Διαρκείς είναι οι έλεγχοι που πραγματοποιεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σε επιχειρήσεις εστίασης, αναφορικά με την έκδοση αποδείξεων, όταν οι παραγγελίες γίνονται μέσα από πλατφόρμες delivery. Η ΑΑΔΕ «ξεσκονίζει» τις δραστηριότητες προηγούμενων ετών έως σήμερα επιχειρήσεων από όλη τη χώρα και στο πλαίσιο της ενημέρωσης του κοινού για τις πρακτικές της παρουσιάζει τα ευρήματα των ελέγχων.
Στη λίστα που έγινε γνωστή, φιγουράρουν πέντε καταστήματα εστίασης από την Αχαΐα που δεν είχαν εκδώσει χιλιάδες αποδείξεις. Συγκεκριμένα τα τέσσερα από τα πέντε καταστήματα δεν είχαν κόψει συνολικά 89.639 αποδείξεις, ενώ για το τελευταίο κατάστημα δεν μπορούσε να προσδιοριστεί το πλήθος των αποδείξεων.
Αναλυτικά η ΑΑΔΕ έλεγξε στην Αχαΐα πέντε εστιατόρια. Για το πρώτο δεν μπορούσε να προσδιοριστεί ο αριθμός των αποδείξεων που δεν κόπηκαν, αλλά το συνολικό ύψος των χρημάτων που αποκρύφθηκαν ανέρχεται στις 180.000 από το 2017 έως το 2019. Σε άλλο εστιατόριο το ίδιο διάστημα δεν κόπηκαν 27.550 αποδείξεις που αντιστοιχούσαν σε 175.000€. Σε ένα τρίτο γνωστό μαγαζί, οι αποδείξεις που δεν εκδόθηκαν ήταν 38.700 και τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί έφτασαν τις 165.000€.
Για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από το 2017 έως το 2020, ελέγχθηκαν άλλα δύο εστιατόρια. Το ένα δεν είχε κόψει 19.980 και απέκρυψε 161.000 ευρώ και το άλλο 3.409 χωρίς να δηλώσει 138.000€.
Εχει σημασία να θυμηθούμε τι συνέβαινε εκείνα τα χρόνια που ελέγχθηκαν τα συγκεκριμένα μαγαζιά. Πρώτο και κύριο, είναι ότι ο ΦΠΑ εκείνη την εποχή βρισκόταν στο 24%. Επομένως, για να το φέρουμε ως παράδειγμα σε κατανοητούς αριθμούς, το εστιατόριο που απέκρυψε παραγγελίες ύψους 180.000 ευρώ, δεν εμφάνισε ΦΠΑ περίπου 45.000 ευρώ για τρία χρόνια. Δηλαδή κράταγε στο ταμείο του περίπου 15.000 ευρώ το χρόνο. Ενώ με την ίδια διαδικασία διαπιστώνουμε ότι το μαγαζί με τα αδήλωτα 138.000 ευρώ γλίτωσε το χρόνο περίπου 8.500 ευρώ ΦΠΑ.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ Η ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗ;
Μιλώντας με επιχειρηματίες της εστίασης για το τι σήμαιναν εκείνη την εποχή αυτά τα ποσά, σημείωσαν ότι με τόσα χρήματα δεν μπορούσε να «σωθεί» μια επιχείρηση αλλά περισσότερο να καλύψει χρέη και τρύπες του παρελθόντος της κρίσης που ήταν νωπό τότε. Με 8.500 ή 15.000 ευρώ το χρόνο εκείνη την εποχή πλήρωνε έναν ή δύο εργαζόμενους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έλυνε τα προβλήματά της. Μάλιστα πολλοί θεωρούσαν ότι μετά από μια περίοδο κρίσης ήταν «εκτός λογικής» οι επιχειρήσεις να πληρώνουν σε φόρο το 1/4 του τζίρου τους. Προφανώς δεν υποστηρίζουν οι επιχειρηματίες της εστίασης πως η πρακτική της φοροαποφυγής είναι αποδεκτή, αλλά εκείνη την εποχή μπορούσε να κρατήσει «όρθια» μια επιχείρηση.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ «ΠΡΩΤΟΙ ΣΤΟ ΚΡΥΦΤΟ»
Σημειώνουμε επίσης, για να μην στιγματίζεται άδικα ένας ολόκληρος κλάδος, πως με βάση επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τα προηγούμενα χρόνια, η εστίαση δεν βρίσκεται καν στην 5άδα των πρωταθλητών της φοροαποφυγής. Συγκεκριμένα σε ελέγχους το 2019, η ΑΑΔΕ είχε διαπιστώσει ότι φοροδιαφεύγουν το 74% των ταξί, το 70% εμπόρων ενδυμάτων/υποδημάτων, το 66% των συνεργείων αυτοκινήτων, το 60% των ιατρών και ακολουθούσαν λογιστές, δικηγόροι και άλλα επαγγέλματα. Η εστίαση στη συγκεκριμένη λίστα βρισκόταν πολύ χαμηλά με το ποσοστό φοροαποφυγής να φτάνει το 45% των ελεγχθέντων επιχειρήσεων.
Πλέον, το 2022 εκτιμάται ότι στην εστίαση έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο η φοροαποφυγή, αφού υπολογίζεται ότι το 70% των πωλήσεων στα περισσότερα καταστήματα γίνεται μέσω διαδικτυακών παραγγελιών ή/και πληρώνεται με κάρτα, επομένως σήμερα είναι άμεσος ο έλεγχος και δεν υπάρχει ευχέρεια να «κλέψεις». Αυτό σημαίνει ότι οι τζίροι των επιχειρήσεων εστίασης πλέον δηλώνονται, τώρα ως προς το πόσοι φόροι πληρώνονται είναι άλλη ιστορία…