Η έρευνα ξεκίνησε όταν στους αξιωματικούς του Οργανωμένου Εγκλήματος έφτασε η πληροφορία ότι άτομο που έχει απασχολήσει στο παρελθόν για υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας είναι ξανά ενεργό και έχει μαζί του τον ηγούμενο του Μεγάλου Σπηλαίου, με τον ίδιο πάντα να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για όλα.
Οι συναντήσεις μεταξύ των δύο συλληφθέντων γίνονταν τόσο σε χώρους εκτός της Μονής, αλλά και μέσα σε αυτή, με τον παλιό γνώριμο της ΕΛ.ΑΣ. να παίρνει αυστηρά μέτρα αντιπαρακολούθησης και να μετακινείται μόνο με ταξί ή οδηγό.
Όπως έλεγε ο «εγκέφαλος» της συμμορίας, οι επαφές που είχε με δημοπρατικούς οίκους της Γερμανίας και κυρίως της Κύπρου, του έδιναν την δυνατότητα να μπορεί να βγάζει στο εξωτερικό τα ανυπολόγιστης αξίας κειμήλια της θρησκευτικής μας κληρονομιάς, αλλά ταυτόχρονα να φέρνει στην Ελλάδα ό,τι ήθελε ο εκάστοτε αγοραστής.
Μεθοδικά όμως και με προσεκτικές κινήσεις, οι μυστικοί αστυνομικοί, που παρουσιάστηκαν ως αγοραστές, κατάφεραν να διεισδύσουν στο κύκλωμα και να πείσουν τον «εγκέφαλο» και τον ηγούμενο πως ενδιαφέρονται για την αγορά εικόνων και ευαγγελίων.

Το ραντεβού για την αγοραπωλησία δόθηκε ακριβώς έξω από την Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Εκεί ο ηγούμενος, μαζί με τον βοηθό του που ήταν πάντα παρών σε όλα τα ραντεβού, έφερε τα δύο Ευαγγέλια και τις εικόνες, τα οποία οι αστυνομικοί θα αγόραζαν για 200.000 ευρώ. Ο ηγούμενος, που αυτή την ώρα μαζί με τους υπόλοιπους πέντε συλληφθέντες οδηγείται στο δικαστικό μέγαρο Κορίνθου, δεν απαντά σε καμία ερώτηση των αστυνομικών, τονίζοντας πως ό,τι έχει να πει θα το πει στη Δικαιοσύνη.