Η Χριστίνα Λαμπίρη μας υποδέχεται στο «Meat the Stars», στο Πικέρμι, και ανοίγει την καρδιά της στην «Espresso» σε μια εξομολόγηση γεμάτη αρώματα από οικογενειακά τραπέζια, τηλεοπτικές αναμνήσεις και νέες επαγγελματικές διαδρομές.
- Από τις Κυριακές της παιδικής της ηλικίας μέχρι τη μετάβαση από τα τηλεοπτικά πλατό στην εστίαση, η γνωστή δημοσιογράφος και παρουσιάστρια μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τις αλλαγές, τις δυσκολίες, τις δεύτερες αρχές και την καθημερινότητα που μοιράζεται σήμερα με τον άντρα της, Θανάση Αδαμόπουλο.

Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχεις από τα παιδικά σου χρόνια σε σχέση με το φαγητό και τα οικογενειακά τραπεζώματα;
Η μητέρα μου μαγείρευε συνέχεια, ήταν η κλασική μητέρα και νοικοκυρά. Κάθε Κυριακή στο σπίτι μας η πόρτα ήταν ανοιχτή, το τραπέζι στρωμένο και έρχονταν φίλοι και συγγενείς. Οι χαρακτηριστικές μυρωδιές που έχω από τότε είναι του φαγητού και της χλωρίνης, γιατί η μητέρα μου ήταν επίσης πολύ της καθαριότητας.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το εστιατόριο «Meat the Stars»;
Προέκυψε από μια επιχειρηματική σκέψη του Θανάση, του άντρα μου, σε ένα ταξίδι μας στο Τέξας. Εκεί ανακαλύψαμε τη φιλοσοφία των αμερικανικών steak houses. Κανείς μας δεν είχε σχέση με την εστίαση – εκείνος ασχολείται επιχειρηματικά με το ρούχο, εγώ ήμουν στη δημοσιογραφία. Συμπτωματικά, όμως, ακριβώς τη στιγμή που ολοκλήρωσα την τηλεοπτική μου παρουσία γεννήθηκε το «Meat the Stars», το καλοκαίρι του 2018.
Γενικά είσαι άνθρωπος που φοβάται τα καινούργια ξεκινήματα;
Οχι, μου αρέσουν. Είμαι της περιπέτειας. Οπως ξέρεις κι εσύ, η δουλειά του δημοσιογράφου είναι 24ωρη, με υψηλή αδρεναλίνη, γρήγορους ρυθμούς. Επομένως δεν μπορείς να πεις εύκολα ότι “τώρα που σταμάτησα εγώ, κάθομαι στο σπίτι”. Να κάνω τι; Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι κάθισα ένα εξάμηνο, το ευχαριστήθηκα. Και ταξίδια πήγαμε με τον Θανάση, όλα ωραία. Και μετά; Δεν είναι ότι έπληξα, αλλά αισθανόμουν μη χρήσιμη κι αυτό δεν μου άρεσε.

Πώς είναι να συνεργάζεσαι επαγγελματικά με τον άνθρωπό σου;
Δεν ήμουν ποτέ υπέρ αυτού του «σεναρίου», αλλά στη ζωή πρέπει να τα δοκιμάζουμε όλα. Με τον Θανάση λειτουργούμε άψογα γιατί έχουμε ξεκάθαρους ρόλους: εκείνος το επιχειρηματικό κομμάτι, εγώ το επικοινωνιακό. Κι έτσι κρατάμε ισορροπίες.
Ποια είναι η δική σου «υπογραφή» στο φαγητό;
Κοίτα, οι παρεμβάσεις στο μενού γίνονται πάντα μαζί με τον σεφ μας, τον Νίκο. Δοκιμάζουμε, συζητάμε και αποφασίζουμε. Η οικιακή κουζίνα δεν έχει σχέση με την επαγγελματική – γι’ αυτό αφήνω τους ειδικούς να κάνουν τη δουλειά τους.
