Σημαντικά, αν και περιορισμένα, «πρακτικά» οφέλη έχει η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο DBRS, ωστόσο σε επίπεδο «συμβολισμού» αποτελεί σίγουρα έναν πολύ ισχυρότερο καταλύτη ο οποίος προοιωνίζεται πολλαπλές θετικές εξελίξεις για την ελληνική οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ σηματοδοτεί το τέλος ενός σκληρού και επώδυνου κύκλου.
Αν και το timing της αναβάθμισης ήρθε σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τη χώρα μετά τις καταστροφικές πλημμύρες που ακολούθησαν τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού και που έχουν δημοσιονομικό και πολιτικό αντίκτυπο, η ανάκτηση της «επενδυσιμότητας» έπειτα από σχεδόν 13 χρόνια, κατά τα οποία η Ελλάδα βίωσε τη χρεοκοπία, τη σημαντική συρρίκνωση της οικονομίας, μνημόνια, capital controls, κλείσιμο τραπεζών, την «απειλή» της εξόδου από την Ευρωζώνη, το κλείσιμο επιχειρήσεων και τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στο εξωτερικό, αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη. Εστω και αν αυτή είχε σε μεγάλο βαθμό αποτιμηθεί, γεγονός που εξηγεί την περιορισμένη πτώση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων (η απόδοση του 10ετούς διαμορφώθηκε στο 3,96% με πτώση 0,4%), ενώ αρνητικό ήταν το κλείσιμο στο ελληνικό χρηματιστήριο κατά τη συνεδρίαση της Δευτέρας (-0,71%).
Τα περισσότερα κράτη που αντιμετωπίζουν χρεοκοπία δεν πλησιάζουν ποτέ την επενδυτική βαθμίδα. Η DBRS αναγνώρισε τη σημαντική αλλαγή πορείας που έχει κάνει η Ελλάδα, κάνοντας λόγο για «εντυπωσιακό ιστορικό» που διασφαλίζει ότι θα ασκηθεί υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική και θα συνεχιστεί η μείωση του δημοσίου χρέους. Οπως δήλωσε και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) με ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, η Ελλάδα πέτυχε αυτό το ορόσημο «λόγω των αξιοσημείωτων προσπαθειών των κυβερνήσεων και του λαού της». «Η προώθηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, οι επενδύσεις και η παραμονή σε μια συνετή δημοσιονομική πορεία θα ενισχύσουν την επιτυχία και την εμπιστοσύνη της αγοράς».
Οφέλη για τις τράπεζες
Η DBRS είναι ένας από τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης τους οποίους αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο των πράξεων του Ευρωσυστήματος (της αρκεί μία μόνο αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας). Οπότε, αυτή η αναβάθμιση στην πράξη είναι σημαντική κυρίως για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς σημαίνει πως η αξία των ελληνικών ομολόγων τα οποία «καταθέτουν» ως εγγυήσεις για τις πράξεις αναχρηματοδότησης δεν θα δέχονται μεγαλύτερο «κούρεμα» από ό,τι ισχύει για τα ομόλογα όλων των υπόλοιπων χωρών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα «haircuts» στα ελληνικά ομόλογα θα μειωθούν κατά 40% σε μέσον όρο. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες με την ίδια ποσότητα ομολόγων (ενεχύρων) θα αντλούν περισσότερα κεφάλαια από την ΕΚΤ.
Τα ελληνικά ομόλογα επίσης θα δεχθούν στήριξη, έστω κι αν σε επίπεδο αποδόσεων η αναβάθμιση είχε αποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς στο εξής θα είναι επιλέξιμα για όποιες μελλοντικές πράξεις – προγράμματα της ΕΚΤ, χωρίς να εξαρτώνται από την παροχή «εξαίρεσης» (waiver). Η αναβάθμιση δίνει παράλληλα την ευκαιρία σε έναν αυξημένο αριθμό funds να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επενδύσουν στην Ελλάδα, επιτρέποντάς τους να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές μακροοικονομικές τάσεις της χώρας, έστω κι αν η μέση αξιολόγηση της Ελλάδας ακόμη δεν είναι σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας (για να γίνει αυτό θα χρειαστεί και άλλη αναβάθμιση από κάποιον οίκο).
