε στην Αμερική,) και άρχισαν να δουλεύουν τον δίσκο «Αθανασία,» στον οποίο συμπεριλαμβάνεται το τραγούδι «Ο Γιάννης ο φονιάς…»
Γιώργος Μητρόπουλος.
𝛰 𝛤𝜄ά𝜈𝜈𝜂ς 𝜊 𝛷𝜊𝜈𝜄άς, 𝜋𝛼𝜄𝛿ί 𝜇𝜄𝛼ς 𝛱𝛼𝜏𝜌𝜄𝜈𝜄άς, 𝜅𝜄 𝜀𝜈ός 𝛭𝜀𝜎𝜊𝜆𝜊𝛾𝛾ί𝜏𝜂.
𝛱𝜌𝜊𝜒𝜃ές 𝜏𝜂𝜈 𝛫𝜐𝜌𝜄𝛼𝜅ή, 𝜇𝜀𝜏ά 𝜏𝜂 𝜑𝜐𝜆𝛼𝜅ή, 𝜀𝜋έ𝜌𝛼𝜎’ 𝛼𝜋’ 𝜏𝜊 𝜎𝜋ί𝜏𝜄.
𝛵𝜊𝜐 𝛽𝛾ά𝜆𝛼𝜇𝜀 𝛾𝜆𝜐𝜅ό, 𝜏𝜊𝜐 𝛽𝛾ά𝜆𝛼𝜇𝜀 𝜅𝛼𝜄 𝜇έ𝜈𝜏𝛼, 𝜇𝛼 𝛾𝜄𝛼 𝜏𝜊 𝜑𝜊𝜈𝜄𝜅ό, 𝛿𝜀𝜈 𝜀ί𝜋𝛼𝜇𝜀 𝜅𝜊𝜐𝛽έ𝜈𝜏𝛼…
𝛭𝜊𝜈ά𝜒𝛼 𝜏𝜊 𝛷𝜌𝜊𝜎ί, 𝜇𝜀 𝛿ά𝜅𝜌𝜐 𝜃𝛼𝜆𝛼𝜎𝜎ί, 𝜎𝜏𝛼 𝜇ά𝜏𝜄𝛼 𝜏𝛼 𝜇𝜀𝛾ά𝜆𝛼.
𝛵𝜊𝜐 𝜑ί𝜆𝜂𝜎𝜀 𝛽𝜊𝜐𝛽ά, 𝜏𝛼 𝜒έ𝜌𝜄𝛼 𝜏’ 𝛼𝜅𝜌𝜄𝛽ά, 𝜅𝛼𝜄 𝛽𝛾ή𝜅𝜀 𝛼𝜋ό 𝜏𝜂 𝜎ά𝜆𝛼.
𝛥𝜀 𝜇𝜋ό𝜌𝜀𝜎𝜀 𝜅𝛼𝜈𝜀ίς, 𝜏𝜊𝜈 𝜋ό𝜈𝜊 𝜏𝜂ς 𝜈’ 𝛼𝜈𝜏έ𝜉𝜀𝜄, 𝜅𝜄 𝜊ύ𝜏’ έ𝜈𝛼ς 𝜎𝜐𝛾𝛾𝜀𝜈ής, 𝜈𝛼 𝜋𝜀𝜄 𝛿𝜀 𝛽𝜌ή𝜅𝜀 𝜆έ𝜉𝜂…
𝛫𝜄 𝜊 𝛤𝜄ά𝜈𝜈𝜂ς 𝜊 𝛷𝜊𝜈𝜄άς, 𝜎𝜏𝜂𝜈 ά𝜅𝜌𝜂 𝜏𝜂ς 𝛾𝜔𝜈𝜄άς, 𝜇𝜀 𝜏𝜊𝜐 𝜅𝛼𝜂𝜇𝜊ύ 𝜏’ 𝛼𝛾𝜅ά𝜃𝜄.
𝛩𝜐𝜇ή𝜃𝜂𝜅𝜀 𝜉𝛼𝜈ά, 𝜑𝜀𝛾𝛾ά𝜌𝜄𝛼 𝜇𝛼𝜅𝜌𝜄𝜈ά, 𝜅𝛼𝜄 𝜏’ ό𝜈𝜀𝜄𝜌𝜊 𝜋𝜊𝜐 𝜀𝜒ά𝜃𝜂…
[Στίχοι: Νίκος Γκάτσος..]
———-
Πηγή: “ΜΈΘΕΞΗ”, συνάντηση ψυχής · Giorgos Mpeliris | www.fractalart.gr