Όπως είπε, στο παρελθόν είχαν γίνει κουμπαριές και συμφωνίες ειρήνης, ωστόσο τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει τον κύκλο της βεντέτας.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο Γιάννης Φραγκιαδάκης –ο οποίος εδώ και χρόνια είναι παντρεμένος με γυναίκα από την οικογένεια Καργάκη– εξέφρασε την ελπίδα να μη συνεχιστεί η αιματοχυσία, λέγοντας ότι η διαμάχη μπορεί να λήξει «μόνο με παντρειά».
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Εύχομαι αυτό το επεισόδιο να είναι το τελευταίο. Η βεντέτα θα τελειώσει μόνο με παντρειά. Οι Καργάκηδες έχουν βαφτίσει δύο παιδιά των Φραγκιαδάκηδων και να πού κατέληξαν πάλι τα πράγματα. Μόνο με γάμο, με άλλο τρόπο δεν θα γίνει σασμός. Έχουν κάνει και άλλους σασμούς και βαφτίσανε. Τα αποτελέσματα ποια είναι;».
Ο Γιάννης Φραγκιαδάκης είχε μιλήσει στο protothema.gr για τη βεντέτα
«Φοβάμαι πως θα ξαναζήσουμε τα ίδια. Το ’55 σφαχτήκαμε για μια σταγόνα νερό, για μια βρύση στο βουνό. Χάθηκαν άνθρωποι, χωρίστηκαν σπίτια, ρίζες κόπηκαν για πάντα. Και τώρα, πάλι τα ίδια. Ξαναχύνεται αίμα για το τίποτα», είχε δηλώσει στο protothema.gr.
Ο 90χρονος άνδρας θυμόταν με λεπτομέρειες εκείνη την εποχή: «Ήμουν είκοσι χρονών τότε. Θυμάμαι να μαζεύουμε τα παιδιά μέσα στα κατώγια, να σβήνουμε τα φώτα, να φυλάμε σκοπιά στα χωράφια. Όποιος έπιανε το μονοπάτι της πηγής, έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο. Σκοτώθηκαν άντρες, καταστράφηκαν οικογένειες. Τότε δεν υπήρχε αστυνομία να βάλει τάξη, ο καθένας έπαιρνε το δίκιο του με το όπλο. Κι αυτό φοβάμαι πως θα γίνει ξανά».
Η φωνή του έτρεμε από αγωνία.
«Το χωριό είναι έτοιμο να εκραγεί. Οι άνθρωποι είναι πικραμένοι, οι ψυχές φορτωμένες. Θέλω να ’ρθει αστυνομία, να υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις εννιά το βράδυ. Να μην κυκλοφορεί κανείς, να μη δοθεί αφορμή για νέο κακό. Αν δεν μπουν τώρα οι αρχές, αν δεν κάνουν κουμάντο, θα έχουμε κι άλλους νεκρούς». Παρά την ηλικία του, ο Γιάννης Φραγκιαδάκης δείχνει πλήρη διαύγεια και βαθιά κατανόηση του τι συμβαίνει γύρω του. «Εδώ, στα ορεινά, τα πράγματα είναι αλλιώς».
«Η τιμή κι ο λόγος μετράνε περισσότερο από τη ζωή. Όταν ανάψει η σπίθα, δεν τη σβήνεις εύκολα. Γι’ αυτό φοβάμαι. Εγώ δεν έχω να χάσω τίποτα, μα φοβάμαι για τα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Όταν μιλούσε για τη βεντέτα του ’55, το βλέμμα του σκοτείνιαζε. «Είδα ανθρώπους να τρέχουν με τα αίματα, άκουσα μανάδες να σκούζουν, σπίτια να καίγονται. Ένα χωριό θρηνούσε και το άλλο χαιρόταν. Έτσι ήταν τότε. Και τώρα; Τώρα μπορεί να γίνει ξανά το ίδιο. Μπορεί να ξεκινήσει κάτι που δεν θα σταματήσει εύκολα».