Η αξιολόγηση της DBRS δεν σημαίνει πολλά σε ό,τι αφορά την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους βασικούς διεθνείς δείκτες, καθώς αυτοί λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση που δίνουν οι τρεις «μεγάλοι» – S&P, Moody’s, Fitch. Οπότε θα χρειαστεί κάποιος χρόνος ακόμη πριν αλλάξουν στην πράξη «πίστα» οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι. Σύμφωνα με τον αναλυτή της Citigroup, Αμαν Μπανσάλ, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε βασικό διεθνή δείκτη αναμένεται τον Ιανουάριο του 2024 το νωρίτερο και κατά την αναδιάρθρωση του δείκτη Bloomberg Barclays.
Η ανάκτηση του «investment grade» ανοίγει τον δρόμο για τη μείωση του κόστους δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Ισχυρό μήνυμα
Το σημαντικότερο, ωστόσο, σε ό,τι αφορά την κίνηση της DBRS είναι η βελτίωση της «ψυχολογίας»: οι προσδοκίες που δημιουργούνται και τα σήματα που στέλνει. Πλέον οι αγορές θα εστιάσουν στις κινήσεις των υπόλοιπων οίκων. Η αξιολόγηση της Moody’s την προσεχή Παρασκευή δεν θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς αν και αναμένεται να είναι θετική, ακόμη απέχει αρκετά από την επενδυτική βαθμίδα. Η πιο σημαντική είναι αυτή της S&P τον Οκτώβριο, καθώς ο οίκος δίνει ήδη θετικές προοπτικές στην Ελλάδα και τη βαθμολογεί μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ενώ ακολουθεί η Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Οι επενδυτές θα αρχίσουν να αποτιμούν έντονα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από τους S&P και Fitch και αυτό μεταφράζεται σε ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους δείκτες, υποστηρίζοντας τις αποτιμήσεις των ελληνικών assets. Μια μέση βαθμολογία «investment grade» για την Ελλάδα σημαίνει μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και των επιχειρήσεων, βελτιώνοντας τις συνθήκες ρευστότητας. Οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, καθώς και τα νοικοκυριά, αν και επηρεάζονται από τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ, θα δουν την επίδραση αυτή να αμβλύνεται εν μέρει, ενώ θα ακολουθήσουν αναβαθμίσεις της αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών και των ελληνικών εισηγμένων.
Η επενδυτική βαθμίδα θα μεταφραστεί σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες, εξοικονόμηση κόστους τόκων για τις μελλοντικές εκδόσεις MREL ύψους 8 δισ. (δηλαδή 80 εκατ. ευρώ συνδυαστικά ετησίως για μείωση του κόστους χρηματοδότησης κατά 100 μονάδες βάσης) και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων των τίτλων τους, που αποτελούνται κυρίως από ελληνικά κρατικά ομόλογα, όπως εκτιμά η NBG Securities. Επιπλέον, η πτώση του κόστους δανεισμού θα διευκολύνει περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν στην αποπληρωμή των TLTROs.
Επίσης, η επενδυτική βαθμίδα φέρνει περαιτέρω εμπιστοσύνη και θα επιταχύνει τις ξένες επενδύσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων θα παράσχει πρόσθετη ώθηση έως 0,5% στο ΑΕΠ το 2024.
Οσον αφορά τις αγορές, θα οδηγήσει σε επέκταση της επενδυτικής βάσης για ομόλογα και μετοχές, προσελκύοντας παράλληλα νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, οι οποίοι προηγουμένως δεν μπορούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα διευκολύνει και την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, από τις αναδυόμενες που έχει υποβαθμιστεί από το 2013 από την MSCI και από το 2015 από τον FTSE.