Την ενοχή των δύο κατηγορουμένων στην υπόθεση της δολοφονίας του τοπογράφου Παναγιώτη Στάθη στο Ψυχικό, τον Ιούλιο του 2024, πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, Μαρία Καραμανώλη.
Η εισαγγελική λειτουργός έκανε λόγο για ένα άρτια οργανωμένο και προμελετημένο έγκλημα, στο οποίο οι κατηγορούμενοι «ενήργησαν με ψυχρότητα, επιμονή και συντονισμό».
«Εν ψυχρώ δολοφονία»
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε λεπτό προς λεπτό στις κινήσεις των δραστών, περιγράφοντας έναν εκτελεστή που πυροβόλησε το θύμα με δύο πιστόλια, από κοντινή απόσταση, προκαλώντας θανάσιμα τραύματα σε ζωτικά σημεία. Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκαν 20 κάλυκες, προερχόμενοι από δύο διαφορετικά όπλα.
Όπως σημείωσε, η εικόνα του δράστη που πυροβολεί «με απόλυτη ψυχραιμία» σε συνδυασμό με τα ευρήματα «δεν αφήνουν περιθώρια για τυχαίο περιστατικό».
Τα στοιχεία
Ιδιαίτερο βάρος έδωσε στη συστηματική επεξεργασία του βιντεοληπτικού υλικού και στις άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου, που οδήγησαν στην ταυτοποίηση των δύο κατηγορουμένων. Το σκούτερ που χρησιμοποίησε ο εκτελεστής φέρεται να εντοπίζεται επανειλημμένα στην πολυκατοικία της οδού Πάτμου, απ’ όπου οι κινήσεις του συνδέονται με τη δολοφονία. Από εκεί, σύμφωνα με την έρευνα, ο δράστης άλλαξε όχημα, χρησιμοποιώντας μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, πριν κατευθυνθεί στο σημείο του εγκλήματος.
Το ίδιο σκούτερ είχε καταγραφεί από την προηγούμενη ημέρα στη γύρω περιοχή της εταιρείας του θύματος, «σε θέση που επέτρεπε επιτήρηση».
Η εισαγγελέας στάθηκε στη μεταμφίεση, στην αλλαγή μοτοσικλετών και στην είσοδο-έξοδο από υπόγειους χώρους στάθμευσης μέσα σε λίγα λεπτά, χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά «ένδειξη προετοιμασίας και όχι αυτοσχεδιασμού».
Αμέσως μετά τη δολοφονία, οι δύο κατηγορούμενοι φέρονται να βρέθηκαν στο ίδιο πάρκινγκ, χρησιμοποιώντας διαφορετικά οχήματα, σε μια διαδικασία που η εισαγγελέας περιέγραψε ως «απόπειρα κάλυψης των ιχνών».
Από την έρευνα στο κινητό του φερόμενου ως εκτελεστή, βρέθηκαν φωτογραφίες δύο πιστολιών, όμοιων με αυτά της δολοφονίας. Παράλληλα, εντοπίστηκε σύνδεση με νέο λογαριασμό Google, μέσω του οποίου δημιουργήθηκε ψεύτικο προφίλ σε κοινωνικό δίκτυο, το οποίο –σύμφωνα με το κατηγορητήριο– αναζήτησε την επόμενη ημέρα το προφίλ του θύματος.
Για τον δεύτερο κατηγορούμενο, η εισαγγελέας περιέγραψε συχνή και στενή επικοινωνία με τον πρώτο, τόσο πριν όσο και μετά το έγκλημα. Τόνισε ότι υπήρχε «σχέση οικειότητας» και «κοινό ποινικό παρελθόν», αναφέροντας ότι είχαν κατηγορηθεί από κοινού στο παρελθόν σε άλλη σοβαρή υπόθεση (απαγωγή Παναγόπουλου).
Επισήμανε, επίσης, ότι το κινητό τους εμφάνιζε συντεταγμένες από τις ίδιες κεραίες τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, σε χρόνο που –κατά την εισαγγελία– συνδέεται με την απόκρυψη των οχημάτων.
Αναφερόμενη στο θύμα, η εισαγγελέας σημείωσε πως ο Παναγιώτης Στάθης ήταν τοπογράφος που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στη Μύκονο. Τους τελευταίους μήνες είχε εκφράσει φόβους για την ασφάλειά του, μετά από δύο «περίεργα περιστατικά» επίθεσης, ενώ σύμφωνα με το περιβάλλον του βρισκόταν σε έντονη ανησυχία. Παρά ταύτα, δεν είχε καταγγείλει συγκεκριμένες απειλές.
Κατά παραγγελία δολοφονία
Η εισαγγελέας ολοκλήρωσε την αγόρευσή της επισημαίνοντας ότι μετά την αποφυλάκισή του, ο βασικός κατηγορούμενος «επιδίωξε γρήγορο οικονομικό όφελος». Όπως είπε, «η αγάπη του για το χρήμα και ο φόβος της φτώχειας» αποτέλεσαν το κίνητρο για να συμμετάσχει σε μία «κατά παραγγελία» δολοφονία για την οποία –όπως υποστήριξε– «δεν υπήρχε καμία προσωπική διαφορά με το θύμα».




