Η μία πλευρά δίνει τη μάχη για εκτόνωση των εσωκομματικών πιέσεων και για δημοσκοπική ανάκαμψη, διακρίνοντας ότι έχει περιθώρια για κάτι τέτοιο όσο βλέπει γαλάζιο χρώμα μέσα στην γκρίζα ζώνη των δημοσκόπων. Η άλλη πλευρά δεν βλέπει περιθώρια ανατροπής του δύσκολου για το κυβερνών κόμμα σημερινού περιβάλλοντος και κρατά στο τραπέζι όλες τις επιλογές της, κοιτάζοντας και εκείνη προς την ίδια γκρίζα ζώνη. Οι κινήσεις της πρώτης πλευράς, εκείνης του Κυριάκου Μητσοτάκη, απέναντι στη δεύτερη, εκείνη του Αντώνη Σαμαρά, και το ανάποδο αναθεωρούνται ανάλογα με τις εξελίξεις – σίγουρα, η μία παρακολουθεί στενά την άλλη κι ας μην το παραδέχεται. Ανάμεσα σε διαφορετικές ανησυχίες, ευσεβείς πόθους, στοχεύσεις και διεκδικήσεις του νυν και του πρώην πρωθυπουργού, όλα ζυγίζονται προσεκτικά. Οσα σταθμίζουν ο Μητσοτάκης και ο Σαμαράς φωτίζουν τελικά και τις φανερές και τις αθέατες μεταξύ τους μάχες.
Αντώνης Σαμαράς
Ο χρόνος, η δεξαμενή, η ηγεσία
Η κυρίαρχη αίσθηση στο δεξιό φάσμα – εντός, εκτός και πέριξ της ΝΔ – είναι ότι ο Σαμαράς στρώνει μεθοδικά τον δρόμο του νέου εγχειρήματος. Για πρώτη φορά υπήρξε μπροστά στην κάμερα επιβεβαίωση ότι σταθμίζει «την όλη κατάσταση με μεγάλη προσοχή». Και αυτό κουμπώνει με τις πληροφορίες για όσα συμβαίνουν πίσω από τις κάμερες: το γραφείο του πρώην πρωθυπουργού δουλεύει με διά ζώσης επαφές και με τηλεφωνικές συνομιλίες, άνθρωποί του κινούνται «τοπικά» (στον Βορρά, στα δυτικά της Αθήνας, π.χ.), μιλάει με στελέχη που έχουν περάσει από υψηλές θέσεις στον νεοδημοκρατικό μηχανισμό, καλλιεργούνται σχέσεις με δημάρχους, επιχειρούνται προσεγγίσεις με μη κομματικά πρόσωπα.
Πρώτον, ο χρόνος: σε πολιτικούς διαδρόμους διακινείται το σενάριο του Ιανουαρίου του 2026 το αργότερο, αλλά φαίνεται να απέχει από την πραγματικότητα. Συνομιλητές του πιστεύουν ότι δεν έχει λόγο βιασύνης – ακόμα και αν δεν αποκλείουν ενδεχόμενο εκλογικού αιφνιδιασμού από τον Μητσοτάκη. Θεωρούν προσώρας ότι ο χρόνος δουλεύει επιβαρυντικά στην τροχιά φθοράς της κυβέρνησης. Αν κάτι μπορεί να ανατρέψει δεδομένα, είναι η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων.
Δεύτερον, η δεξαμενή: και μόνο η αποστροφή του «κρίμα για τους πραγματικούς νεοδημοκράτες που σήμερα απέχουν ή ντρέπονται» δείχνει το πού απευθύνεται κατά κύριο λόγο. Είναι η αδιευκρίνιστη ζώνη που περιλαμβάνει κεντροδεξιούς και δεξιούς, αυτή που θα επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις, αν και η συμπεριφορά των αναποφάσιστων θα απαντηθεί ακόμα και στους δημοσκόπους τη μέρα των εκλογών. Το περιβάλλον Σαμαρά πιστεύει σε κάθε περίπτωση ότι μερίδα ψηφοφόρων πηγαίνει δεξιότερα (προς την τραμπική ατζέντα) χωρίς να έχει βρει εκφραστή και ότι υπάρχει ταυτόχρονα ένα «αντι-» που κατακερματίζεται χωρίς στεγανά. Ενδεικτικό το εύρημα δημοσκόπησης (Opinion Poll/Action 24) ότι οι δεξαμενές που θα μπορούσαν ή σίγουρα θα στήριζαν ένα κόμμα Σαμαρά είναι κατά σειρά η Πλεύση Ελευθερίας, η Ελληνική Λύση, η Νίκη και έπειτα η ΝΔ (3,7% σίγουρα, 14% θα μπορούσε).