Το «βγαίνω για φαγητό» είναι στο DNA του Ελληνα;
Απόλυτα. Ενας Ισπανός φίλος μας είχε παρατηρήσει πως είμαστε ο μοναδικός λαός που την ώρα που τρώει… μιλά για φαγητό! Θυμόμαστε τι δοκιμάσαμε αλλού, πώς το φτιάχνουμε σπίτι μας, προγραμματίζουμε το επόμενο τραπέζι. Ο Ελληνας είναι ψαγμένος στο φαγητό. Πάρα πολύ.
Το όνομα «Meat the Stars» ποιος το σκέφτηκε;
Εγώ! Η εταιρία ρούχων του Θανάση λέγεται American Stars και θέλαμε να υπάρχει η λέξη «stars». Ετσι ξεκλείδωσε το λογοπαίγνιο με το κρέας: «Meat the Stars».
Και η δική σου εκπομπή, όμως, «Super Star». Ακούγεται κάπως καρμικό. Αν έπρεπε να δημιουργήσεις ένα πιάτο με όνομα «Super Star», τι θα περιείχε;
Κάτι γκράντε, μάλλον μια μπριζόλα tomahawk!

Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σου έδωσε η τηλεόραση και αξιοποιείς σήμερα στην εστίαση – πειθαρχία, ψυχραιμία ή storytelling στο πιάτο;
Νομίζω το τελευταίο, γιατί ως δημοσιογράφος αγαπώ τις ιστορίες και μου αρέσει να δημιουργώ γύρω από αυτό. Βέβαια, η εστίαση και η δημοσιογραφία μοιάζουν και σε άλλα πράγματα. Το πιο σημαντικό κοινό τους είναι, πιστεύω, η επικοινωνία.
Επτά χρόνια εκτός τηλεόρασης: ποια ήταν η πιο δύσκολη και ποια η πιο απελευθερωτική στιγμή αυτού του χρονικού διαστήματος;
Κοίταξε, η πιο δύσκολη στιγμή ήταν σίγουρα το 2018, το οποίο ήταν γενικότερα μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά, γιατί άλλαξε η ζωή μου σε πολλά επίπεδα. «Εφυγε» η μητέρα μου, σταμάτησα την τηλεόραση… Θεωρώ, λοιπόν, ότι ίσως το πιο δύσκολο ήταν αυτό, η μετάβαση σε μια διαφορετική καθημερινότητα από αυτή που είχα μάθει να ζω. Μια αλλαγή σελίδας που έγινε σχεδόν ακαριαία, μέσα σε λίγους μήνες. Από την άλλη μεριά, θα σου πω ότι πάρα πολύ ωραίες στιγμές μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα περάσαμε με τον Θανάση την εποχή του Covid που ήμασταν στο σπίτι μας, όσο κι αν αυτό μπορεί ν’ ακούγεται περίεργο. Το πιστεύεις ότι υπάρχουν στιγμές που το αναπολούμε; Δεν υπήρχαν υποχρεώσεις, μόνο αυτή η γαλήνη του τίποτα.
Σου λείπει ποτέ ο «αέρας» της ζωντανής εκπομπής;
Μέχρι και πριν από ένα δυο χρόνια μου έλειπε. Τώρα πια δεν το σκέφτομαι καν.
Κι αν έρθει πρόταση με δικούς σου όρους σε κάτι που σου αρέσει, θα πεις όχι;
Θα το σκεφτώ τότε. Αλλωστε, έχει γίνει τόσο δύσκολος στίβος πια η τηλεόραση, που δεν ξέρω αν θα μπορούσα να υπάρξω σε αυτήν όπως είναι σήμερα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ενσωματωθώ, να προσφέρω και -το σημαντικότερο- να επιβιώσω. Γιατί καλά ξεκινάς μια εκπομπή. Μένεις; Και πόσο; Οι τηλεθεάσεις είναι άλλες πλέον, ενώ υπάρχει και μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση από τους καναλάρχες.

