Ραντεβού στο άνοιγμα της βουλής στις 22 Αυγούστου για ξεκάθαρες θεσμικές απαντήσεις σχετικά με το ζήτημα της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη δίνει το Μέγαρο Μαξίμου σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, μετά και την κατάθεση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για τον ισχυρότερο έλεγχο της ΕΥΠ.
Το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να αποδείξει με τις πρωτοβουλίες των τελευταίων ημερών ότι θα υπάρξουν εφεξής περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες για τη λειτουργία της ΕΥΠ στην κρίσιμη παγκόσμια συγκυρία, ενώ τη ίδια ώρα προετοιμάζει νέο πακέτο μέτρων για την θωράκιση των ευάλωτων νοικοκυριών και της μεσαίας τάξης απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια και τον πληθωρισμό. Κυβερνητικά στελέχη συμπληρώνουν ότι, ό,τι έγινε και δεν έπρεπε να γίνει (και σίγουρα δεν γνώριζε το Μέγαρο Μαξίμου) θα αναλυθεί πλήρως στο πεδίο της βουλής- δηλαδή κατά τη διάρκεια της προ ημερησίας συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών και της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που θα προσδιοριστούν συγκεκριμένα από τη Διάσκεψη των Προέδρων της βουλής στις 22 Αυγούστου. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου τονίζει για το θέμα ότι ο κ. Ανδρουλάκης εκλήθη να ενημερωθεί αρμοδίως αλλά συνεχίζει να αρνείται και λέει χαρακτηριστικά ότι: «Aπό την πρώτη στιγμή που πληροφορήθηκε το ζήτημα, η Κυβέρνηση το δημοσιοποίησε και επεδίωξε απολύτως θεσμικά δια του Υπουργού Επικρατείας να επικοινωνήσει με τον κ. Ανδρουλάκη, προκειμένου να ενημερωθεί από τον νέο Διοικητή της ΕΥΠ. Ο κ. Ανδρουλάκης εξακολουθεί να αρνείται. Αντ΄αυτού, με καθημερινές δηλώσεις του, επιχειρεί την εργαλειοποίηση ενός, όντως, πολύ σημαντικού θέματος. Η Κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει αυτή τη στείρα ανταλλαγή δηλώσεων. Η συνέχεια θα δοθεί, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, στη Βουλή».
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ με νέα δήλωσή του συνεχίζει την σφοδρή επίθεση στην κυβέρνηση, επιμένει ότι δεν πρόκειται να μπει σε προφορική συζήτηση με τις αρχές της ΕΥΠ, «που λειτούργησαν παρά το Σύνταγμα και τους νόμους» και χαρακτηρίζει εξωθεσμική τη σχετική διαδικασία, που «δεν είναι ούτε νόμιμη ούτε ηθική». Ο κ. Ανδρουλάκης έχει ζητήσει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής– κίνηση με την οποία η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι συμφωνεί. Χθες ζήτησε επιπλέον «να διαβιβαστεί αμέσως το σύνολο του φακέλου στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και να ενημερωθούν με τον πιο επίσημο τρόπο η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τους λόγους της παράνομης και αντισυνταγματικής παρακολούθησής μου από την ΕΥΠ». Ταυτόχρονα με αφορμή την κατάθεση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου διαπίστωσε με νόημα ότι η κυβέρνηση διατηρεί «το στρεβλό καθεστώς υπαγωγής της Υπηρεσίας στο πρωθυπουργικό γραφείο και την διάταξη για μη ενημέρωση του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφαλείας».
Η Χαριλάου Τρικούπη επαναλαμβάνει ότι η ΕΥΠ μέσω της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, «παρακολουθούσε και ένα ολόκληρο κόμμα, πρώην Πρωθυπουργούς, βουλευτές, και μέλη του κόμματος, που συνομιλούσαν μαζί του σε τακτά χρονικά διαστήματα για τις εξελίξεις», ενώ κάνει λόγο και θέτει ερωτήματα για τη «διαβολική σύμπτωση, και για το πως ελάχιστες ημέρες αφού ξεκίνησε η παρακολούθηση της ΕΥΠ, έγινε η επίθεση σε βάρος του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, τότε ευρωβουλευτή, με το Predator». Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη πλευρά χρησιμοποιεί ρητορική και χαρακτηρισμούς υψηλότερων τόνων- στελέχη της Κουμουνδούρου έλεγαν χθες για παράδειγμα ότι «η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ο κ. Μητσοτάκης, εκτός από επικίνδυνος για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, παραμένει κι ένας κοινός πολιτικός απατεώνας». Αφορμή της επίθεσης ήταν η Πράξη Νομοθετικού περιεχομένου που κατά την Κουμουνδούρου διατηρεί ανέπαφο το καθεστώς αδιαφάνειας στη λειτουργία της ΕΥΠ, αφού:
-Διατηρεί τον έλεγχο της ΕΥΠ από το πρωθυπουργικό γραφείο και την επιλογή του επικεφαλής της από τον πρωθυπουργό προσθέτοντας μόνο μια απλή γνωμοδότηση της Βουλής.
-Δεν καταργεί την κατάπτυστη και ένοχη τροπολογία της κυβέρνησης του με την οποία δεν επιτρέπει στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους πολίτες για την άρση του απόρρητου της επικοινωνίας τους.
Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ και ο τομεάρχης Δικαιοσύνης του κόμματος, Χρήστος Κακλαμάνης υποστηρίζουν όσον αφορά στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ότι: «Αν η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός προσωπικά δεν ήταν σταθερά προσανατολισμένοι στην επικοινωνιακή και μόνο διαχείριση της κρίσης που αντιμετωπίζουν, θα είχαν προβεί: πρώτον στην αφαίρεση της αρμοδιότητας για την ΕΥΠ από το γραφείο του Πρωθυπουργού, δεύτερον στην επαναφορά της δυνατότητας ενημέρωσης των παρακολουθούμενων και τρίτον στην ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου της ΕΥΠ και της εποπτείας της από τις Ανεξάρτητες Αρχές. Αντ’ αυτών η δημοσιευθείσα ΠΝΠ απλά διαιωνίζει το υφιστάμενο διάτρητο θεσμικό πλαίσιο».