Μία ακόμη δεκαετία σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης θα χρειαστεί ώστε ο μέσος Ελληνας να επανέλθει στα επίπεδα αγοραστικής δύναμης που διέθετε πριν από την οικονομική κρίση. Παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών σε δημοσιονομικό επίπεδο και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς, το χάσμα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει ευδιάκριτο. Οπως προκύπτει από τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, του ΙΟΒΕ και του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη δεν πρόκειται να επιτευχθεί πριν από το 2035.
Η αγοραστική δύναμη του Ελληνα καταναλωτή βρίσκεται σήμερα στο 70% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έναντι 85% προ κρίσης, γεγονός που αντανακλά τη συνεχιζόμενη υποχώρηση των πραγματικών εισοδημάτων και την αδυναμία των μισθών να ακολουθήσουν το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης.
Η οικονομία εμφανίζει αναπτυξιακή δυναμική με ρυθμό κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ, ωστόσο η ανάπτυξη αυτή παραμένει περισσότερο μακροοικονομική παρά κοινωνική. Η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί στην καθημερινότητα των νοικοκυριών, που συνεχίζουν να πλήττονται από τις πληθωριστικές πιέσεις και την ακρίβεια στα βασικά αγαθά.
Ο ετήσιος πληθωρισμός, αν και αποκλιμακωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 3%, επίπεδο που παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μικρή ονομαστική αύξηση στους μισθούς απορροφάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις αυξημένες τιμές.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί περίπου κατά 7% την τελευταία διετία, ενώ η Eurostat καταγράφει σταθερά υψηλότερους δείκτες τιμών για τρόφιμα και ενέργεια σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές στα είδη διατροφής αυξήθηκαν κατά 9,2% μέσα σε ένα έτος, στα νωπά φρούτα κατά 14,8% και στο κρέας κατά 11,3%. Παράλληλα, οι διεθνείς τιμές των αγροτικών προϊόντων παραμένουν σε ανοδική τροχιά -η Τράπεζα Πειραιώς υπολόγισε αύξηση 1,47% στον σχετικό δείκτη τον Σεπτέμβριο-, ενώ ο καφές, επηρεασμένος από την ξηρασία στη Βραζιλία, έχει ενισχυθεί κατά 48% μέσα σε δώδεκα μήνες.
Η ακρίβεια
Το αποτέλεσμα είναι ότι παρά τη σχετική σταθεροποίηση του ενεργειακού κόστους, το καλάθι του νοικοκυριού εξακολουθεί να επιβαρύνει το εισόδημα. Οι τιμές σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης διαμορφώνονται πλέον σε μόνιμα υψηλότερα επίπεδα, οδηγώντας σε σημαντική απώλεια αγοραστικής δύναμης, κυρίως για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Η ακρίβεια παραμένει, σύμφωνα με έρευνες της ΕΥ και του ΙΟΒΕ, ο βασικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την ενίσχυση της κατανάλωσης και την αναθέρμανση της εσωτερικής αγοράς.
Την ίδια στιγμή, το στεγαστικό κόστος έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο κρίσιμους παράγοντες πίεσης για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 9% το τελευταίο δωδεκάμηνο, ενώ τα ενοίκια συνεχίζουν την ανοδική πορεία τους με ρυθμό 8% ετησίως, όπως καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος. Το μέσο ενοίκιο για διαμέρισμα 80 τ.μ. στην Αθήνα υπερβαίνει πλέον τα 700 ευρώ, τη στιγμή που ο καθαρός μισθός ενός εργαζομένου στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνεται κοντά στα 1.100 ευρώ. Σύμφωνα με ανάλυση του ΙΟΒΕ, πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος των νέων ζευγαριών κατευθύνεται στη στέγαση, περιορίζοντας τη δυνατότητα αποταμίευσης και κατανάλωσης, ενώ επιβραδύνει τη συνολική οικονομική κινητικότητα.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται υπερβολικά στον τουρισμό και την κατανάλωση, ενώ η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ παραμένει μόλις στο 9%, έναντι 16% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.
Παραγωγικότητα
Η Τράπεζα της Ελλάδος στο τελευταίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων υπογραμμίζει ότι «η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής προϋποθέτει την επιτάχυνση των επενδύσεων και την ενίσχυση της παραγωγικότητας».
Αντίστοιχα, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι «χωρίς στοχευμένες μεταρρυθμίσεις στους θεσμούς, στη δημόσια διοίκηση και την εκπαίδευση, η σύγκλιση με την Ευρώπη θα παραμείνει μακρινός στόχος».
Στο ίδιο πνεύμα, οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και DBRS τονίζουν στις τελευταίες εκθέσεις τους ότι το ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι πλέον η δημοσιονομική σταθερότητα, η οποία έχει επιτευχθεί, αλλά η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στην καινοτομία και την εξωστρέφεια.
Υπάρχουν ωστόσο και ενδείξεις βελτίωσης. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ψηφιακών ελέγχων έχει ήδη αποδώσει πάνω από 2 δισ. ευρώ πρόσθετων εσόδων. Το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ» μειώνεται σταθερά: από 10% το 2024 αναμένεται να προσεγγίσει το 6% το 2025, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αυτή η εξέλιξη διευρύνει τον δημοσιονομικό χώρο επιτρέποντας πιθανές μειώσεις εισφορών και στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις από το 2026. Σε επίπεδο αγοράς εργασίας, η ανεργία εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 10% έως το 2026, χωρίς όμως ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να ενισχυθούν κατά 8% ετησίως την επόμενη διετία, στηριζόμενες κυρίως στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τα μεγάλα έργα υποδομής, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε θετική πορεία με συμβολή άνω των 40 δισ. ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ.