
Δεν ξεπούλησε ποτέ την απαράμιλλη φυσική ομορφιά της αλλά τη χρησιμοποίησε ως μέσο για να διεκδικεί την προσωπική ελευθερία της και να ζει ανεξάρτητη τη ζωή που επιθυμεί. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε η μοναδική από τις μεγάλες ντίβες της χρυσής εποχής του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που δεν γύρισε γυμνές σκηνές ούτε έκανε γυμνές φωτογραφήσεις. «Ποτέ δεν ένιωσα ότι τα σκάνδαλα και οι δημόσιες εξομολογήσεις ήταν απαραίτητες για έναν ηθοποιό. Ποτέ δεν αποκάλυψα τον εαυτό μου ούτε καν το σώμα μου στις ταινίες. Το να διατηρείς το μυστήριο είναι πολύ σημαντικό» έλεγε με νόημα. Ακόμη και όταν ο χρόνος άρχισε να αφήνει τα σημάδια του πάνω στο αλαβάστρινο πρόσωπό της, εκείνη επέλεξε συνειδητά να γεράσει φυσιολογικά, αρνούμενη πλαστικές και αισθητικές παρεμβάσεις.

Ούτε στην επαγγελματική της ζωή όμως επέτρεψε στην ομορφιά της να την καθορίσει. Ενώ θα μπορούσε άνετα να ταυτιστεί με τον ρόλο της ποθητής και αφελούς ενζενί, εκείνη κυνηγούσε τους ρόλους των δυναμικών γυναικών και τις συνεργασίες με τους σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Λουκίνο Βισκόντι κι o Φεντερίκο Φελίνι που την έχρισαν μούσα τους.



Το διαβατήριο της ομορφιάς
Στα πρώιμα νεανικά της χρόνια η Κλαούντια δεν ονειρευόταν μια καριέρα στο σινεμά. Η μεγάλη οθόνη όμως την διεκδίκησε σθεναρά και εντέλει την κέρδισε.
Όλα ξεκίνησαν το 1957 όταν κατά τη διάρκεια της «Εβδομάδας ιταλικού κινηματογράφου» στην Τύνιδα, κέρδισε στον διαγωνισμό «Η πιο ωραία Ιταλίδα της Τυνησίας» χωρίς να είναι καν υποψήφια μιας και καθόταν απλώς στις πρώτες σειρές του κοινού. Το βραβείο ήταν ένα ταξίδι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας όπου η Καρντινάλε έλαμψε. Οι προτάσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, αλλά εκείνη εμφανιζόταν ιδιαίτερα εκλεκτική: «Είναι σαν τον άντρα, όταν σε κυνηγάει, αν πεις αμέσως ναι, τότε έπειτα από λίγο φεύγει. Αν πεις όχι, τότε σε ποθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Παρ’ όλα αυτά, είχε την ατυχία να γνωρίσει πολύ νωρίς την ωμή ανδρική βία όταν, κατά τη διαμονή της στη Βενετία, έπεσε θύμα βιασμού ενός γνωστού της μεγαλύτερου άνδρα και έμεινε έγκυος. Κι ενώ όλη αυτή η συγκυρία φάνταζε σαν την απόλυτη καταστροφή για την καριέρα της, που μόλις ξεκινούσε, εκείνη πήρε τη γενναία απόφαση να φέρει στον κόσμο το παιδί που είχε στα σπλάχνα της. Παρακινούμενη από τον παραγωγό Φράνκο Κριστάλντι, κράτησε μυστική της εγκυμοσύνη της και παρουσίασε το παιδί της ως τον μικρό αδελφό της.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε επτά ολόκληρα χρόνια αργότερα με την ίδια να δηλώνει ανακουφισμένη: «Το έκανα για εκείνον, για τον Πατρίκ, το παιδί που ήθελα να κρατήσω παρά τις περιστάσεις. Ήμουν πολύ νέα, ντροπαλή, σεμνότυφη. Και χωρίς την παραμικρή διάθεση να εκτεθώ στα κινηματογραφικά πλατό».

