Ο ήλιος του καλοκαιριού ζεσταίνει τους πάγκους της λαϊκών αγορών, όμως οι τιμές στα φρούτα… καίνε. Ροδάκινα, βερίκοκα, πεπόνια, και κυρίως τα κεράσια, φαίνεται φέτος να μετατρέπονται σε είδος πολυτελείας για πολλούς καταναλωτές στη Δυτική Ελλάδα. Από τη μία, η μειωμένη παραγωγή λόγω καιρικών φαινομένων. Από την άλλη, το αυξημένο κόστος στις καλλιέργειες και τις μεταφορές. Το αποτέλεσμα; Ένα καλάθι με εποχιακά φρούτα κοστίζει ακριβότερα από ποτέ, ενώ οι παραγωγοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλες απώλειες και αβέβαιο μέλλον. Πολλοί παραγωγοί εγκαταλείπουν την καλλιέργεια –ιδίως στα λαχανικά– εξαιτίας του υψηλού κόστους και της έλλειψης κρατικής στήριξης. Με τη χώρα να στρέφεται στις εισαγωγές- ειδικά σε είδη για τα οποία παραδοσιακά φημίζεται η Δυτική Ελλάδα, με την εξάρτηση αυτή να οδηγεί σε νέα άνοδο των τιμών.
Ανύπαρκτα τα κεράσια, αυξήσεις σε βερίκοκα-ροδάκινα
Όπως αποκαλύπτει στον «Νεολόγο» ο Πρόεδρος των παραγωγών λαϊκών αγορών Πάτρας Αλέκος Θανόπουλος, στα δενδρώδη φρούτα είναι αυξημένη η τιμή στη λιανική πώληση. Ο λόγος είναι η υφιστάμενη ακαρπία λόγω του παγετού και της κακοκαιρίας που σημειώθηκε στις αρχές Μαρτίου, την περίοδο δηλαδή που τα δέντρα αυτά βρίσκονταν σε καρποφορία.
«Υπήρχε και πέρυσι κάτι αντίστοιχο, αλλά τότε είχαμε φαινόμενα ξηρασίας που σημαίνει ότι προέκυψε και κάποια παραγωγή. Για παράδειγμα στα κεράσια στην Ορεινή Αχαΐα, υπήρχε παραγωγή. Φέτος όμως δεν υπάρχει, λόγω του πάγου» προσθέτει.
Μάλιστα, τονίζει ότι η τιμή στα κεράσια φέτος είναι ανεβασμένη κατά 30%. Όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, έτσι και στα ορεινά χωριά του νομού, όπως για παράδειγμα στης Αιγιαλείας αλλά και στο Παναχαϊκό, το Σούλι και το Ρωμανό, η παραγωγή έχει σημειώσει μεγάλη πτώση. Σύμφωνα με τον κ. Θανόπουλο, η πτώση σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει το 80 και 100%. «Υπάρχουν δηλαδή παραγωγοί που δεν θα βγουν καν να μαζέψουν ή που δεν θα καταφέρουν να μαζέψουν ούτε ένα κιλό κεράσια. Το ίδιο συμβαίνει και με φρούτα όπως βερίκοκα και ροδάκινα που έρχονται κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα. Και εκεί λόγω της κακοκαιρίας (σε ορισμένα σημεία έφτασε η θερμοκρασία -5 βαθμούς), οπότε η τιμή είναι ανεβασμένη κατά 20-30%».