Τι εννοείς;
Κάποτε «χτίζονταν» οι εκπομπές με προσπάθεια και υπομονή. Εκανε ο σταθμός μια επένδυση σε ένα πρόσωπο που εμπιστευόταν και δεν χρειαζόταν να του αποδώσει αμέσως σε τηλεθέαση. Υπήρχε υπομονή για να «χτιστεί» μια τηλεοπτική συνήθεια. Νομίζω τώρα πια λείπει η υπομονή στα κανάλια. Βλέπεις πως όταν μια εκπομπή δεν φέρει τα αναμενόμενα νούμερα από τον πρώτο μήνα, αρχίζει η παραφιλολογία στα media. Τι αλλαγές θα γίνουν; Θα βγάλει τη χρονιά; Ποιος φταίει; Ο παρουσιαστής; Ο αρχισυντάκτης; Ο Ερμής που είναι ανάδρομος; Ολα αυτά κάποιος τα διαρρέει για να να χτυπάνε… καμπανάκια! Το θεωρώ επιεικώς απαράδεκτο αυτό, για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα δεν κάνει καλό στην ίδια την εκπομπή σε σχέση με τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να γνωρίζει τι τηλεθέαση κάνει μια εκπομπή. Οταν εμείς είμαστε εδώ για να του τη θυμίζουμε, είναι σαν να του λέμε πως αυτή δεν πάει καλά, μην τη βλέπεις. Κάπου τον επηρεάζεις.
Επίσης έχει αλλάξει πλέον ο τρόπος που βλέπει ο κόσμος τηλεόραση. Οι περισσότεροι προτιμούν να δουν μια εκπομπή οπότε έχουν χρόνο μέσω κάποιας συνδρομητικής πλατφόρμας.
Ακριβώς. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό θα πρέπει να αρχίσουν να μετριούνται και οι «others», όπως αποκαλούν το κοινό που παρακολουθεί μέσω πλατφόρμας. Οι «others» απλώς αναφέρονται στις μετρήσεις, δεν προσμετρούνται. Και είναι αυτοί που καλύπτουν πιθανότατα το μεγαλύτερο ποσοστό τηλεθέασης. Από το να παίζουν έτσι με το ψωμί του κόσμου, θα πρέπει να μεριμνήσουν να βρουν έναν τρόπο να μπαίνουν και οι «others» στον… κουμπαρά της Nielsen. Αλλιώς, ας μην τους αναφέρουν καθόλου!
Εσύ παρακολουθείς τηλεόραση αυτή την περίοδο;
Θα δω λίγο το βράδυ ή πάρα πολύ πρωί, γιατί όλη η υπόλοιπη μέρα είναι μοιρασμένη σε υποχρεώσεις. Τα τηλεοπτικά τα παρακολουθώ αποσπασματικά μέσα από το διαδίκτυο, ενημερώνομαι για τις εξελίξεις γιατί δεν φεύγει το χούι, αλλά ως εκεί. Δεν βλέπω σίριαλ, δηλαδή. Το μόνο που είδα στο Netflix είναι οι «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη, που είναι και ο αγαπημένος μου. Με την κόρη μου χρησιμοποιούμε ατάκες της σειράς και γελάμε.

Μια και ανέφερες την κόρη σου, πώς βιώνεις τον ρόλο της γιαγιάς;
Είναι υπέροχο, μοναδικό, συναρπαστικό. Θεωρώ ότι όταν προσπαθείς να το περιγράψεις, το μειώνεις. Είναι τέτοιο το συναίσθημα που σου βγάζει, τέτοιο το γέμισμα της ψυχής, τέτοια η ευλογία που νιώθεις εκείνη την ώρα, που ό,τι και να πεις είναι λίγο.
