«Από την Ινδονησία ως το Μαρόκο, από τις Φιλιππίνες ως το Περού, από το Νεπάλ και τη Μαδαγασκάρη ως τη Γαλλία, υπάρχει μια σημαία την οποία ανεμίζουν οι νεαροί διαδηλωτές που απαιτούν περισσότερη κοινωνική, οικονομική, δημοσιονομική και πολιτική δικαιοσύνη. Είναι η σημαία του πληρώματος του “Going Merry”, πλοίου του Κάπτεν Λούφι, ήρωα της πλέον ευπώλητης στην ιστορία γιαπωνέζικης σειράς κινουμένων σχεδίων “One Piece” (…) που περιγράφει τις περιπέτειες μιας ομάδας πειρατών οι οποίοι διασχίζουν τους ωκεανούς αναζητώντας έναν μυστηριώδη θησαυρό. Σε κάθε χώρα και νησί που προσεγγίζει, το πλήρωμα του Λούφι αγωνίζεται με τα όπλα του – κυρίως την αλληλεγγύη – προκειμένου να υπερασπιστεί τους καταπιεσμένους, απέναντι στις αδικίες και την καταπίεση των διεφθαρμένων Αρχών, απέναντι σε μια παγκόσμια κυβέρνηση που τους διώκει ανελέητα».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το άρθρο του ιστορικού Γκιγιόμ Καλαφάτ στη γαλλική «Le Monde» αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις αγωνίες, τις αναζητήσεις και τους τρόπους αντίστασης των νέων όλου του πλανήτη. Κυρίως της περίφημης Γενιάς Ζ, η οποία βρίσκεται στο μεταίχμιο των μεγάλων ανατροπών, που έχουν ως συνέπεια να είναι η πρώτη ύστερα από πολλές δεκαετίες, αν όχι αιώνες, που θα δει τη ζωή της να επιδεινώνεται σε σύγκριση με τις προηγούμενες.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε, φυσικά, να αποτελέσει εξαίρεση στη μεγάλη εικόνα. Και στη χώρα μας, άλλωστε, όπως και σε κάθε χώρα, προσπαθεί εναγωνίως να βρει την ταυτότητα και τη θέση της σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει ταχύτατα. Βασική συνιστώσα των αναζητήσεών της είναι, αναμφίβολα, η σχέση της με την αγορά εργασίας: η εύρεση μιας θέσης που να ικανοποιεί τα «πρέπει» και τα «θέλω» της, διασφαλίζοντας πολύ περισσότερα από ένα… πιάτο φαγητό – έστω και αν ούτε αυτό μπορεί να θεωρείται δεδομένο στις μέρες μας.

Τι έχουν, τι τους λείπει

Αυτή ακριβώς την – πολύπλευρη, περίπλοκη και πολύ συχνά επώδυνη – διαδικασία επιχειρεί να «σκιαγραφήσει» η εξαιρετικά επίκαιρη έρευνα την οποία διενήργησε η ALCO για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Τα βασικά συμπεράσματά της παρουσιάζονται σήμερα στα «ΝΕΑ», πριν από την επίσημη δημοσιοποίησή τους, και, δίχως αμφιβολία, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Αν θέλαμε να τα αποκρυσταλλώσουμε σε μία φράση, αυτή θα μπορούσε να είναι η εξής: η πλειονότητα των νέων που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα σήμερα νιώθουν ότι στερούνται τον ελεύθερο χρόνο, καθώς και ότι η δημιουργικότητά τους δεν αναγνωρίζεται ούτε επιβραβεύεται. Για τους λόγους αυτούς, δηλώνουν ευθαρσώς ότι θα επέλεγαν να αλλάξουν δουλειά προκειμένου να βρουν κάποια που να τους ικανοποιεί και να τους εκφράζει περισσότερο, ακόμη και εάν αυτό συνεπαγόταν απώλεια εισοδήματος, ενώ είναι ξεκάθαροι πως προτιμούν επιχειρήσεις οι οποίες σέβονται τόσο την κοινωνία (άρα και τους εργαζομένους τους) όσο και το περιβάλλον.

