Στην Ελλάδα, αν και οι συστηματικές ακαδημαϊκές μελέτες πάνω στο θέμα είναι περιορισμένες, οι δημογραφικές και κοινωνικές έρευνες προσφέρουν αρκετά δεδομένα για να σκιαγραφήσουμε το πώς εξελίσσεται το φαινόμενο στη χώρα. Παράλληλα, οι διεθνείς μελέτες έχουν εμβαθύνει περισσότερο στις συνέπειες της ηλικιακής διαφοράς στην ικανοποίηση και τη σταθερότητα μιας σχέσης, προσφέροντας συγκριτικά συμπεράσματα που φωτίζουν και την ελληνική πραγματικότητα.

Σύμφωνα με τη μελέτη με τον τίτλο “Space Matters? Exploring Gender Differentials in the Age at Marriage, Greece (1980–2017)” των Kostas Rontos (τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου) & Luca Salvati (Department of Economics and Law, University of Macerata) που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Social Sciences του MDPI το 2020, η διαφορά ηλικίας μεταξύ συζύγων στην Ελλάδα έχει μειωθεί σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. Το 1980, ο μέσος Έλληνας άνδρας ήταν περίπου πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τη σύζυγό του, ενώ το 2017 η διαφορά αυτή είχε περιοριστεί στα τρία χρόνια. Η μείωση αυτή αποδίδεται στις κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων σαράντα ετών: την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην ανώτερη εκπαίδευση, τη μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία, αλλά και τη σταδιακή εγκατάλειψη των παραδοσιακών προτύπων που επέβαλλαν τον άνδρα ως «προστάτη» και οικονομικά ανώτερο μέσα στη σχέση.
Ενδεικτικά, στην Αθήνα το 2017 το μέσο ηλικιακό χάσμα των νεόνυμφων ζευγαριών ήταν μόλις 3,1 έτη, γεγονός που δείχνει μια σαφή τάση εξίσωσης των ηλικιών. Μαζί με αυτό, συμβαδίζει, τυχαία ίσως και η πτώση της γεννητικότητας.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πηγή στοιχείων είναι η έρευνα “The Marriage Behavior of the Greek Population from 1991 to 2021” (Vasilis S. Gavalas, δημοσιευμένη στο περιοδικό Genealogy το 2025) , η οποία εξετάζει τις ηλικίες γάμου σε εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι άνδρες στην Ελλάδα παντρεύονται για πρώτη φορά κατά μέσο όρο στα 32,4 χρόνια, ενώ οι γυναίκες στα 30,9. Η μέση διαφορά, λοιπόν, διαμορφώνεται γύρω στα 1,5 με 2 έτη. Αν και αυτά τα στοιχεία είναι καθαρά δημογραφικά, δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία τείνει πλέον να θεωρεί «φυσιολογική» μια μικρή απόκλιση ηλικίας, η οποία εναρμονίζεται με τα μοντέλα σχέσεων που επικρατούν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνική αποδοχή μεγαλύτερων διαφορών ηλικίας περιορίζεται πλέον κυρίως σε μεγαλύτερες ηλικίες ή σε δεύτερους γάμους, όπου η εμπειρία ζωής παίζει πιο σημαντικό ρόλο από το βιολογικό έτος γέννησης.
Αν και οι ελληνικές ψυχολογικές μελέτες δεν εστιάζουν άμεσα στη διαφορά ηλικίας, ορισμένες έρευνες δίνουν έμμεσες ενδείξεις. Η μελέτη “Intimacy, Agreement, Independence and Sexuality in Greek Couples” (δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Sexuality & Culture της Springer ως open access άρθρο) εξετάζει παράγοντες όπως η συναισθηματική οικειότητα, η αλληλοκατανόηση και η ανεξαρτησία μεταξύ συντρόφων, δείχνοντας ότι η ικανοποίηση δεν εξαρτάται τόσο από την ηλικία όσο από την επικοινωνία και τη συμβατότητα αξιών. Ομοίως, το άρθρο/διάλεξη της Mαρίας Αργυροπούλου, Βασίλη Παυλόπουλου και Karen Quek με τίτλο “Conflict Patterns among Greek Couples: The Role of Values, Self-Disclosure, and Relationship Satisfaction” το οποίο είναι μέρος των πρακτικών του Διεθνούς Συνεδρίου Cross-Cultural Psychology (IACCP), αναλύει πώς οι αξίες και η αποκάλυψη του εαυτού επηρεάζουν την ποιότητα της σχέσης, χωρίς όμως να βρίσκει καθοριστικό ρόλο στη διαφορά ηλικίας. Οι ελληνικές μελέτες, λοιπόν, συγκλίνουν στο ότι το τι καθορίζει τη σταθερότητα μιας σχέσης δεν είναι τόσο το ηλικιακό χάσμα καθαυτό, όσο η κοινή φάση ζωής και η επικοινωνιακή ωριμότητα των συντρόφων. Παρόλα αυτά, η δημογραφική τάση δείχνει καθαρά ότι το «τυπικό» ελληνικό ζευγάρι εξακολουθεί να έχει έναν άνδρα ελαφρώς μεγαλύτερο κατά 2–3 χρόνια -μια διαφορά που φαίνεται να λειτουργεί συμβατά με τα πολιτισμικά πρότυπα και τις κοινωνικές προσδοκίες.


