Ενας στους περίπου δύο οφειλέτες που εντάσσονται στον εξωδικαστικό μηχανισμό σταματάει να τηρεί τη ρύθμιση σε διάστημα μόλις μερικών μηνών μετά τη συμφωνία με την τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης (servicer), «ξανακυλώντας» σε καθυστέρηση. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία των εταιρειών διαχείρισης, με βάση τα οποία τα υψηλά ποσοστά αθετήσεων που κυμαίνονται –ανάλογα με την εταιρεία– από 35% έως και 60%, εντοπίζονται στις ώριμες ρυθμίσεις του εξωδικαστικού, δηλαδή σε αυτές που έχουν ολοκληρώσει μερικούς μήνες από την αρχική σύναψη της συμφωνίας, και εκδηλώνονται συνήθως μετά το πρώτο τρίμηνο.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια άκρως ανησυχητική διαπίστωση στον βαθμό που η πλειονότητα των ρυθμίσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού ενσωματώνει σημαντικό κούρεμα της αρχικής οφειλής, που σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους ξεπερνάει το 30% για το 49% των ρυθμίσεων, με το 32,6% μάλιστα εξ αυτών να υπερβαίνει το 50%. Το υψηλό ποσοστό αθέτησης προβληματίζει όχι μόνο τις εταιρείες διαχείρισης, αλλά εξίσου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας καθώς παρατηρείται σε μια περίοδο που η οικονομία «τρέχει» ανοδικά και οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί, γεγονός που λειτουργεί ως κίνητρο για την προστασία της περιουσίας των οφειλετών μέσα από την τήρηση των ρυθμίσεων.
Πολλώ δε μάλλον προβληματίζει μετά την υιοθέτηση μέχρι σήμερα πλήθους αλλαγών προκειμένου να βελτιωθεί προς όφελος των δανειοληπτών η αποτελεσματικότητα του εργαλείου, με πιο πρόσφατες την αύξηση των ορίων για τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια βάσει των οποίων τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης υποχρεούνται να αποδεχθούν τη ρύθμιση που προκύπτει από την ηλεκτρονική πλατφόρμα και τον αλγόριθμο του εξωδικαστικού. Οι αλλαγές αυτές μετρούν λίγους μήνες προς το παρόν και τα αποτελέσματά τους δεν έχουν αποτιμηθεί επαρκώς. Με δεδομένο ότι στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού η μέση διάρκεια αποπληρωμής φθάνει στα 17 χρόνια, απαιτείται να περάσουν μερικοί μήνες για να αξιολογηθούν.

Η Γενική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους, που παρακολουθεί στενά το θέμα, συνδέει τα υψηλά ποσοστά αθέτησης και με την ασυνεπή εφαρμογή της ρύθμισης όχι μόνο από τους οφειλέτες αλλά και από τις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης. «Δεν αρκεί οι servicers να συνυπογράφουν με τον οφειλέτη και μετά να καθυστερούν την επικοινωνία μαζί του», εξηγούν πηγές με γνώση των διαδικασιών, συμπληρώνοντας ότι «υπάρχουν εταιρείες που καθυστερούν να αποστείλουν στον οφειλέτη την ενημέρωση με το δοσολόγιο ακόμη και τέσσερις μήνες». Με αυτόν τον τρόπο, όπως σημειώνουν, τον οδηγούν ουσιαστικά σε αθέτηση της συμφωνίας και αυτό εξηγεί και τη μεγάλη απόκλιση που υπάρχει μεταξύ των μεγάλων εταιρειών, με τα ποσοστά αθέτησης να κυμαίνονται μεταξύ 35% έως και 60%.
Οι εταιρείες διαχείρισης προβάλλουν ως αντίδοτο στα υψηλά ποσοστά αθέτησης την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων. Ως βασικότερο προτείνουν να θεσμοθετηθεί ότι η σύμβαση του εξωδικαστικού συνιστά εκτελεστό τίτλο, επιτρέποντάς τους να εκκινήσουν τη διαδικασία ρευστοποίησης χωρίς πρόσθετες νομικές ενέργειες όταν ένας οφειλέτης δεν τηρήσει τη ρύθμιση που έχει συμφωνήσει για πάνω από τρεις μήνες.