Το «Super Star» παίχτηκε δέκα χρόνια και παραμένει η μακροβιότερη στο είδος της εκπομπή του Star. Τι πιστεύεις ότι έκανε το κοινό να σας αγαπήσει τόσο;
Την εποχή εκείνη ήμασταν μόνο δύο εκπομπές αυτού του ύφους. Αυτές οι δύο «χτίσαμε» τη συνήθεια της μεσημεριανής ζώνης με τη lifestyle και gossip θεματολογία. Πηγαίναμε εκ του ασφαλούς, κατά μία έννοια. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, διότι υπάρχουν 100 εκπομπές με ανάλογη θεματολογία από το πρωί ως το βράδυ. Πλέον η λεγόμενη κάποτε μεσημεριανή ζώνη διαρκεί όλη μέρα. Βέβαια, τώρα στις περισσότερες εκπομπές θα δεις και λίγο gossip και λίγο ενημέρωση. Είναι αυτό το infotainment, το οποίο εγώ δεν υποστηρίζω, αλλά OK, ποια είμαι που θα το κρίνω;
Ξεκίνησες από το ρεπορτάζ και έφτασες στην παρουσίαση. Ποια ήταν η πιο καθοριστική στιγμή σου;
Είχαμε πολλές κορυφαίες στιγμές. Πρώτα απ’ όλα το Star ήταν αυτό που από την πίστα της απλής δημοσιογράφου με πέρασε στην πίστα της παρουσίασης και με ανέδειξε. Δεν το συζητώ, ήταν το σπίτι μου το Star. Με εμπιστεύονταν πάρα πολύ, γι’ αυτό ακόμα και σε γεγονότα ενημερωτικά δεν διακόπταμε ποτέ για να περάσουμε σε συναδέλφους από το δελτίο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά από τις κορυφαίες στιγμές του «Super Star» ήταν όταν με απόφαση της διοίκησης μεταδώσαμε εμείς ζωντανά την κηδεία του Αραφάτ, ξεπερνώντας σε τηλεθέαση αντίπαλα κανάλια που είχαν βάλει έκτακτες ειδησεογραφικές εκπομπές για το ίδιο θέμα. Και, πρόσεξε, χωρίς να κάνουμε infotainment.
Εζησες πολλές διαφορετικές τηλεοπτικές «ταυτότητες». Εκπομπές, δελτία ειδήσεων, ακόμη και στο «DWTS» πήρες μέρος. Ποια σου ταίριαζε περισσότερο;
Πριν από το «DWTS» δεν είχα λάβει ποτέ μέρος σε κανένα talent show ή reality. Ημουν πάντοτε αρνητική, γιατί κατά καιρούς δεχόμουν διάφορες προτάσεις, αλλά θεωρούσα πως δεν είχα κανέναν λόγο να το κάνω. Το «DWTS», που ήρθε τελικά το 2018, ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, αλλά δεν το ευχαριστήθηκα γατί έγινε σε μια πολύ τρομακτική χρονιά για μένα. Είχα τη μητέρα μου στο νοσοκομείο και έπρεπε να είμαι… τρεις λαλούν και δυο χορεύουν στα live και τα γυρίσματα. Ασε που ήταν και τρομερά χρονοβόρο.
Ο κόσμος που σε αναγνωρίζει έξω τι σου λέει;
Καλά λόγια, έχω μεγαλώσει γενιές εγώ (γέλια). Ξέρεις πόσοι νέοι άνθρωποι, με οικογένειες, μου λένε «έχω μεγαλώσει μαζί σας, διότι μου έλεγε η μητέρα μου όταν γύριζα από το σχολείο πως πρώτα θα τελειώσει η Λαμπίρη και μετά θ’ αρχίσουμε το διάβασμα;» (γέλια)
Ο χρόνος που περνάει σε αγχώνει;
Ναι, δεν θα πω ψέματα. Βέβαια, δεν αφήνω την εικόνα μου στην τύχη της, θα κάνω τις θεραπείες μου, θα κάνω τα μποτοξάκια μου. Δεν έχω μπει σε τρομερά παρεμβατικές διαδικασίες γιατί είμαι φοβητσιάρα και επιπλέον δεν θέλω ν’ αλλάξει η φάτσα μου.

Με τον Θανάση πώς κρατάτε τη σπίθα του γάμου ζωντανή;
Επειδή η μέρα του ξεκινάει από τις 7.30, συναντιόμαστε το βράδυ – στο μαγαζί ή κάπου αλλού για να τσιμπήσουμε κάτι και να πούμε τα νέα της ημέρας. Σαν να βγαίνουμε ραντεβού. Πώς να μη μένει η σπίθα ζωντανή;



