Υπερτιμημένα κρίνονται όλο και περισσότερα ακίνητα που επιχειρείται να πουληθούν μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου», τουλάχιστον με βάση τις εκτιμήσεις των μηχανικών των τραπεζών. Το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι αναφορές για χαμηλότερες εκτιμήσεις της αξίας των ακινήτων, σε σχέση με την τιμή πώλησης που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στον αγοραστή και τον πωλητή.
Ετσι, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ο αγοραστής καλείται να καλύψει τη διαφορά που προκύπτει με ίδια κεφάλαια, τα οποία κατά κανόνα δεν έχει, καθώς η συντριπτική πλειονότητα δανείζεται στο ανώτατο επιτρεπόμενο ποσοστό (90% της αξίας του ακινήτου), ενώ υπάρχουν και ορισμένοι που επιχειρούν να λάβουν ακόμα και καταναλωτικό δάνειο, προκειμένου να καλύψουν τη διαφορά και να κατορθώσουν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό. Ασφαλώς αυτό συνιστά την ιδανική «συνταγή» για μελλοντικό «κοκκίνισμα» του δανείου, εφόσον το νοικοκυριό δεν διαθέτει καθόλου ρευστότητα, ώστε να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη και να είναι και συνεπές με τις υποχρεώσεις του. Το ζήτημα είναι ότι οι τιμές πώλησης έχουν φτάσει πλέον σε τέτοιο επίπεδο στρέβλωσης, ώστε ακόμα και οι τράπεζες φαίνεται να κινούνται πιο προσεκτικά, ώστε να αποφύγουν νέες περιπτώσεις κόκκινων δανείων, αλλά και να μη συγκεντρώνουν ενέχυρα με αξία, η οποία είναι χαμηλότερη του χορηγούμενου δανείου, κάτι που συνέβη π.χ. κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, λόγω της κατάρρευσης των αξιών των ακινήτων. Στην παρούσα συγκυρία, οι τιμές πώλησης, σε κάποιες περιπτώσεις κρίνονται πλέον τόσο υψηλές, ώστε να μη γίνονται αποδεκτές από τους μηχανικούς των τραπεζών, που κρίνουν ότι η εύλογη αξία είναι χαμηλότερη.
Μια τέτοια περίπτωση επικαλείται ο «παθών» Α.Φ. που επιχείρησε να αγοράσει ένα διαμέρισμα στην Ανθούπολη στο Περιστέρι. Οπως περιγράφει, υποχρεώθηκε να ακυρώσει τη διαδικασία του δανείου και να αποδεσμεύσει το ακίνητο, επειδή ο μηχανικός της τράπεζας δεν δέχτηκε την τιμή πώλησης και εκτίμησε το σπίτι σε χαμηλότερη αξία. Αν και δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα ποσά, ο κ. Φ. κλήθηκε να διαθέσει 60.000 ευρώ ο ίδιος (από 20.000 ευρώ που υπολόγιζε), προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα στο δάνειο που θα μπορούσε να λάβει (με βάση την εκτίμηση της τράπεζας) και στην τιμή που είχε συμφωνήσει να αγοράσει το ακίνητο.
Στην αγορά αναφέρουν ότι υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις, όπου οι μηχανικοί των τραπεζών εκτιμούν τα ακίνητα σε αξίες περίπου 10%-15% χαμηλότερες από τις τιμές που έχουν συμφωνηθεί, με αποτέλεσμα να ματαιώνονται κάποιες συναλλαγές. «Κάθε τράπεζα έχει τη δική της πολιτική και ασφαλώς υπάρχουν παραδείγματα όπου η εκτίμηση που γίνεται είναι χαμηλότερη της συμφωνίας που έχει γίνει. Αυτό δείχνει και τη στρέβλωση που έχει δημιουργηθεί στην αγορά κατοικίας, λόγω της αύξησης της ζήτησης και της σταθερά χαμηλής προσφοράς ακινήτων», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής.
Με βάση τα στοιχεία του δείκτη τιμών του Spitogatos.gr, με το πέρας και του φετινού πρώτου εξαμήνου, η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης στο κέντρο της Αθήνας είχε διαμορφωθεί σε 2.400 ευρώ/τ.μ., ή 240.000 ευρώ για 100 τ.μ., σημειώνοντας ετήσια άνοδο κατά 13,2%. Υπενθυμίζεται ότι η ανώτατη αξία που μπορεί να καλύψει το «Σπίτι μου» είναι ακίνητα 250.000 ευρώ, ενώ η ανώτατη αξία δανείου διαμορφώνεται σε 190.000 ευρώ. Ηδη δηλαδή η αγορά φαίνεται να έχει φτάσει σε επίπεδο που δύσκολα μπορούν να φτάσουν οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι, εκτός κι αν έχουν ίδια κεφάλαια τουλάχιστον 40.000-50.000 ευρώ, κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει για την πλειονότητα. Αντίστοιχα, στα δυτικά προάστια, η μέση ζητούμενη τιμή αγγίζει πλέον τα 2.135 ευρώ/τ.μ., ή 11,8% υψηλότερα σε σχέση με πριν από ένα χρόνο, όταν και πρωτοανακοινώθηκε ο δεύτερος κύκλος του προγράμματος «Σπίτι μου».
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσω του προγράμματος (πανελλαδικά) αγοράζονται κατοικίες που έχουν κατασκευαστεί κατά μέσον όρο το 1983, είναι επιφανείας 90 τ.μ. κατά μέσον όρο και μέσης αξίας 157.000 ευρώ, δηλαδή περίπου 1.750 ευρώ/τ.μ. ∆ικαιούχοι του προγράμματος είναι φυσικά πρόσωπα ηλικίας 25 έως 50 ετών, εφόσον δεν διαθέτουν άλλο ακίνητο κατάλληλο για κατοικία και ικανοποιούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με την οικογενειακή κατάστασή τους.
Το ελάχιστο όριο εισοδήματος είναι 10.000 ευρώ, ενώ το ανώτατο όριο είναι 20.000 ευρώ για άγαμους ή διαζευγμένους, 28.000 ευρώ (συν 4.000 ευρώ για κάθε τέκνο) για έγγαμους και 31.000 ευρώ (συν 5.000 ευρώ για κάθε τέκνο πέραν του πρώτου) όσον αφορά μονογονεϊκές οικογένειες ή διαζευγμένους με τέκνα.