Με αυτόν τον τρόπο εκτιμούν ότι όσοι είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές θα πειθαναγκαστούν να τηρήσουν τη ρύθμιση και δεν θα χρησιμοποιούν τον εξωδικαστικό μηχανισμό ως παράθυρο ευκαιρίας για να κερδίσουν χρόνο και να αποφύγουν την αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους.
Να σημειωθεί άλλωστε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ιδιωτικού Χρέους, η εγκρισιμότητα των ρυθμίσεων που «προτείνει» ο αλγόριθμος του εξωδικαστικού για τους μεγαλύτερους πιστωτές – τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης έχει βελτιωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες μετά την αλλαγή των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων. Συγκεκριμένα τον Ιούλιο έφθασε στο 82% έναντι 68% το 2024, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να συγκεντρώνουν οι εταιρείες Intrum, QQuant και doValue, με 93%, 92% και 91% αντίστοιχα, ενώ ακολουθούν η Eurobank και η Cepal με ποσοστά 84% και 83% αντίστοιχα, η Πειραιώς με 77% και η Εθνική Τράπεζα με 54%.
Από την πλευρά των οφειλετών ένα ποσοστό 25% απορρίπτει τις ρυθμίσεις που προτείνει ο εξωδικαστικός προβάλλοντας σε ποσοστό περίπου 30% ως βασικότερη αιτιολογία την ανεπαρκή οικονομική δυνατότητα εξυπηρέτησης της ρύθμισης.
Από τα τελευταία στοιχεία προκύπτει επίσης ότι από το σύνολο των 70.220 ολοκληρωμένων αιτήσεων, δηλαδή που έχουν υποβληθεί και έχουν αξιολογηθεί στον εξωδικαστικό μηχανισμό, συνολικής αξίας 26 δισ. ευρώ περίπου, οι επιτυχείς ρυθμίσεις είναι 40.515 και αντιπροσωπεύουν 13,2 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι επιτυχείς ρυθμίσεις είναι περίπου τρεις στις πέντε, ενώ σε αξία οφειλών αυτές που έχουν ολοκληρωθεί αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό των συνολικών οφειλών που έχουν μέχρι σήμερα αξιολογηθεί.
Οι υπόλοιπες έχουν απορριφθεί είτε από τους πιστωτές είτε από τους ίδιους τους οφειλέτες. Με δεδομένο επίσης ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ρυθμίσεων του εξωδικαστικού αφορά οφειλές προς το Δημόσιο –συγκεκριμένα 9,3 δισ. ευρώ από 13,2 δισ. ευρώ–, η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού με έμφαση στις ρυθμίσεις με πιστωτές του ιδιωτικού τομέα είναι αναγκαίο να ενισχυθεί και όπως υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές η ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει όλους τους συμμετέχοντες και όχι μόνο τους οφειλέτες.
Αφαντοι παραμένουν 900.000 οφειλέτες
Δέκα χρόνια μετά την κορύφωση της κρίσης, όταν τα κόκκινα δάνεια είχαν φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό του 48% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους αποδεικνύεται Λερναία Υδρα. Αυτό γιατί σε εκκρεμότητα παραμένουν ακόμη κρίσιμα θέματα, όπως η αδυναμία πρόσβασης στα στοιχεία επικοινωνίας 900.000 οφειλετών που παραμένουν στα αζήτητα και οι εταιρείες διαχείρισης αδυνατούν να τους εντοπίσουν. Η πλήρης ουσιαστικά απουσία των βασικών στοιχείων για την επικοινωνία με περίπου 900.000 οφειλέτες σε σύνολο 2,3 εκατομμυρίων που είναι οι δανειολήπτες οι οποίοι συνομιλούν με τους servicers δεν δυσχεραίνει απλώς την αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτών των οφειλών που υπολογίζονται σε 25 δισ. ευρώ, αλλά καθιστά ανέφικτη οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης συναινετικής λύσης, οδηγώντας τις περιπτώσεις αυτές σε αναγκαστική εκτέλεση.