Σταθερά τα καρπούζια και τα πεπόνια

Όσον αφορά τα πεπόνια και τα καρπούζια, οι τιμές είναι σχεδόν σταθερές. «Ειδικά στα καρπούζια μπορούμε να πούμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι τιμές τους είναι και πεσμένες. Αυτό επειδή έχει μειωθεί και η ζήτησή τους επειδή η κατανάλωση φρούτων δεν θεωρείται πλέον προτεραιότητα από τους καταναλωτές. Είναι τρόπον τινά για πολλούς ένα είδος πολυτελείας τα φρούτα. Σε προτεραιότητα βάζουν τα είδη της κύριας διατροφής» αναφέρει ο κ. Θανόπουλος.
Στα λαχανικά της εποχής πάντως, παρατηρείται πτώση τιμών. Ειδικά σε ό, τι αφορά τα αγγούρια, τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τις πιπεριές και τα κολοκυθάκια που είναι 30 ή ακόμη και 40% πιο οικονομικά από πέρυσι.
Σύμφωνα πάντως με τον Επικεφαλής του αγροτικού τμήματος του επιμελητηρίου Αχαΐας, αναπληρωτή γραμματέα στο δίκτυο συνεταιρισμών και κοινωνικής οικονομίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-κίνημα αλλαγής, Γιώργο Παπαχριστόπουλο, «η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα μειώνεται σταθερά χρόνο με τον χρόνο, καθώς οι τιμές στα ράφια παραμένουν υψηλές και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών πιέζεται συνεχώς. Παρότι τα φρούτα και τα λαχανικά αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής διατροφής, όλο και περισσότεροι καταναλωτές τα αποφεύγουν λόγω κόστους.
Την ίδια στιγμή, καταγράφεται σημαντική υποχώρηση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Πολλοί παραγωγοί εγκαταλείπουν την καλλιέργεια λαχανικών, είτε λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής είτε λόγω έλλειψης στήριξης, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών. Πλέον, μεγάλο ποσοστό των λαχανικών που καταναλώνονται στην ελληνική αγορά προέρχεται από το εξωτερικό, αυξάνοντας την εξάρτηση από άλλες χώρες και επιβαρύνοντας περαιτέρω τις τιμές».
Αυξήσεις στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς
Όπως προσθέτει, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η ενέργεια κατέγραψε μείωση τιμών στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να αντισταθμίσει τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων. Την ίδια στιγμή, το πετρέλαιο κίνησης παραμένει σε υψηλές τιμές, ενώ η έλλειψη εργατικών χεριών οδηγεί σε ακριβότερα μεροκάματα: Αυτοί και μόνο οι δύο παράγοντες αρκούν για να αυξάνεται η τελική τιμή των φρούτων και λαχανικών.
«Ενδεικτικά, αναφέρω ένα βασικό προϊόν της ελληνικής κουζίνας, το οποίο, ενώ φεύγει από το χωράφι με τιμή 0,15 έως 0,35 ευρώ το κιλό, φτάνει στα ράφια των σούπερ μάρκετ με τιμές αυξημένες κατά 80% ή και περισσότερο. Επιπλέον, η εισαγωγή νωπών λαχανικών και φρούτων, κυρίως από γειτονικές χώρες, στην εμπορική αλυσίδα δημιουργεί συνθήκες ασυδοσίας, χωρίς να τηρούνται βασικοί κανόνες ελέγχου». Όπως προσθέτει, το αποτέλεσμα είναι απλό και ανησυχητικό, με τα φρούτα και τα λαχανικά να απομακρύνονται από το καθημερινό τραπέζι. «Όταν ο καταναλωτής καλείται να επιλέξει μεταξύ απαραίτητων αγαθών με περιορισμένο εισόδημα, τα νωπά προϊόντα συχνά θυσιάζονται λόγω κόστους. Το πρόβλημα έχει πλέον και διαστάσεις δημόσιας υγείας, καθώς η στροφή προς φθηνότερες αλλά λιγότερο θρεπτικές επιλογές εντείνει τον διατροφικό κίνδυνο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Παράλληλα, η αποδυνάμωση της πρωτογενούς παραγωγής θέτει υπό αμφισβήτηση την αυτάρκεια και την επισιτιστική ασφάλεια της χώρας. Χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης τόσο για τους αγρότες, ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, όσο και για τα νοικοκυριά, ώστε να μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ποιοτικά και υγιεινά τρόφιμα. Η διατροφή με φρέσκα φρούτα και λαχανικά δεν μπορεί να είναι προνόμιο. Πρέπει να είναι δικαίωμα».

ΝΕΟΛΟΓΟΣ