Τρίτον, το κλίμα στη ΝΔ: υπάρχουν στελέχη που εκτιμούν ότι ένα ενδεχόμενο αλλαγής εν κινήσει στην ηγεσία της ΝΔ θα ακύρωνε την όποια σκέψη Σαμαρά για κόμμα. Ο ίδιος έχει κάνει σαφές το οριστικό διαζύγιο με τη ΝΔ όσο υπάρχει ηγεσία Μητσοτάκη – εξού και οι βαριές εκφράσεις, «καθεστώς» και «κόμμα ιδιοκτήτη» –, στοχεύοντας στο μπλόκο επιστροφής απογοητευμένων στη ΝΔ.
Κυριάκος Μητσοτάκης
Οι τόνοι, η διαμαρτυρία, το αφήγημα
Ο Μητσοτάκης διαπιστώνει ότι ένα περιβάλλον πόλωσης με τον πρώην πρωθυπουργό δεν θα λειτουργούσε υπέρ του στην παρούσα φάση. Ιδίως από τη στιγμή που η ΝΔ δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις δημοσκοπικές πιέσεις ούτε σε ακροατήρια και περιοχές με παραδοσιακά δεξιό (γαλάζιο) πρόσημο.
Στη ζυγαριά μπαίνουν πρώτον οι τόνοι του Πρωθυπουργού και συνολικά της κυβέρνησης: το «ουδέν σχόλιον» του Μαξίμου στη σκληρή κριτική του Μεσσήνιου (από τα εθνικά έως την οικονομία και την κοινωνική ατζέντα) διαδέχθηκε μια διευκρίνιση που επιβεβαιώνει την κοινή διεκδίκηση του νεοδημοκρατικού κοινού από τον νυν και τον πρώην πρωθυπουργό. Εφόσον ο Σαμαράς κάνει το βήμα, είπε το Μαξίμου, τότε αυτομάτως θα καταστεί «πολιτικός αντίπαλος». Μέχρι τότε, χαμηλοί τόνοι αντίδρασης, όπως εννοεί.
Δεύτερον, η διαμαρτυρία: αποτυπώνεται στον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος δεξιά και αριστερά, προβληματίζοντας τον Μητσοτάκη. Κι αυτό διότι ο ίδιος διακρίνει «ευκαιρίες» που έχουν τα μικρότερα κόμματα «να ακουστούν περισσότερο» αν πολώσουν. Μια έκφραση δεξιάς διαμαρτυρίας προς τη ΝΔ με ψήφο σε ένα κόμμα Σαμαρά ή σε κάποιον μικρό (τη Φωνή Λογικής, τον Κυριάκο Βελόπουλο κ.λπ.) θα προκαλούσε αυτομάτως ζημιά στον Μητσοτάκη – «ακόμα και μία μονάδα μείον», λέει χαρακτηριστικά βουλευτής της ΝΔ, «κόβει διά παντός τη φόρα της παράταξης».
Τρίτον, η ισορροπία Κέντρου – Δεξιάς: ο Μητσοτάκης διαπιστώνει τη δυσκολία πλέον να τηρηθούν ισορροπίες, που το 2019 και το 2023 φαίνονταν εύκολες. Οσο κι αν επιμένει ότι κινείται «χωρίς ταμπέλες», είναι ειλημμένη απόφαση η προβολή στα μάτια των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων των κινήσεων – πεπραγμένων – προθέσεων της ΝΔ σε κάθε πεδίο άσκησης κριτικής από τον Σαμαρά.
Με τον Πρωθυπουργικό σκεπτικό, μια σειρά από συντηρητικές ευαισθησίες, όπως το δόγμα νόμου και τάξης, τα εθνικά, το μεταναστευτικό, τα θέματα αμυντικού εξοπλισμού της χώρας, καλύπτονται με τις πολιτικές της ΝΔ. Μόνο που υπάρχουν γαλάζιοι οι οποίοι παραδέχονται ότι «δεν ακούγονται οι θέσεις μας στη Βόρεια Ελλάδα για τα εθνικά, για παράδειγμα» και προς αυτή την κατεύθυνση (μια συστηματοποίηση στην επεξήγηση των κυβερνητικών πρωτοβουλιών) αναμένεται να πέσουν και οι πρωθυπουργικές προσπάθειες.