Κρίσιμο θέμα παραμένουν επίσης οι αρρυθμίες του νόμου Κατσέλη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι καταργήθηκε το 2020 και αντικαταστάθηκε από τον νέο πτωχευτικό νόμο, εμφανίζει ακόμη εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν υπάρχουν οριστικές αποφάσεις. Ο νόμος αποτέλεσε ασφαλές καταφύγιο για χιλιάδες δανειολήπτες που ήθελαν να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους όταν η χώρα κατέρρεε υπό το βάρος της δημοσιονομικής κρίσης, αλλά έχει συσσωρεύσει και προβλήματα που αποδίδονται στις καθυστερήσεις της Δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το σύνολο των 48.000 υποθέσεων που επικαιροποιήθηκαν το 2021 προκειμένου να πάρουν δικάσιμο, οι 4.000 δεν έχουν ακόμη εκδικαστεί, και από αυτές που έχουν εκδικαστεί για το 30% δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί οι αποφάσεις. Ο χρόνος καθαρογραφής αυτών των αποφάσεων μπορεί να φτάσει ακόμη και τα δύο χρόνια, δημιουργώντας σοβαρές δυσλειτουργίες στην εκκαθάριση αυτών των υποθέσεων.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας, πάνω από 40% του συνόλου των αιτήσεων στον νόμο, δηλαδή περί τις 60.000, κρίθηκε από τα αρμόδια δικαστήρια ότι δεν μπορούν να τύχουν προστασίας μέσω αυτού του νόμου, καθώς κατά τη στιγμή της λήψης του δανείου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής του. Ετσι όσοι απορρίφθηκαν ήρθαν αντιμέτωποι με συσσωρευμένες οφειλές, καθώς αναβίωσε το σύνολο των τόκων υπερημερίας που είχε «παγώσει» όλο το χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πρόκειται για οφειλές ύψους περίπου 9 δισ. ευρώ σε σύνολο 20 δισ. ευρώ που ήταν οι οφειλές αυτών που έκαναν αίτηση στον νόμο Κατσέλη.
Από την πλευρά των εταιρειών διαχείρισης προβάλλεται ως σοβαρή αρρυθμία το θέμα των ακινήτων που ανήκουν σε οφειλέτες που έχουν ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη και έχουν προστατεύσει την πρώτη κατοικία τους και τα οποία δεν έχουν ρευστοποιηθεί όπως προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται για 15.000 ακίνητα που δεν είναι πρώτη κατοικία των οφειλετών και τα οποία σύμφωνα με τον νόμο θα έπρεπε να έχουν βγει σε πλειστηριασμό, χωρίς ωστόσο η σχετική διάταξη να έχει ενεργοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Σοβαρό αγκάθι αποτελεί επίσης το θέμα του υπολογισμού των τόκων για τις οφειλές του νόμου Κατσέλη. Πρόκειται για οφειλές 12,5 δισ. ευρώ από 200.000 δανειολήπτες που έχουν ενταχθεί την προηγούμενη δεκαετία στον νόμο Κατσέλη, προστατεύοντας την πρώτη κατοικία τους με ευνοϊκούς όρους και «κούρεμα» οφειλής. Τα δάνεια αυτά εκτοκίζονται με βάση την πάγια πρακτική της τοκοχρεολυτικής εξόφλησης των δανείων, δηλαδή του υπολογισμού του τόκου στο σύνολο του άληκτου κεφαλαίου. Η πρακτική αυτή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση έπειτα από εκατοντάδες προσφυγές σε πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία σε όλη τη χώρα από δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη που ζητούν ο τόκος να εφαρμόζεται στο ποσό της δόσης κάθε μήνα και όχι στο σύνολο της οφειλής. Το θέμα έχει παραπεμφθεί στον Αρειο Πάγο, που καλείται να κρίνει πώς θα υπολογίζεται ο τόκος στις συγκεκριμένες οφειλές και σύμφωνα με τους servicers η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού θα επιφέρει απώλειες 1 δισ. ευρώ περίπου.