Μπορεί κανείς να προβλέψει με ακρίβεια τι θα συμβεί στις επόμενες εκλογές; Η πυκνή ομίχλη που σκεπάζει το πολιτικό τοπίο δεν επιτρέπει ούτε καν στους πρωταγωνιστές του ασφαλείς εκτιμήσεις. Η στρατηγική της κάθε πλευράς αναπροσαρμόζεται μέρα με τη μέρα, μέτρηση με τη μέτρηση, γεγονός με το γεγονός. Κανείς δεν έχει χάρτη ή πυξίδα μέχρι το τέλος της διαδρομής – ειδικά αν όντως αυτή είναι το 2027. Άρα κανείς, ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αντιπολίτευση, δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις για το μετεκλογικό τοπίο, ούτε έχει λόγους να ανοίγει τα χαρτιά του σε συζητήσεις για συνεργασίες, που στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει. Οι κλειστές πόρτες για συνεννόηση ή κυβερνητική συνύπαρξη εξυπηρετούν τα κεντρικά αφηγήματα όλων των βασικών παικτών. Τα ανοιχτά παράθυρα, όμως, είναι η αναγκαία δικλίδα ασφαλείας, εξυπηρετώντας παράλληλα έναν άλλο, πιο άμεσο στόχο: την αύξηση της εκλογικής τους επιρροής.

Στο σημερινό Μέγαρο Μαξίμου η βασική πεποίθηση πως η καλύτερη κυβέρνηση είναι μια μονοκομματική κυβέρνηση δεν έχει αλλάξει. Αυτή δίνει και τον τόνο: για μια σταθερή, ισχυρή κυβέρνηση μονόδρομος είναι η αυτοδυναμία – και ας μη διατυπώνεται πια ως στόχος με την ίδια ένταση που αυτό συνέβαινε κάποτε. Στο πρόσφατο παρελθόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κλείσει με βεβαιότητα μια πόρτα, αυτή της αναζήτησης συνομιλητών δεξιά της ΝΔ. Αυτή παραμένει κλειστή, παρότι οι παρατηρητές των κυβερνητικών κινήσεων δεν εκφράζουν πια την ίδια βεβαιότητα.

Στην αντίπαλη αντιπολιτευτική όχθη του ΠΑΣΟΚ, η συνεργασία με τη ΝΔ είναι κάτι σαν φάντασμα που κανείς δεν έχει ακόμα καταφέρει να ξορκίσει. Όλοι αναγνωρίζουν ότι τα δεδομένα του 2012 έκαναν την επιλογή μονόδρομο για να σωθεί η χώρα, όμως το τίμημα ήταν υψηλό. Οι σημερινές συνθήκες, που δεν θυμίζουν εκείνες της κρίσης χρέους, δεν φέρνουν τη Χαριλάου Τρικούπη αντιμέτωπη με το ίδιο δίλημμα, ενώ η δημοσκοπική της θέση, αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιτάσσει στον Νίκο Ανδρουλάκη (ο οποίος το ξεκαθάρισε στη ΔΕΘ) πως δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη ΝΔ. Κόντρα στο σύνθημα «πολιτική σταθερότητα» του Μητσοτάκη, ο Ανδρουλάκης ζητά «πολιτική αλλαγή» που περνάει μέσα από την ήττα της ΝΔ και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ.

Η πραγματικότητα των δημοσκοπήσεων και της πολιτικής ατμόσφαιρας ωστόσο αναγκάζει τους κυβερνητικούς παράγοντες να «μαλακώνουν» τη γλώσσα με την οποία μιλούν για τον πραγματικό, εκλογικό στόχο τους. Η αδυναμία της ΝΔ τον τελευταίο χρόνο να πατήσει έστω στο πρώτο σκαλοπάτι, σε ένα ποσοστό που θα της επέτρεπε να μιλάει ανοιχτά για διεκδίκηση αυτοδυναμίας, την προσγειώνει απότομα και την αναγκάζει να απευθυνθεί με περισσότερη μετριοπάθεια σε ένα καθοριστικό, για το τελικό αποτέλεσμα, ακροατήριο. Και αυτό τυγχάνει να είναι οι ενδιάμεσες δεξαμενές, οι κεντρογενείς ψηφοφόροι που μοιράζεται με τη Χαριλάου Τρικούπη – και οι οποίοι τον τελευταίο έναν χρόνο δείχνουν διαρκώς τη δυσαρέσκειά τους, που μέχρι πρότινος τους έστελνε είτε στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων είτε στην αγκαλιά του παραδοσιακού τους χώρου, του ΠΑΣΟΚ. Αυτές οι δεξαμενές παραμένουν προσηλωμένες στην ανάγκη οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας – και εκτιμούν πως το κόμμα που ψηφίζουν, όποιο κι αν είναι αυτό, δεν θα έβαζε τη χώρα σε περιπέτειες. Γνωρίζοντας πως το ΠΑΣΟΚ δεν σκοπεύει να δώσει «σανίδα σωτηρίας» στη ΝΔ, εφόσον τη χρειαστεί, στην κυβέρνηση διαχειρίζονται το θέμα περισσότερο επικοινωνιακά παρά ουσιαστικά. Θέλουν να ρίξουν από τώρα το ναυάγιο μιας προοπτικής συνεργασίας στον Ανδρουλάκη, ώστε να τον απομακρύνουν από αυτούς τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους: «Οταν το ΠΑΣΟΚ εισάγει στον δημόσιο λόγο τη φράση “σας μισούμε”, πώς θα κάνουμε αύριο κυβέρνηση συνεργασίας;», αναρωτήθηκε, σε αυτό το μήκος κύματος, ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης.

