Γεννημένοι στον Πειραιά, οι Κώστας και Ντίνος μυούνται στον χώρο του ρούχου από τα γεννοφάσκια τους. Παρά τους διαφορετικούς δρόμους που ονειρεύονται για εκείνους οι γονείς τους, τη δεκαετία του ’50 ανοίγουν το δικό τους ατελιέ. Ο Κώστας ξέρει να παίρνει μέτρα στις κυρίες και να φτιάχνει τα πατρόν και ο Ντίνος γίνεται εξπέρ στο κέντημα, μια τέχνη που εκτόξευσε τη φήμη τους. Ο Κώστας Μαυρόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά στην πολυτελή έκδοση: «Το 1959, όταν ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση της ΕΡΕ, η βασίλισσα Φρειδερίκη έκανε ένα μεσημεριανό κάλεσμα στο παλάτι για τις κυρίες των μελών της νέας κυβέρνησης. Η κυρία Αβέρωφ ήταν πελάτισσά μας και μία από τις πιο κομψές κυρίες της Αθήνας. Ηθελε να φορέσει ένα ταγέρ σε σχέδιο του Κριστιάν Ντιόρ από μαύρο μπουκλέ ύφασμα, κεντημένο με γκρι χάντρες.
Ο Ντίνος, που δεν σταμάτησε ποτέ να με εκπλήσσει, μου ανακοίνωσε ότι θα το κεντούσε ο ίδιος. Η αντίδρασή μου ήταν άμεση. “Είσαι τρελός! Εσύ δεν ξέρεις από πού μπαίνει η κλωστή στη βελόνα!”. Ο Ντίνος ήταν όμως αποφασισμένος και αφού με έστειλε να κοιμηθώ ξενύχτισε κάνοντας το σχέδιο. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Σαν να είχαν πατήσει κότες επάνω στο ύφασμα. Η δεύτερη απόπειρα ήταν εξαιρετική. Ενθουσιαστήκαμε! Η κυρία Αβέρωφ παρέλαβε το ταγέρ, το φόρεσε στο παλάτι και την επόμενη ημέρα που ήρθε για πρόβα ο Ντίνος τη ρώτησε πώς ήταν το ρούχο κι αν άρεσε. Εκείνη έβαλε τα γέλια: “Tέσσερις το φορούσαμε”, είπε. “Μία είχε το αυθεντικό Dior, μία από τη Ζωρζέτ, μία από την Παπαστεφάνου κι εγώ. Το δικό μου όμως ήταν το καλύτερο!”».
Η αλήθεια είναι ότι τα κεντήματα του οίκου Μαυρόπουλου άφησαν εποχή. Ο Ιόλας τα είχε χαρακτηρίσει έργα τέχνης, ενώ ο Γκι Λαρός τούς πρότεινε συνεργασία με τον ομώνυμο οίκο του στο Παρίσι. Ο Κώστας Μαυρόπουλος αποκτά τη γνώση της μόδας στα μεγάλα ατελιέ της Πόλης του Φωτός. Από τον χώρο του, στην οδό Κριεζώτου 3, εκεί όπου στεγάζεται σήμερα το μουσείο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, περνά όλη η Αθήνα. Τον Οκτώβριο του 1956 οι Αφοί Μαυρόπουλοι είναι οι δεύτεροι σχεδιαστές, μετά τον Ντίμη Κρίτσα, που διοργανώνουν επίδειξη σε ξενοδοχείο, στα πρότυπα των γαλλικών οίκων μόδας, στην οποία παραβρίσκονται όλο το παλάτι και η υψηλή κοινωνία της Αθήνας.
Το ατελιέ τους πηγαίνει όλο και καλύτερα και το 1958 μεταφέρονται στην οδό Σκουφά 17, όπου παρέμειναν για πολλά χρόνια. Από το ’60 μέχρι το 2011, όταν αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση, μετακομίζουν στη Λουκιανού 5, στο Κολωνάκι. «Υπήρχαν περιορισμοί για κάποιον που δούλευε για το παλάτι. Τα ρούχα που φτιάχναμε για τη βασιλική οικογένεια δεν επιτρεπόταν να τα ξαναφτιάξουμε για δύο χρόνια, αλλά η τιμή ήταν υψηλή και οι ενδυματολογικές επιλογές των κυριών της συγκεκριμένης οικογένειας έδιναν τον τόνο σε ολόκληρη την αθηναϊκή μόδα», θυμάται ο Κώστας Μαυρόπουλος.
Οι σταρ που αγάπησαν τη μόδα
Οι Μαυρόπουλοι τους είχαν όλους στα πόδια τους. «Το 1959 επισκέφτηκε το ατελιέ μας η Τζένη Καρέζη για να μας προτείνει την ενδυματολογική επιμέλεια στην ταινία “Το νησί των γενναίων”. Δεν τη γνωρίζαμε προσωπικά μέχρι τότε, αλλά μας έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση η ευγένεια και η ευθύτητά της. Το πρώτο που μας ρώτησε και φρόντισε να τακτοποιήσει ήταν ο τρόπος πληρωμής μας. Η συνεργασία μας ήταν άψογη από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή. Το 1965 η πολύ καλή φίλη και τρεις φορές κουμπάρα μας Μαίρη Λίντα μάς ανέθεσε την γκαρνταρόμπα της για μια περιοδεία που θα έκανε με τον Χιώτη. Ντύναμε τη Μαρία Κάλλας, τη Βίκυ Μοσχολιού, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τη Ζωή Λάσκαρη κ.ά.».
