Οι φορολογικοί μετανάστες μπαίνουν στο μάτι της Εφορίας. Χιλιάδες Ελληνες που δηλώνουν ότι ζουν στο εξωτερικό, ενώ στην πραγματικότητα διαμένουν σε βίλες στα νότια προάστια, σε σκάφη στα νησιά και σε πολυτελή διαμερίσματα στο Κολωνάκι βρίσκονται πλέον στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ. Με ψεύτικη αλλαγή κατοικίας γλιτώνουν τεκμήρια, φόρους και ελέγχους εμφανίζοντας μηδενικά εισοδήματα στην Ελλάδα, ενώ στην τσέπη τους κυκλοφορούν εκατομμύρια. Το νέο σαφάρι της Εφορίας υπόσχεται να βγάλει στη φόρα όλους όσοι κρύβονται πίσω από εικονικές διευθύνσεις στο εξωτερικό και «ξεχασμένους» λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες.
Το φαινόμενο είναι γνωστό, αλλά πλέον παίρνει διαστάσεις. Δεν είναι λίγοι οι φορολογούμενοι που έχουν ανακαλυφθεί να ζουν κανονικά στην Ελλάδα, να διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας και να κυκλοφορούν με πολυτελή αυτοκίνητα, ενώ στα χαρτιά εμφανίζονται κάτοικοι Κύπρου, Μάλτας ή Βουλγαρίας. Με αυτόν τον τρόπο απαλλάσσονται από τα τεκμήρια διαβίωσης και αποφεύγουν να δηλώνουν τα πραγματικά εισοδήματά τους. Στην Ελλάδα πληρώνουν μόνο για τυχόν έσοδα από ενοίκια ή τόκους, χωρίς να έχουν δικαίωμα αφορολόγητου, χωρίς την υποχρέωση να συγκεντρώνουν ηλεκτρονικές αποδείξεις και χωρίς ουσιαστικά να δίνουν εξηγήσεις για το πώς ζουν.
Ελεγχοι της ΑΑΔΕ

Η ΑΑΔΕ έχει ήδη ενεργοποιήσει ένα εκτεταμένο σχέδιο δειγματοληπτικών ελέγχων. Στόχος είναι να διασταυρωθούν τα στοιχεία όσων δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού αλλά διαμένουν περισσότερο από 183 ημέρες στην Ελλάδα, όριο που αποτελεί και το βασικό κριτήριο για τη μεταφορά φορολογικής κατοικίας. Μαζί με αυτό, ζητούνται και αποδείξεις διαμονής, όπως συμβόλαια μίσθωσης ή λογαριασμοί από τη χώρα όπου υποτίθεται ότι ζουν. Οταν τα στοιχεία δεν είναι επαρκή, η υπόθεση οδηγείται σε περαιτέρω έλεγχο, με την Εφορία να αξιοποιεί ακόμη και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες χώρες.
Οι φορολογικοί μετανάστες δεν γλιτώνουν από όλες τις υποχρεώσεις. Οφείλουν να πληρώνουν κανονικά ΕΝΦΙΑ για την ακίνητη περιουσία που διατηρούν στην Ελλάδα, ενώ κατά την αγορά ακινήτων καταβάλλουν είτε φόρο μεταβίβασης είτε ΦΠΑ, εκτός αν πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής πρώτης κατοικίας. Ωστόσο, η βασική τους επιδίωξη είναι να μείνουν μακριά από τον φόρο εισοδήματος για τα συνολικά τους έσοδα, περιορίζοντας τις δηλώσεις τους στο ελάχιστο δυνατό.
Το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Σε δεύτερη φάση οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στρέφουν την προσοχή τους και στους φορολογικούς κατοίκους Ελλάδας που αποκρύπτουν εισοδήματα του εξωτερικού. Με βάση τις αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, πληθαίνουν οι περιπτώσεις πολιτών που κλήθηκαν να πληρώσουν πρόστιμα για αδήλωτους τόκους, μερίσματα ή συντάξεις που εισέπρατταν σε ξένες χώρες. Οι αυτόματες διασταυρώσεις λογαριασμών αποκαλύπτουν τα ποσά και οδηγούν σε βαρύτατες κυρώσεις.

Αδικίες
Η τακτική αυτή χτυπάει τη φορολογική δικαιοσύνη και δημιουργεί αισθήματα αδικίας στους πολίτες που πληρώνουν κανονικά. Γι’ αυτό η κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει στο τραπέζι και το «καρότο» μαζί με το «μαστίγιο». Από το 2020 ισχύει ευνοϊκό καθεστώς για όσους επιστρέψουν στην Ελλάδα από το εξωτερικό και θελήσουν να εργαστούν εδώ. Τα κίνητρα είναι ισχυρά: μείωση του φόρου εισοδήματος κατά 50% για επτά χρόνια και απαλλαγή από τεκμήρια κατοχής Ι.Χ. Το πρόγραμμα έχει ήδη φέρει περισσότερες από 8.000 αιτήσεις, εκ των οποίων 5.000 εγκρίθηκαν, ενώ κατά το α’ φετινό εξάμηνο καταγράφονται 750 νέες. Οι περισσότεροι αιτούντες είναι Ελληνες που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης και τώρα επιστρέφουν βλέποντας προοπτική στην εγχώρια αγορά εργασίας και ελκυστική φορολογία.
Νέα πλατφόρμα
Για να γίνει ακόμη πιο εύκολη η διαδικασία, η κυβέρνηση ετοιμάζει μια νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα μέσω της οποίας η αίτηση για μεταφορά φορολογικής κατοικίας θα ολοκληρώνεται σε λίγες ημέρες αντί για μήνες. Η πλατφόρμα θα έχει πρόσβαση με το υπουργείο Εργασίας και την «Εργάνη», ώστε να διασταυρώνονται αυτόματα τα στοιχεία πρόσληψης. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η γραφειοκρατία, μειώνονται τα δικαιολογητικά και επιταχύνεται η όλη διαδικασία. Παράλληλα, θα υπάρχει συνεχής έλεγχος στους δικαιούχους για να διαπιστώνεται αν συνεχίζουν να πληρούν τους όρους του προγράμματος, αν εργάζονται κανονικά ή αν εγκατέλειψαν τη χώρα.