Η Μαρία Μπράνιας Μορέρα έζησε μια ήσυχη ζωή. Αγαπούσε την κηπουρική, δεν παρέλειπε να τρώει τρία γιαούρτια την ημέρα, κατανάλωνε πολύ συχνά ψάρι, ελαιόλαδο και φρούτα, απολάμβανε περιπάτους και η βιολογική της ηλικία ήταν κατά 23 χρόνια μικρότερη από τη χρονολογική. Χάρη σε αυτές τις συνήθειες κατάφερε να φτάσει τα 117 σε σχετικά καλή υγεία.

Η Μορέρα, με ισπανική καταγωγή, γεννήθηκε το 1907 στην Καλιφόρνια και «έσβησε» στον ύπνο της στις 19 Αυγούστου 2024 σε οίκο ευγηρίας στην Καταλονία όπου βρισκόταν από το 2000, με αποτέλεσμα να θεωρείται ο γηραιότερος άνθρωπος στον κόσμο και η γηραιότερη Ισπανίδα. Μέχρι τη στιγμή που κινητικά προβλήματα, εξαιτίας της αρθρίτιδας από την οποία υπέφερε, την ακινητοποίησαν, η Μορέρα συνέχιζε να κάνει γυμναστική, έπαιζε πιάνο και ήταν ιδιαίτερα κοινωνική, παρότι η μειωμένη ακοή της εμπόδιζε την επικοινωνία.

Κέρδισε το λαχείο της γενετικής
Οι ερευνητές μελέτησαν τα γονίδια, το ανοσοποιητικό, τη λειτουργία των κυττάρων και άλλους παράγοντες για να κατανοήσουν το φαινόμενο «Μορέρα». Σύμφωνα με τον καθηγητή Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Μανέλ Εστέγερ, η υπεραιωνόβια «κέρδισε το λαχείο της γενετικής». Το DNA της περιείχε πολλές παραλλαγές που έχουν συνδεθεί με τη μακροζωία, όπως μηχανισμοί επιδιόρθωσης του DNA, απομάκρυνσης κατεστραμμένων ή δυσλειτουργικών κυττάρων και ενίσχυσης των μιτοχονδρίων. Επιπλέον, έφερε επτά ακόμη γενετικές παραλλαγές που δεν είχαν εντοπιστεί ξανά σε άλλους υπεραιωνόβιους και ενδέχεται να σχετίζονται με την μακροζωία.
Ωστόσο, τα γονίδιά της μόνο δεν εξηγούν πώς άγγιξε τα 117. Κανένα άλλο μέλος της οικογένειάς της δεν έφτασε σε παρόμοια ηλικία -κάποια εξ αυτών πέθαναν από καρκίνο, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακές παθήσεις- γεγονός που υποδηλώνει πως ο τρόπος ζωής της και άλλοι βιολογικοί παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Σπάνια ανθεκτικό ανοσοποιητικό
Οι αιματολογικές της εξετάσεις ήταν άριστες: Η «κακή» χοληστερίνη ήταν χαμηλή και τα επίπεδα της «καλής» ήταν υψηλά, οι δείκτες που υποδηλώνουν φλεγμονή ήταν χαμηλοί, ενώ σε ηλικία 113 νόσησε με κορωνοϊό, αλλά επέζησε. Το ανοσοποιητικό της δεν ήταν μόνο ενεργό, αλλά αποτελεσματικό. Τα επίπεδα T κυττάρων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των λοιμώξεων ήταν ικανοποιητικά, παρά την προχωρημένη ηλικία. Την ίδια στιγμή, το μικροβίωμα του εντέρου της ήταν υγιές με ωφέλιμα βακτήρια που ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού.
Γιαούρτι, γιαούρτι, γιαούρτι
Στο μικροβίωμά της βρέθηκε το ευεργετικό βακτηρίο Bifidobacterium, του οποίου η ανάπτυξη μπορεί να ενισχυθεί από βακτήρια στο γιαούρτι. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μορέρα κατανάλωνε τρία λευκά γιαούρτια την ημέρα. Παράλληλα, η διατροφή της βασιζόταν σε ψάρια, ελαιόλαδο και φρούτα, περπατούσε σχεδόν μία ώρα την ημέρα, όσο η αρθρίτιδα της το επέτρεπε, και λάτρευε τα φυτά με τα οποία ασχολήθηκε ως το τέλος της ζωής της. Διάβαζε, άκουγε μουσική, της άρεσαν τα ζώα και ήταν κοινωνική. Η ίδια αντιλαμβανόταν την ιδιαιτερότητα του οργανισμού της. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν συνάντησε τον Εστέγερ του ζήτησε να τη μελετήσει. Ο καθηγητής υποστηρίζει ότι η απλότητα της ζωής της σε συνδυασμό με τις καθημερινές συνήθειές της είναι πιθανό να βοήθησαν στη διατήρηση καλών επιπέδων χοληστερόλης και σακχάρου. Ο Εστέγερ τονίζει ότι γήρας και ασθένειες δεν είναι απαραίτητα αλληλένδετα, με κάποιους ανθρώπους να μεγαλώνουν χωρίς να αρρωσταίνουν σοβαρά.

Απαιτείται και άλλη έρευνα
Για ασφαλή συμπεράσματα γύρω από τη μακροζωία, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, αλλά στην περίπτωση της Μορέρα οι ειδικοί καταλήγουν πως ο συνδυασμός καλών γονιδίων, ισχυρού ανοσοποιητικού, υγιεινής διατροφής και ήρεμου τρόπου ζωής μπορεί να συνέβαλαν για να καταφέρει να σβήσει 117 κεράκια. Δεν είναι απαραίτητο να καταναλώνουμε τρία γιαούρτια την ημέρα -αρκεί ένα- αλλά η τακτική σωματική άσκηση, η μεσογειακή διατροφή, η κοινωνικοποίηση και οι απλές συνήθειες, είναι πιθανό να κάνουν μεγάλη διαφορά στη ζωή μας. «Τα γονίδιά μας είναι τα χαρτιά σε ένα παιχνίδι πόκερ», προσθέτει ο καθηγητής στο περιοδικό Nature. «Αλλά το πώς τα παίζουμε είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία», τονίζει.