Στα 65 χρόνια επιτυχίας του ιστορικού οίκου ελάχιστες ήταν οι διάσημες κυρίες που δεν πέρασαν την πόρτα των Μαυρόπουλων προκειμένου αυτοί να επιμεληθούν την εμφάνισή τους στον γάμο τους ή σε κάποιο επίσημο κάλεσμα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν επίσης ονόματα όπως αυτά της Γιάννας Αγγελοπούλου και της Αννας Αγγελικούση, της αείμνηστης Λόλας Ζολώτα, αλλά και της άλλοτε πρώτης κυρίας Μαργαρίτας Παπανδρέου, η οποία υπήρξε μεγάλη λάτρης των δημιουργιών τους.
Γύρω στο 1968 το περιοδικό «Γυναίκα» αρχίζει να διοργανώνει διαγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου νεαρού Ελληνα σχεδιαστή μόδας. Την επιτροπή αποτελούν οι Μαυρόπουλοι, η Ελλη Λαμπέτη, η Φάνη Πετραλιά, ο Γιάννης Μόραλης, ο Γιάννης Τσεκλένης κ.ά. Ο Κώστας Μαυρόπουλος αναφέρει στο βιβλίο του: «Στον διαγωνισμό αυτό αναδείχθηκε νικητής το 1973 ένα νεαρό παιδί, ο Βασίλης Κουρκουμέλης, ο γνωστός Billy Bo. Μάλιστα σε εκείνη την ψηφοφορία υπήρχε ισοψηφία και καθώς εγώ ήμουν ο πρόεδρος της επιτροπής, με τη δική μου ψήφο κρίθηκε ο νικητής».
Ιστορία έχουν γράψει και τα καλέσματα που διοργάνωναν τα δύο αδέλφια στο σπίτι τους στο Μετς, ένα διαμέρισμα πραγματικό ανάκτορο όπου υποδέχονταν τόσο φίλους όσο και πελάτες. Η εξαιρετική διακόσμηση αποτελούσε θέμα της εποχής: το ανάκλιντρο ήταν αγορασμένο στο Παρίσι. Η κομότα και τα διακοσμητικά του τζακιού ήταν αγορασμένα από τον Πέτρο, γιο του πρίγκιπα Γεωργίου και σύζυγο της Μαρίας Βοναπάρτη, και ανήκαν στον Μεγάλο Ναπολέοντα. Στην οικία των Μαυρόπουλων έχουν γραφτεί αμέτρητα κοσμικά ρεπορτάζ. Ολη η αφρόκρεμα της εποχής ήταν καλεσμένη σε δείπνα με αριστοτεχνικά στρωμένα τραπέζια και εξαίσια μενού. Οι Ντίνος και Κώστας Μαυρόπουλος δεν ήταν μόνο οι άρχοντες της μόδας. Ηταν και το αγαπημένο δίδυμο της κοσμικής Αθήνας.
Μια πολύ ζεστή σχέση είχαν αναπτύξει και με τον πρόωρα χαμένο μοναχογιό του Αριστοτέλη Ωνάση: «Ενας από τους πιο καλούς και αγαπητούς μας φίλους ήταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης. Ενα παιδί με αδαμάντινο χαρακτήρα που πραγματικά νοιαζόταν για τους άλλους. Ημουν αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού που συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ημασταν με παρέα σε ένα νυχτερινό κέντρο της Αθήνας και ειδοποίησαν τον Αλέξανδρο ότι σε ένα νησί χρειαζόταν επειγόντως αεροδιακομιδή σε νοσοκομείο γιατί κινδύνευε η ζωή ενός παιδιού. Σηκώθηκε αμέσως και μας χαιρέτησε λέγοντάς μας ότι πάει να τακτοποιήσει το θέμα. Μετά από λίγες ώρες επέστρεψε και όταν τον ρωτήσαμε τι έγινε, μας απάντησε ότι το παιδί βρισκόταν ήδη στο νοσοκομείο. Οι άνθρωποι που είχαν ζητήσει τη βοήθεια του Αλέξανδρου θέλησαν να μάθουν το όνομα του πιλότου. Η απάντηση που έλαβαν από την Ολυμπιακή Αεροπορία ήταν ότι το αεροπλάνο το είχε πιλοτάρει ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Αυτός ήταν ο Ωνάσης, που χάθηκε τόσο πρόωρα από τη ζωή! Για εμάς που είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε μένει η ανάμνηση ενός χρυσού ανθρώπου και ενός καλού φίλου» ◆