H διεθνής εμπειρία
Αν περάσουμε τώρα στις διεθνείς μελέτες, το ερώτημα της «ιδανικής» διαφοράς ηλικίας έχει απασχολήσει εδώ και δεκαετίες τους ερευνητές. Το άρθρο “Is a Big Age Difference Problematic for a Relationship?” από το Psychology Today αναφέρει: «Μια ευρέως διαδεδομένη μελέτη του Πανεπιστημίου Emory το 2014, στην οποία συμμετείχαν 3.000 άτομα που είχαν πρόσφατα παντρευτεί ή χωρίσει, έδειξε ότι το ηλικιακό χάσμα σχετίζεται με την πιθανότητα διάλυσης της σχέσης -τα ζευγάρια με διαφορά ηλικίας έως πέντε ετών είχαν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να χωρίσουν σε σχέση με εκείνα που είχαν διαφορές δέκα ή είκοσι ετών».
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πιθανότητα διαζυγίου αυξάνεται όσο μεγαλώνει η διαφορά ηλικίας: ζευγάρια με διαφορά ενός έτους είχαν μόνο 3% μεγαλύτερη πιθανότητα χωρισμού σε σχέση με συνομήλικα, ενώ στα πέντε χρόνια η πιθανότητα αυξανόταν κατά 18%, στα δέκα κατά 39% και στα είκοσι σχεδόν διπλασιαζόταν. Αν και πρόκειται για στατιστικές συσχετίσεις και όχι για αιτιώδεις σχέσεις, η έρευνα έδειξε ότι οι μικρές ηλικιακές αποστάσεις ευνοούν τη σταθερότητα. Οι ερευνητές το απέδωσαν στο γεγονός ότι οι σύντροφοι με παρόμοια ηλικία μοιράζονται συχνά κοινές πολιτισμικές αναφορές, αντίστοιχα κοινωνικά περιβάλλοντα και συγκρίσιμους ρυθμούς ζωής.
Στη Γαλλία, τα δεδομένα της INSEE (η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Γαλλίας) δείχνουν ότι το τυπικό ηλικιακό χάσμα είναι επίσης περίπου τρία χρόνια, με τον άνδρα συνήθως ελαφρώς μεγαλύτερο. Μόνο ένα 8% των γαλλικών ζευγαριών έχει διαφορά ηλικίας πάνω από δέκα χρόνια. Ακόμη πιο πρόσφατα, μια δημοσίευση του 2025 στο Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS), που κάλυψε δείγματα από διάφορες δυτικές χώρες, έδειξε ότι και τα δύο φύλα τείνουν να εκτιμούν ελαφρώς νεότερους συντρόφους, κυρίως για λόγους που σχετίζονται με την αντιληπτή ενέργεια και ελκυστικότητα -το άρθρο εξετάζει 6.262 άτομα που χρησιμοποίησαν υπηρεσία blind dates, και διαπιστώνει ότι μετά από το πρώτο ραντεβού οι συμμετέχοντες, άνδρες και γυναίκες, ελαφρώς περισσότερο έλκονται από νεότερους συντρόφους, χωρίς διαφοροποίηση ανά φύλο. Ωστόσο, οι κοινωνικοί κανόνες συνεχίζουν να καθορίζουν τα όρια της αποδεκτής διαφοράς: στις περισσότερες κοινωνίες, οι άνδρες είναι συνήθως λίγα χρόνια μεγαλύτεροι, και τα ζευγάρια με μεγάλες ηλικιακές διαφορές αποτελούν μειοψηφία.
Αν και στατιστικά φαίνεται ότι οι μικρές διαφορές -συνήθως από μηδέν έως τρία χρόνια- συνδέονται με μεγαλύτερη σταθερότητα, η πραγματική επιτυχία μιας σχέσης εξαρτάται από άλλους, πολύ πιο ουσιαστικούς παράγοντες: την επικοινωνία, τη συναισθηματική ωριμότητα, τη συμβατότητα αξιών και τη διαχείριση των διαφορών. Η ηλικία λειτουργεί ως πλαίσιο, όχι ως καθοριστικός παράγοντας. Όπως δείχνουν και τα ελληνικά δεδομένα, τα πιο σταθερά ζευγάρια δεν είναι εκείνα που «ταιριάζουν» χρονολογικά, αλλά εκείνα που συμβαδίζουν εσωτερικά, στις επιθυμίες, στα όνειρα και στον ρυθμό ζωής. Age is just a number.