Οι μεγάλοι σκηνοθέτες
Στα πρώτα της κινηματογραφικά βήματα αλλά και για αρκετά χρόνια αργότερα ο Κριστάλντι θα την κρατά δεμένη με ένα συμβόλαιο που ορίζει τον πλήρη έλεγχο των επαγγελματικών και των προσωπικών επιλογών της. Ακόμη όμως και μέσα σε αυτή τη φυλακή, η οποία συνοδεύτηκε κι από έναν γάμο στη συνέχεια με τον παραγωγό το 1967, η Κλαούντια Καρντινάλε θα καταφέρει να βγει στο φως. Εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που της δίνεται να παίζει μικρούς ρόλους σε ταινίες μεγάλων σκηνοθετών και θητεύει στο πλευρό τους με περισσή αφοσίωση. Κι εκείνοι όμως θα ανακαλύψουν σύντομα στο πρόσωπό της μια νέα μούσα, διαφορετική από τις άλλες.

Το 1963 θα αποδειχτεί χρονιά-σταθμός για την καριέρα της, μιας και θα συνεργαστεί με δύο ιερά τέρατα του ιταλικού σινεμά. Θα γίνει η θρυλική Αντζέλικα, στο πλευρό του Αλέν Ντελόν, στον «Γατόπαρδο» του Λουκίνο Βισκόντι που απέσπασε Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών -είχε προηγηθεί το 1960 «Ο Ρόκκο και τ΄αδέλφια του» του ίδιου σκηνοθέτη- και παράλληλα θα παίξει στο «8½» του Φεντερίκο Φελίνι που θα πάρει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αυτή ήταν μάλιστα η πρώτη ταινία που ακούστηκε η αληθινή φωνή της, μιας και ο Φελίνι αρνήθηκε να την ντουμπλάρει.
Οι εμπειρίες της με τους δύο μεγάλους σκηνοθέτες ήταν πολύτιμες αν και εξόχως διαφορετικές. «Ο Φεντερίκο με ήθελε ξανθιά, ο Λουκίνο με ήθελε μελαχρινή. Με τον Φελίνι δεν είχες σενάριο, ήταν όλα αυτοσχεδιασμός. Όταν κινηματογραφούσε, όλοι οι ηθοποιοί έρχονταν να τον δουν, γιατί ήταν μαγικός. Το πλατό ήταν σαν τσίρκο … Με τον Βισκόντι, το ακριβώς αντίθετο, σαν να κάνεις θέατρο. Δεν μπορούσαμε να πούμε λέξη. Ήταν πολύ σοβαρός» περιέγραφε χαρακτηριστικά η ίδια.

Η λαμπρή κινηματογραφική πορεία της θα συνεχιστεί με το «Κάποτε στη Δύση» (1968) του Σέρτζιο Λεόνε, παίζοντας στο πλευρό του Χένρι Φόντα για να ακολουθήσουν πολλές ακόμη ταινίες, πάνω από 150, τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και στον αμερικανικό κινηματογράφο μεταξύ των οποίων και ο «Ροζ Πάνθηρας» (1963) του Μπλέικ ¨Εντουαρντς με τον Πίτερ Σέλερς στον ρόλο του επιθεωρητή Κλουζώ κ.α. ενώ θα συνεργαστεί με μεγαθήρια του Χόλιγουντ όπως οι όπως ο Ροκ Χάτσον, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Τόνι Κέρτις, ο Σον Κόνερι, ο Τζον Γουέιν, η Ρίτα Χέιγουορθ και πολλοί ακόμη.

Ο άνδρας της ζωής της
Πολλοί άνδρες πέρασαν από τη ζωή της Κλαούντια Καρντινάλε, ένας όμως ήταν εκείνος που κατάφερε να μπει ολοκληρωτικά στην καρδιά της. Ήταν ο ναπολιτάνος αντικομφορμιστής σκηνοθέτης Πασκουάλε Σκουιτιέρι, τον με τον οποίο πρωτοσυναντήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στα γυρίσματα της ταινίας «Αίμα στην κόψη του ξυραφιού».
Στο πλευρό του θα νιώσει για πρώτη φορά τι σημαίνει έρωτας με πάθος, ουσία και περιεχόμενο και δεν θα διστάσει να εγκαταλείψει τον χειριστικό σύζυγό της για να μείνει κοντά του. Οι δυο τους θα αποκτήσουν μια κόρη και θα πορευτούν μαζί μέχρι το 1999 χωρίς ωστόσο να παντρευτούν ποτέ. Όπως, εξάλλου, με νόημα δήλωνε η ίδια «ο γάμος λειτουργεί καλύτερα όταν και οι δύο σύντροφοι παραμένουν ανύπαντροι»!