Στο πασοκικό στρατόπεδο, πιθανότητα συνεργασίας με τη ΝΔ δεν υπάρχει – το θέμα «έκλεισε» τόσο από την ηγεσία στη ΔΕΘ όσο και από τα στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που αποκλείουν το ενδεχόμενο ανοιχτά. Ο στόχος όμως της νίκης «έστω και με μία ψήφο», λόγω εκλογικού νόμου, δείχνει αναπόφευκτα προς την πλευρά των συνεργασιών. «Εχω αποδείξει ότι όταν χρειαστεί στη Βουλή και πάντα στο προσκήνιο είμαι έτοιμος να συνεργαστώ για να πετύχουμε συγκεκριμένους στόχους απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, αλλά στο προσκήνιο», ανέφερε στη Θεσσαλονίκη ο Ανδρουλάκης – δείχνοντας εμμέσως ανοιχτός σε συνεργασίες υπό την προϋπόθεση πως το ΠΑΣΟΚ θα είναι πρώτο κόμμα και πως οι όποιοι συνομιλητές θα συμφωνήσουν στο πρόγραμμά του, το οποίο, όπως είπε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, είναι «Ευαγγέλιο». Από αυτό το ανοιχτό παράθυρο δεν έχει αποκλειστεί κανένας σημερινός ή μελλοντικός προοδευτικός σχηματισμός – προϋπόθεση όμως είναι η Χαριλάου Τρικούπη να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

 

Υπάρχει, όμως, και μία ερώτηση που μόλις έχει αρχίσει να διατυπώνεται δημόσια. Και σε αυτή οι πρώτες απαντήσεις Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη ήταν σχεδόν λέξη προς λέξη ίδιες – θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με άλλο πρόσωπο στη θέση του πρωθυπουργού αντί του προέδρου της ΝΔ; «Αυτά είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας», απάντησε ο Μητσοτάκης. «Με ρωτάτε τώρα τι μπορεί να γίνει σε 18, 20 μήνες. Ο λαός ψηφίζει όχι μόνο κόμμα, ψηφίζει και πρωθυπουργό», είπε. «Ολα αυτά είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας», απάντησε, μόλις λίγες ώρες μετά, και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. «Δεν υπάρχει σενάριο να επιτρέψουμε να συνεχιστεί η σημερινή πολιτική». Θεωρητικά, άρα, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μία ακόμα κλειστή πόρτα, που καμία πλευρά δεν δείχνει διάθεση να ανοίξει, μιας και κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι κανείς δεν πέτυχε τους στόχους του.

Εμφανώς, διαπιστώνουν εύλογα παρατηρητές όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων, το σενάριο αυτό ξεπερνάει τη θέληση και των δύο πλευρών – ούτε στη ΝΔ ούτε στο ΠΑΣΟΚ προσβλέπουν σε μια τέτοια κατάληξη ή επιθυμούν να βρεθούν στο σημείο που το ερώτημα θα τεθεί εμφατικά λόγω αποτελέσματος. Αυτό θα σημαίνει πως το σχέδιό τους (η γαλάζια αυτοδυναμία ή η πράσινη νίκη «έστω και με μία ψήφο») θα έχει αποτύχει. Η λύση, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν θα είναι «καθαρή», αλλά μπερδεμένη: θα περιλαμβάνει μια αλλαγή σκυτάλης στη ΝΔ, την οποία ο Μητσοτάκης έχει διαψεύσει (τουλάχιστον ως πρόθεση ή σκέψη), και σφοδρές αντιδράσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ που κανείς δεν μπορεί να πει μέχρι ποιο σημείο θα μπορούσαν να φτάσουν. Και οι δύο αρχηγοί, όμως, δίνουν έμφαση στη συγκυρία και στους συσχετισμούς των εκλογών. Αν το παράθυρο αυτό μισανοίγει, άρα, αν από πίσω του αχνοφαίνεται μια πιθανότητα συνεργασίας με άλλους όρους και τρίτα πρόσωπα, αυτό συμβαίνει μόνο από τον αέρα που μπορεί να φέρει η κάλπη. Μόνο ως plan b. Ως τότε, οι εμπλεκόμενοι προτιμούν – και θα κάνουν τα πάντα – για να το κρατήσουν ερμητικά κλειστό.