1η Οκτωβρίου 2006
Η Indra Nooyi γίνεται διευθύνουσα σύμβουλος της PepsiCo. Θα παραμείνει στη θέση αυτή έως το 2018, αρκετά για να θεωρείται μέχρι και σήμερα μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που πέρασαν από το αμερικανικό επιχειρείν.
Σίγουρα δεν είναι και εύκολο πράγμα να απομακρύνει κανείς έναν γίγαντα των τροφίμων που είναι γνωστός για προϊόντα όπως τα πατατάκια Lay’s και τα ενεργειακά ποτά Gatorade, από τα λίπη, τη ζάχαρη και το αλάτι. Και όμως, αυτό ακριβώς έκανε η Nooyi ως CEO της PepsiCo. Ακούγεται σαν συνταγή βέβαιης αποτυχίας, όμως επί των ημερών της, τα έσοδα της εταιρείας αυξήθηκαν πάνω από 80%.
«Στη ζωή ενός διευθύνοντος συμβούλου, κάθε μέρα είναι μια πρόκληση», έλεγε πέρυσι σε μία συνέντευξή της στο CNN. «Τα διοικητικά συμβούλια επιλέγουν διευθύνοντες συμβούλους επειδή είναι ανθεκτικοί, μπορούν πραγματικά να βρουν έναν τρόπο να ξεπεράσουν όλες αυτές τις προκλήσεις και να μεταμορφώσουν την εταιρεία. Και αυτό έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι το χαρτοφυλάκιό μας είχε ένα καλό μείγμα προϊόντων που είναι απολαυστικά και διασκεδαστικά, αλλά και καλά για εσένα».
«Έπρεπε να μειώσω το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι οι άνθρωποι ένιωθαν ενθουσιασμένοι που έρχονταν να εργαστούν για την PepsiCo, και την ίδια ώρα να αποφέρουν αποτελέσματα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση».
Η Nooyi γεννήθηκε στην σημερινή πόλη Τσενάι της Ινδίας και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1978 για να σπουδάσει στο Yale School of Management. Την εποχή εκείνη, εργαζόταν παράλληλα ως ρεσεψιονίστ για να καλύπτει τα έξοδά της.
Μόλις αποφοίτησε και έκλεισε την πρώτη της συνέντευξη για δουλειά, κατάφερε με το ζόρι να μαζέψει 50 δολάρια, για να αγοράσει ένα «σοβαρό» κοστούμι. Όμως, όπως θα ομολογούσε χρόνια αργότερα, δεν ήταν συνηθισμένη στα δυτικού τύπου ρούχα και ντρεπόταν να τα δοκιμάσει μέσα στο μαγαζί. Έτσι, κατέληξε να αγοράσει ένα παντελόνι που της έφτανε έως τον αστράγαλο. Η συνέντευξη δεν πήγε καθόλου καλά, με αποτέλεσμα η νεαρή Nooyi να στραφεί σε έναν καθηγητή της για να τη συμβουλεύσει. «Να είσαι ο εαυτός σου», της είπε εκείνος, και έτσι στην επόμενη συνέντευξη για δουλειά, αποφάσισε να εμφανιστεί φορώντας το ινδικό σάρι. Αυτή τη φορά, η θέση ήταν δική της.
Στην Pepsi εντάχθηκε το 1994, σε ηλικία 39 ετών, και διετέλεσε πρόεδρος και οικονομική διευθύντρια πριν γίνει διευθύνουσα σύμβουλος. Όταν πια κάθισε στην καρέκλα του CΕΟ, έγινε η πρώτη έγχρωμη γυναίκα και η πρώτη μετανάστρια στο τιμόνι εταιρείας του Fortune 50.

Από το 2006 έως το 2010, το περιοδικό Fortune της έδινε σταθερή την πρώτη θέση της ετήσιας κατάταξή του με τις πιο ισχυρές γυναίκες του επιχειρείν και από το 2008 έως το 2017 την τοποθετούσε ανάμεσα στις 100 πιο ισχυρές γυναίκες στον κόσμο.
«Όταν αποφάσισα να συνταξιοδοτηθώ, ήμουν εξαντλημένη και είχα πολλές επιτυχίες», είπε στο CNN. «Ήμουν στη δουλειά για 12 χρόνια, 12 υπέροχα χρόνια, και στην πραγματικότητα πίστευα ότι θα μου έλειπε πολύ η PepsiCo. Αλλά την επόμενη μέρα ήμουν ένα νέο άτομο και δεν μου έλειψε ποτέ η παλιά μου δουλειά. Ούτε για ένα λεπτό. Μου λείπουν μερικοί από τους ανθρώπους, αλλά όχι η δουλειά, επειδή είχα τόσα πολλά πράγματα που μπορούσα να κάνω εδώ».
Πραγματικά, τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε διοικητικά συμβούλια μεγάλων επιχειρήσεων και σε διεθνείς οργανισμούς.
Όλο αυτό τον καιρό, συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις και ομιλίες στις οποίες μοιράζει απλόχερα συμβουλές καριέρας και μυστικά επιτυχίας.
Η ίδια αποδίδει τη δική της επιτυχία σε ένα επαγγελματικό πλεονέκτημα το οποίο ανέπτυξε από πολύ μικρή ηλικία.
Ως το μικρότερο από τρία αδέρφια, αναγκάστηκε από νωρίς να μάθει πώς να συζητά αλλά και να υπερασπίζεται τον εαυτό της.
«Με πολλούς τρόπους, η παιδική μου ηλικία διαμόρφωσε τις βασικές ηγετικές μου ικανότητες χωρίς να το καταλαβαίνω», έχει πει η Nooyi. «Αναγκάστηκα να συζητώ στο σπίτι… Κάθε θέμα τίθετο προς συζήτηση επειδή ήμασταν τρία παιδιά. Έπρεπε να συζητήσουμε για τα πάντα, ακόμα και για μια σοκολάτα».
Μαζί με τα αδέρφια της έκαναν συχνά ο ένας στον άλλον ερωτήσεις όπως: «Τι θα έκανες αν ήσουν πρόεδρος αυτής της χώρας;» και «τι θα έκανες αν ήσουν πρωθυπουργός;». Και μετά, προσπαθούσαν να υποστηρίξουν ποιες ιδέες ήταν καλύτερες.
«Όταν είσαι μικρό παιδί, θέλεις να συζητήσεις πολύ περισσότερο, γιατί είσαι πάντα το ξεχασμένο παιδί», είπε. «Κέρδισα το λαχείο της ζωής, με αυτόν τον τρόπο».