Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ένας στους δύο Ευρωπαίους πολίτες έχει εμβολιαστεί για τον κορονοϊό. Στη χώρα μας, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι ανάλογα των άλλων χωρών της Ευρώπης, δηλαδή έχει εμβολιαστεί το 50,5% του συνολικού πληθυσμού και το 63% του ενήλικου πληθυσμού. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ένα ακόμα ποσοστό, γύρω στο 10%, νόσησε και έχει φυσική ανοσία. Βάσει των δεδομένων αυτών, οι υγειονομικές Αρχές εκτιμούν ότι το πολυπόθητο τείχος ανοσίας, δηλαδή το άθροισμα των ανθρώπων που έχουν νοσήσει μαζί με τους πλήρως εμβολιασμένους, θα φτάσει το 70% επί του γενικού πληθυσμού, κατά τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για τον στόχο που είχε τεθεί από τη στιγμή που ξεκίνησε η εμβολιαστική εκστρατεία. Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει την ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα είναι οι νέες παραλλαγές του κορωνοϊού, για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμα ασφαλείς έρευνες που να δείχνουν με σαφήνεια το ποσοστό αντοχής τους στα εμβολιαστικά σκευάσματα. Το ενδεχόμενο μειωμένης αποτελεσματικότητας των εμβολίων έναντι των μεταλλάξεων οδήγησε την επιστημονική κοινότητα στην εκτίμηση ότι για να οικοδομηθεί το επιθυμητό τείχος ανοσίας θα πρέπει να εμβολιαστεί άνω του 85% του πληθυσμού.
«Τα εμβόλια προσφέρουν ένα φυσικό τρόπο προστασίας από πιθανή λοίμωξη από παθογόνα, εκμεταλλευόμενα τους μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας», επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής Γενετικής του ΑΠΘ Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Ωστόσο, όπως εξηγεί, κανένα εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους τους ανθρώπους. «Οπως ένας στρατός μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό εισβολέων σε μία χρονική στιγμή, με τον ίδιο τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό ιών», λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής του ΑΠΘ, προσθέτοντας πως σε κάθε περίπτωση η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μη μηδενίζεται, αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Κ. Τριανταφυλλίδη, η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό, 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις δύο δόσεις των εμβολίων, είναι μέχρι και τρεις φορές μικρότερη απ’ ό,τι εάν δεν είχε εμβολιαστεί. Ακόμα όμως και εάν μολυνθεί ένας εμβολιασμένος, η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά 8 φορές. «Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μια εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης από τον ιό», τονίζει ο καθηγητής Γενετικής. Ωστόσο, προσθέτει ότι θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η ανοσολογική απάντηση ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο είναι πεπερασμένη.
«Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιικά φορτία είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση. Γι’ αυτόν τον λόγο οι εμβολιασμένοι στις δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να διατηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και προσωπικής υγιεινής, ιδίως όταν πρόκειται για ευπαθείς ομάδες», καταλήγει. Η χρονική διάρκεια της ανοσίας που μπορεί να επιτευχθεί είτε με τον εμβολιασμό είτε με τη νόσηση είναι ένα ακόμα κρίσιμο ερώτημα. Η αναζωπύρωση της πανδημίας σε χώρες όπως η Βρετανία και το Ισραήλ, που έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμένων παγκοσμίως, προβληματίζει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα, η οποία θεωρεί πλέον αναγκαία τη χορήγηση τρίτης δόσης το φθινόπωρο.
Οι μεταλλάξεις
Το μεγάλο στοίχημα παραμένουν οι νέες μεταλλάξεις που απειλούν το τείχος ανοσίας, καθιστώντας τα εμβόλια λιγότερο αποτελεσματικά. «Σίγουρα δεν είναι σωστό το μήνυμα ότι με τον εμβολιασμό μόνο ξεμπερδέψαμε με τον κορωνοϊό και η μετάλλαξη “Δέλτα” μάς το έχει κάνει ξεκάθαρο», επισημαίνει ο καθηγητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης. Σύμφωνα με τον καθηγητή, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η μετάλλαξη «Λάμδα», που έχει ανιχνευθεί στη Νότια Αμερική και η οποία φαίνεται να είναι εξίσου μεταδοτική με τη «Δέλτα», αλλά και να διαφεύγει σε σημαντικό βαθμό της φυσικής ή τεχνητής ανοσίας. «Ο ερχομός και η εξάπλωση της “Λάμδα” θα διαφοροποιούσε τα δεδομένα σε σχέση με τον υγειονομικό κίνδυνο και θα άλλαζε σημαντικά τον σχεδιασμό», επισημαίνει ο καθηγητής Δ. Σαρηγιάννης και προσθέτει ότι «αυτό κάνει απαραίτητο τον ταχύτατο εμβολιασμό του πληθυσμού και αυξάνει την ανάγκη μιας τρίτης δόσης (booster dose) του εμβολίου, ειδικά σε ευπαθείς συμπολίτες μας»
Συναγερμός για τις παραλλαγές «Κάππα» και «Λάμδα»
Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές Αρχές σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της εξάπλωσης της μετάλλαξης «Λάμδα». Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η μετάλλαξη «Λάμδα» -γνωστή και ως παραλλαγή C37- εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Περού τον Αύγουστο του 2020 και έκτοτε εξαπλώθηκε σε άλλες 30 χώρες, κυρίως στη Νότια και στην Κεντρική Αμερική. Μάλιστα, στη μετάλλαξη «Λάμδα» αποδίδει ο ΠΟΥ το 81% των κρουσμάτων κορωνοϊού στο Περού από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα. Οι Αρχές συγκεντρώνουν στοιχεία για την εξάπλωση και τη μεταδοτικότητα της μετάλλαξης «Λάμδα», η οποία αποδεικνύεται ανθεκτική στα διαθέσιμα εμβόλια, βάσει της έως τώρα εμπειρίας των επαγγελματιών υγείας που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της πανδημίας. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας του Περού ανακοίνωσε πως η μετάλλαξη «Λάμδα» είναι ακόμη πιο μεταδοτική από τη μετάλλαξη «Δέλτα» και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας παρακολουθεί με προσοχή και αγωνία την εξάπλωσή της. Ηδη, από τον Ιούνιο, η μετάλλαξη «Λάμδα» έχει ενταχθεί στη λίστα του ΠΟΥ με τις λεγόμενες «παραλλαγές ενδιαφέροντος», δηλαδή τις γενετικές αλλαγές του ιού SARS-CoV-2 που επηρεάζουν τη μεταδοτικότητα, τη σοβαρότητα νόσησης και την ικανότητα διαφυγής του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ έχει δείξει ότι ευθύνεται για σημαντική μετάδοση στην κοινότητα. Προς το παρόν, η διεθνής επιστημονική κοινότητα σημειώνει πως παραμένει άγνωστο το μέγεθος της απειλής από τη συγκεκριμένη μετάλλαξη, όμως πραγματοποιούνται σχετικές μελέτες σε όλον τον κόσμο με πυρετώδεις ρυθμούς.