Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση σε σχέση με τα πολύ υψηλά επίπεδα προηγούμενων ετών, ο ρυθμός ανόδου των τιμών παραμένει αισθητά πάνω από τον στόχο και υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που εκτιμάται στο 2,2%, επιταχύνοντας μάλιστα σε σχέση με τον Οκτώβριο, κατά περίπου 1,5 ποσοστιαία μονάδα, και επαναφέροντας τον εφιάλτη της ακρίβειας, και μάλιστα σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι οι πιέσεις στο κόστος ζωής δεν έχουν εκτονωθεί και ότι ο γενικός δείκτης επηρεάζεται άμεσα από τους τρεις βασικούς παράγοντες, της ενέργειας, των τροφίμων και υπηρεσιών. Η νέα άνοδος του πληθωρισμού δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο σοκ, αλλά της σταδιακής επιδείνωσης αυτών των τριών κατηγοριών, οι οποίες έχουν βαρύτητα στα καθημερινά έξοδα των νοικοκυριών.
Πώς επιδρούν οι τρεις παράγοντες στον πληθωρισμό
Στην ενέργεια, η εικόνα έχει αντιστραφεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Από ετήσια μείωση τιμών της τάξης του -3,1% τον Οκτώβριο, καταγράφεται πλέον αύξηση γύρω στο 0,3%, μεταβολή που είναι αρκετή για να «τραβήξει» ανοδικά τον γενικό δείκτη. Πίσω από αυτή τη στροφή βρίσκονται η σταθεροποίηση και ήπια άνοδος των διεθνών τιμών πετρελαίου σε σχέση με πέρυσι και η είσοδος στη χειμερινή περίοδο που αυξάνει τη ζήτηση για θέρμανση, ενισχύοντας περαιτέρω τις αυξητικές τάσεις.
Σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα, ο πληθωρισμός επιταχύνεται στο 3,1% από 2,5% τον Οκτώβριο, επιβαρύνοντας εκ νέου το «καλάθι» του σούπερ μάρκετ. Οι αυξήσεις συνδέονται με το υψηλό κόστος της γεωργικής παραγωγής (λιπάσματα, ζωοτροφές, ενέργεια), τις «ακανόνιστες» καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν την προσφορά σε ορισμένες καλλιέργειες, αλλά και με τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα σε μεταφορές, αποθήκευση και λιανεμπόριο. Η ζήτηση για βασικά είδη παραμένει ανθεκτική, ακόμη και μετά τις συσσωρευμένες ανατιμήσεις, κάτι που περιορίζει τα περιθώρια ουσιαστικής διόρθωσης των τιμών στο ράφι.
Ακόμη πιο έντονη είναι η εικόνα στον τομέα των υπηρεσιών, όπου ο πληθωρισμός εκτιμάται κοντά στο 4,7% από 2,8% έναν μήνα πριν, παρά το γεγονός ότι έχουμε απομακρυνθεί από την κορύφωση της τουριστικής σεζόν. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα ενοίκια, η εστίαση, οι τουριστικές υπηρεσίες, οι μεταφορές και μια σειρά άλλες βασικές δαπάνες. Τα υψηλά επίπεδα τιμών στα ακίνητα λόγω και της περιορισμένης προσφορά κατοικιών προς μίσθωση, οι μισθολογικές αυξήσεις σε κλάδους με έλλειψη προσωπικού και η παράταση της τουριστικής περιόδου σε σχέση με παλαιότερα –λόγω και των υψηλών θερμοκρασιών για την εποχή- κρατούν ψηλά τη ζήτηση.
Η μόνη σχετική «βαλβίδα» αποσυμπίεσης παραμένουν τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά, όπου οι τιμές κινούνται ελαφρά πτωτικά, γύρω στο -0,4% από -0,2%. Η αποκλιμάκωση στις τιμές διαρκών και ημι-διαρκών αγαθών, σε συνδυασμό με την καλύτερη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων και τον έντονο ανταγωνισμό στο λιανεμπόριο, δεν αρκεί όμως για να αντισταθμίσει τις αυξήσεις σε ενέργεια, τρόφιμα και υπηρεσίες, οι οποίες συνεχίζουν να καθορίζουν την τελική εικόνα της ακρίβειας για τα ελληνικά νοικοκυριά.

