Ελλάδα δυστυχώς φαίνεται ότι είναι κυρίως… η Αττική σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, καθώς η εν λόγω περιφέρεια πραγματοποιεί το 55% των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας, ενώ μαζί με δύο ακόμη περιφέρειες, την Κεντρική Μακεδονία και την Πελοπόννησο, πραγματοποιούν το 82%.
που προκύπτει από τη μελέτη «Χαρτογράφηση της εξαγωγικής δραστηριότητας ανά περιφέρεια» για το διάστημα 2020-2024, μελέτη που υλοποίησε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδας (ΣΕΒΕ) και παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση, καταδεικνύει αφενός την ύπαρξη σημαντικών περιφερειακών ανισοτήτων και στον κρίσιμο αυτό τομέα της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου την ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης αποκέντρωσης σε ό,τι αφορά τη μεταποίηση και μάλιστα αυτής της παραγωγής προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Το πόσο σημαντικές είναι, άλλωστε, οι εξαγωγές, ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες, για μια περιφέρεια φαίνεται και από το γεγονός της συνεισφοράς τους στο ΑΕΠ της κάθε περιοχής, συνεισφορά που κυμαίνεται από 3,8% (στο ΑΕΠ της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου το 2024) έως 52,5% (στο ΑΕΠ της Περιφέρειας Πελοποννήσου).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη οι τρεις κορυφαίες εξαγωγικές περιφέρειες εξακολουθούν να είναι η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και η Πελοπόννησος, οι οποίες συγκεντρώνουν το 82% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Το 2024 η Αττική παρέμεινε η «ατμομηχανή» της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας, με 27,1 δισ. ευρώ (55% μερίδιο), αν και μειωμένες κατά 3,2% σε σχέση με το 2023. Η Κεντρική Μακεδονία σημείωσε ήπια άνοδο (+2,1%) φτάνοντας στα 8,1 δισ. ευρώ, ενώ η Πελοπόννησος εμφάνισε υποχώρηση κατά 3,5%, στα 5,2 δισ. ευρώ. Σημαντικές θετικές μεταβολές καταγράφηκαν σε ορισμένες μικρότερες περιφέρειες: έτσι, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη αύξησε τις εξαγωγές της κατά 12,9%, φτάνοντας στο 1,19 δισ. ευρώ), ενώ το Νότιο Αιγαίο ενίσχυσε τις επιδόσεις του κατά 26,8% (390,1 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, το Βόρειο Αιγαίο σημείωσε μεγάλη πτώση (-28,7%) περιοριζόμενο σε μόλις 79,5 εκατ. ευρώ εξαγωγές και χαμηλή εξαγωγική επίδοση.
Η συνολική αξία των εξαγωγών της χώρας διαμορφώθηκε το 2024 σε 49,32 δισ. ευρώ έναντι 50,45 δισ. ευρώ το 2023, ενώ η συνολική αξία των εισαγωγών αυξήθηκε το 2024 κατά 2,5%, φτάνοντας στα 82,9 δισ. ευρώ, γεγονός που διεύρυνε εκ νέου το εμπορικό έλλειμμα στα 33,5 δισ. ευρώ (10,3% υψηλότερο έναντι 2023).
Πετρελαιοειδή, χημικά – πλαστικά, μηχανές – συσκευές είναι οι τρεις κατηγορίες προϊόντων με τις περισσότερες εξαγωγές από την Περιφέρεια Αττικής (58,2% των συνολικών εξαγωγών της εν λόγω περιφέρειας), ενώ τα πρωτεία στην Κεντρική Μακεδονία κατέχουν οι εξαγωγές τροφίμων (35,4% των συνολικών εξαγωγών της περιοχής).

Στην Πελοπόννησο την πρώτη θέση κατέχουν τα πετρελαιοειδή (προφανώς λόγω των διυλιστηρίων στον νομό Κορινθίας) και ακολουθούν τα τρόφιμα, με μερίδια 75,4% και 15,3% αντιστοίχως. Μέταλλα και τρόφιμα είναι οι πιο εξωστρεφείς κλάδοι στη Στερεά Ελλάδα με μερίδια 44,2% και 17,4% αντιστοίχως. Το 63,6% των εξαγωγών της Θεσσαλίας προέρχεται από τον κλάδο των τροφίμων και το 21% από τα μέταλλα, ενώ περισσότερο μοιρασμένη είναι η εικόνα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης. Εκεί ο κλάδος των τροφίμων συνεισφέρει το 29,3% των εξαγωγών της εν λόγω περιφέρειας, ο κλάδος των χημικών – πλαστικών το 16,5% και ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας – ένδυσης το 14,5%.
Αν και η Ιταλία αποτελεί τον βασικό προορισμό για τα ελληνικά προϊόντα στο σύνολο της χώρας και της Αττικής (10,6% και 12,7% αντιστοίχως επί της συνολικής αξίας των εξαγωγών), δεν ισχύει το ίδιο για τις άλλες περιφέρειες. Κυριότερος εμπορικός εταίρος της Κεντρικής Μακεδονίας είναι η Βόρεια Μακεδονία (13,2% των εξαγωγών), της Πελοποννήσου η Λιβύη (17,6%) και το Γιβραλτάρ (12,9%) –προφανώς λόγω πετρελαιοειδών–, της Στερεάς Ελλάδας το Ισραήλ (15,6%), της Θεσσαλίας η Γερμανία (20,2%), της Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης η Τουρκία (9,8%), της Ηπείρου η Αλβανία (22%), της Δυτικής Μακεδονίας επίσης η Αλβανία (29,8%), του Νοτίου Αιγαίου το Ηνωμένο Βασίλειο (21,9%).
Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα χρονιά, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών παρουσίασε αύξηση τον Ιούλιο, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των εξαγωγών υπερέβη τη μείωση των εισαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 5,2% (αύξηση 0,6% σε σταθερές τιμές) και διαμορφώθηκαν σε 4,28 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 2,2% (-1,2% σε σταθερές τιμές) και διαμορφώθηκαν σε 7,2 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν άνοδο κατά 5,8% σε τρέχουσες τιμές (9,2% σε σταθερές τιμές), ενώ οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 2,1% (1,8% σε σταθερές τιμές).
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2025 το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών περιορίστηκε και διαμορφώθηκε σε 19,83 δισ. ευρώ έναντι 20,18 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024, καθώς η μείωση των εισαγωγών υπερέβη εκείνη των εξαγωγών σε απόλυτους όρους. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,9% (αύξηση 0,3% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές αγαθών κατά 3,6% (-2,1% σε σταθερές τιμές). Σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 4,5%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατέγραψαν αύξηση κατά 3,4% (7,0% και 2,7% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα).