Ολοένα περισσότερες είναι οι οικογένειες που επιλέγουν -ή καταλήγουν- να αποκτήσουν μόνο ένα παιδί. Οικονομικοί, κοινωνικοί, επαγγελματικοί λόγοι, αλλά και ζητήματα υπογονιμότητας, οδηγούν τους νέους γονείς σε αυτή την απόφαση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει σωστός και λάθος αριθμός παιδιών. Αυτό που έχει σημασία είναι η οικογένεια να μπορεί να λειτουργεί ομαλά, με σταθερότητα, ισορροπία και να θέτει ως προτεραιότητα την ευημερία του παιδιού.

Οι ειδικοί «βλέπουν» πίσω από την αυξανόμενη τάση του φαινομένου, την επιλογή γυναικών -κυρίως- και ανδρών να δημιουργήσουν οικογένεια αργότερα στη ζωή τους. Παράλληλα, το υψηλό ποσοστό διαζυγίων επιδρά στο χρονοδιάγραμμα της τεκνοποίησης, ενώ το κόστος ανατροφής και εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την επαγγελματική ανασφάλεια που βαραίνει ιδίως τις εργαζόμενες μητέρες, κάνουν τη διαχείριση μεγαλύτερων οικογενειών πιο δύσκολη. Στην περίπτωση, δε, των γυναικών, οι οποίες καθημερινά ακροβατούν ανάμεσα στην καριέρα, τη συντροφικότητα και τη γονεϊκότητα, δίχως επαρκή στήριξη, η απόκτηση ενός παιδιού γίνεται όχι μόνο μονόδρομος, αλλά και απολύτως κατανοητή επιλογή.
Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με στοιχεία του Pew Research Center, το 1976 στις ΗΠΑ τέσσερις στις δέκα μητέρες ηλικίας 40–44 ετών είχαν τέσσερα ή περισσότερα παιδιά, ενώ μόλις το 11% είχε αποκτήσει μόνο ένα. Το 2014 η εικόνα είχε ήδη ανατραπεί: Οι οικογένειες με τέσσερα παιδιά είχαν πέσει στο 14%, ενώ εκείνες με δύο παιδιά έφταναν το 41%. Σήμερα το τοπίο είναι ακόμη πιο ποικιλόμορφο. Οι Αμερικανοί παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία ή δεν παντρεύονται καθόλου και τα κοινωνικά πρότυπα γύρω από την τεκνοποίηση έχουν αλλάξει. Οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά -συχνά εκτός του αυστηρού κοινωνικού στερεότυπου του γάμου- ενώ το μορφωτικό επίπεδο παίζει ρόλο: Περίπου το 46% των γυναικών ηλικίας 40 έως 44 ετών με πανεπιστημιακή μόρφωση έχουν δύο παιδιά, με τις μισές εξ αυτών να έχουν και μεταπτυχιακό τίτλο.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) οι γεννήσεις το 2024 ήταν μόλις 68.467 (35.216 αγόρια και 33.251 κορίτσια), με τον αριθμό να σημειώνει μείωση κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2023 που άγγιξε τις 71.455 (36.622 αγόρια και 34.833 κορίτσια). Ανεπαρκείς παροχές από το κράτος, στεγαστικό πρόβλημα, ανησυχία, φόβος και αβεβαιότητα για το μέλλον, επιθυμία για καλή ποιότητα ζωής, συντελούν στο φαινόμενο της υπογεννητικότητας που προκαλεί προβληματισμό, τόσο σε οικονομικό όσο σε κοινωνικό επίπεδο.

Διαφορές ανάμεσα σε μοναχοπαίδια και παιδιά με αδέλφια
Καθώς αλλάζει, λοιπόν, το μοντέλο της σύγχρονης οικογένειας, αλλάζουν και οι αντιλήψεις γύρω από το μοναχοπαίδι. Είναι διαφορετικά τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς αδέλφια; Τι λέει η επιστήμη για την ανάπτυξη, την προσωπικότητα και την ψυχική τους υγεία; Οι περισσότερες σύγχρονες μελέτες συμφωνούν ότι τα μοναχοπαίδια δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τα παιδιά που μεγαλώνουν με αδέλφια. Έρευνες σε Δανία και ΗΠΑ δείχνουν ότι οι σχολικές επιδόσεις, η κοινωνικότητα και η ψυχική υγεία δεν επηρεάζονται σημαντικά από το αν ένα παιδί έχει αδέλφια ή όχι. Σε ορισμένα πεδία, μάλιστα, όπως η αυτονομία, η γλωσσική ανάπτυξη ή η σχέση με τους γονείς, τα μοναχοπαίδια παρουσιάζουν μικρά πλεονεκτήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα περιβάλλον χωρίς αδέλφια είναι «καλύτερο», αλλά σημαίνει ότι η ποιότητα της φροντίδας και ο διαθέσιμος χρόνος των γονιών παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τον αριθμό των παιδιών στο σπίτι. Σύμφωνα με άλλες μελέτες, τα μοναχοπαίδια απολαμβάνουν περισσότερο χρόνο με τους γονείς τους, γεγονός που προάγει την ακαδημαϊκή επίδοση και ευνοεί τις δεξιότητες σε σχέση με παιδιά που έχουν αδέρφια.
Τα στερεότυπα που ακολουθούσαν τόσα χρόνια όσους ήταν μοναχοπαίδια και τους ήθελαν κακομαθημένους, εγωιστές, εγωκεντρικούς και μοναχικούς, αμφισβητούνται από την επιστημονική κοινότητα. Πρόσφατη έρευνα από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Πεκίνου, η οποία δημοσιεύθηκε στο Nature αναφέρει πως άτομα που μεγάλωσαν χωρίς αδέρφια παρουσιάζουν διαφορές στη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου καθώς και σε χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Εντούτοις, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη επίδραση σχετίζεται περισσότερο με τη φροντίδα από τους γονείς και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, παρά με το αν υπάρχουν αδέρφια.
Οι ειδικοί καταλήγουν ότι το να είναι κανείς μοναχοπαίδι δεν είναι ούτε πλεονέκτημα, ούτε μειονέκτημα. Τη διαφορά την κάνουν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, η αγάπη που δέχεται από τους γονείς και οι ευκαιρίες που προσφέρει η οικογένεια. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο αριθμός των μελών της οικογένειας διαμορφώνεται σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητες και τις προτεραιότητες των γονιών. Στόχος, εξάλλου, είναι οι καλύτερες συνθήκες για τα παιδιά, ώστε να έχουν περισσότερες ευκαιρίες, προοπτικές και επομένως ισορροπημένη και ευτυχισμένη ζωή.