Συγκεκριμένα, όπως αποτυπώνεται και στα σχετικά γραφήματα, οι νέοι εργαζόμενοι κάτω των 20 ετών βιώνουν έντονο αίσθημα χρονικής πίεσης και θεωρούν ότι η εργασία περιορίζει τον ελεύθερο χρόνο και την ιδιωτική ζωή τους. Κάτι που σημαίνει, με τη σειρά του, πως προκαλούνται συνέπειες τόσο σε επίπεδο ψυχικής ευεξίας όσο και εργασιακής ικανοποίησης.

Σε αυτό το φόντο, δεν προκαλεί έκπληξη το εύρημα που θέλει το 42% των ερωτηθέντων ουσιαστικά να βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση μιας διαφορετικής θέσης εργασίας, πιο κοντά στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του – ακόμη και με κάποιες υλικές απώλειες. Αυτό δε που μετά σχετικής βεβαιότητος αποτυπώνει και αναδεικνύει η έρευνα είναι ο υψηλός βαθμός περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευαισθησίας της Γενιάς Ζ, κατά συνέπεια και ο ισχυρός αξιακός προσανατολισμός προς την ηθική και τη βιωσιμότητα – κριτήρια τα οποία είναι βασικά και στην αναζήτηση μιας ικανοποιητικής θέσης εργασίας.

 

Μπορεί η Ελλάδα;

Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι νέοι που ανήκουν στη συγκεκριμένη γενιά έχουν διακριτές διαφορές στην εργασιακή τους κουλτούρα σε σχέση με τους προηγούμενους. Χωρίς να αδιαφορούν, με άλλα λόγια, για την επαγγελματική επιτυχία, επιδιώκουν να τη συνδυάσουν με τις αξίες, τη δημιουργικότητα και τη συνολική ποιότητα ζωής.

Μπορεί, άραγε, η σημερινή Ελλάδα να βρεθεί κοντά στα «θέλω» και στις ανάγκες τους;

«Επιβεβαιώνεται η εμπειρία μας»

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Δημήτρης Καλτσώνης, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σημειώνει πως «διασταυρώνονται με όσα μας δείχνει η εμπειρία και η συναναστροφή με τους φοιτητές και τους αποφοίτους μας. Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι οι νέοι σε πολύ μεγάλο βαθμό ετεροαπασχολούνται σε εργασίες αναντίστοιχες με τις γνώσεις και τα προσόντα τους, γι’ αυτό και δίκαια αισθάνονται ότι δεν επιβραβεύεται η εργασία τους. Δεύτερον, απασχολούνται σε πολύωρες εργασίες σε βάρος του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής τους και αυτό είναι λογικό να συμβαίνει τη στιγμή που το 8ωρο αποτελεί de facto και de jure παρελθόν».

Ο ίδιος τονίζει, επίσης, ότι «οι συνθήκες εργασίας και κυρίως αμοιβής των νέων είναι πολύ κακές, σαφώς χειρότερες από εκείνες των γονιών τους. Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί ότι οι νέοι εργάζονται συνήθως σε ένα αυταρχικό περιβάλλον, όπου αποθεώνεται το λεγόμενο διευθυντικό δικαίωμα. Ολα αυτά είναι συνέπεια της αποδόμησης του εργατικού δικαίου και των κοινωνικών κατακτήσεων που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και βέβαια εντάθηκε κατά πολύ μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης». Υπογραμμίζει, τέλος, ότι «έχει ενδιαφέρον το εύρημα που δείχνει ότι οι νέοι έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία για την κλιματική και την περιβαλλοντική κρίση. Αυτό είναι απολύτως λογικό, καθώς η καθημερινότητά τους χρωματίζεται από την εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος, από επιχειρήσεις και κράτη, αλλά παράλληλα από πολεμικές συγκρούσεις και τη στρατιωτικοποίηση».