της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Εν πρώτοις, θα ήθελα να αναφερθώ στον λόγο, για τον οποίο χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό Έλληνας, για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο Δραγάτση. Όπως όλοι οι προκάτοχοί του, έτσι κι εκείνος, ο τελευταίος αυτοκράτορας, υπέγραφε ως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ενώ η ίδια η αυτοκρατορία, ορθώς, ονομάζεται ρωμαϊκή. Καταχρηστικώς χρησιμοποιούμε τον όρο Βυζάντιο και βυζαντινός, για να προσδιορίσουμε με τον οικείο σε μάς, αλλά τοπικό αυτό χαρακτηρισμό, την ιστορική περίοδο κατά την οποία η πρωτεύουσα τού Κράτους μετεφέρθη στην Ανατολή, στο Βυζάντιο. Ωστόσο, αυτή η μεταφορά τής πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, απλά σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο για την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η οποία βαθμηδόν εξελληνίζεται και χριστιανοποιείται.
Κατά τους τελευταίους αιώνες ζωής της, η αυτοκρατορία αποκτά μία θεώρηση για τον εαυτό της, στηριγμένη στο κλασσικό ιδεώδες τής ελληνικής παιδείας και φιλοσοφίας. Γνωρίζουμε, πως τόσο οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά και το εν γένει εκπαιδευτικό σύστημα, προήγαγε την μελέτη των μαθημάτων τα οποία διδάσκονταν και στις φιλοσοφικές σχολές τής κλασσικής αρχαιότητας, ωστόσο μέσα από το πρίσμα της χριστιανικής διδασκαλίας. Βέβαια, ο όρος Έλληνας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, εσήμαινε τον ειδωλολάτρη, τον εκ του εθνικού κόσμου προερχόμενον. Όμως την ύστερη αυτήν εποχή, κατά την Παλαιολόγεια Αναγέννηση, όπως είναι γνωστή η άνθιση γραμμάτων και τεχνών· που ήκμαζαν, σε σχέση με την εδαφική συρρίκνωση και πολιτική κατάπτωση προ τού τέλους, ο όρος Έλληνας είχε πλέον αλλάξει σημασία και εχρησιμοποιείτο, τουλάχιστον από τούς λογίους συγγραφείς, ως δηλωτικός, όχι τόσο τής καταγωγής, αλλά τής παιδείας, την οποία ελάμβανε κάποιος. Αυτή η συναίσθηση ελληνικότητος εδράζεται στην πλέον καθολική συνείδηση ότι υπάρχει αδιάλειπτη συνέχεια και σύνδεση με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, υπήρξε το τραγικό εκείνο πρόσωπο, στο οποίο συνενώθη η προσωπική θλιβερή διαδρομή τού βίου, αλλά και η γενικότερη συντριβή μίας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Βρέθηκε στο μεταίχμιο μίας εποχής που εξαφανιζόταν ανεπιστρεπτί και μίας νέας αυγής που χάραζε για το έθνος. Ο τελευταίος Έλληνας αυτοκράτορας ήταν εκείνος που υπερασπίστηκε την Κωνσταντινούπολη έως το τέλος, γνωρίζοντας βεβαίως καλά, ότι η τύχη τής Βασιλεύουσας αλλά και όλου τού ελληνισμού, ήταν ήδη προκαθορισμένη.
Ο τελευταίος αυτοκράτωρ, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1405. Υπήρξε τριτότοκος γιός τού αυτοκράτορος Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και τής αυτοκράτειρας Ελένης. Ήταν επίσης αδελφός των Θωμά, Ιωάννη, Θεοδώρου, Ανδρονίκου και Δημητρίου και δεσπότης τού Μωριά. Ο πιστός υπηρέτης, φίλος, κουμπάρος[1] και συνοδοιπόρος του, ο Γεώργιος Σφραντζής, στο έργο του «Βραχύ Χρονικόν», δίνει πλήθος στοιχείων για την προσωπικότητα τού Κωνσταντίνου, αλλά και τα γεγονότα στα οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερες πνευματικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές ανησυχίες. Είχε αποδείξει πως ήταν άνθρωπος τής πράξεως, ικανός στρατιώτης και κυβερνήτης. Με την εντιμότητα και την ορθή κρίση του, είχε καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό και την αφοσίωση των γύρω του.
Ο Κωνσταντίνος, ως δεσπότης τού Μυστρά, βρισκόταν σε επισφαλή θέση, καθώς σημαντικά κάστρα τού Μωριά, βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων, τού Πριγκηπάτου τής Αχαΐας /ή Μωρέως, όταν αποφασίστηκε να γίνει ο πρώτος γάμος του, με την θυγατέρα τού Λεονάρντο Τόκκο, λατίνου άρχοντα τού Μωριά, Μανταλένα Τόκκο, η οποία βαπτίστηκε Θεοδώρα. Ο γάμος έγινε τον Ιούλιο τού 1428, στην περιοχή των Κανδριανίκων (Σύνορα) Πατρών, ενώ οι Παλαιολόγοι ετοιμάζονταν να πολιορκήσουν την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος έλαβε ως προίκα πολλά εδάφη στην Πελοπόννησο, ανάμεσά τους και το κάστρο τής Γλαρέντζας, σημερινής Κυλλήνης. Όμως, η Θεοδώρα απεβίωσε όντας έγκυος, τον Νοέμβριο τού 1430, στα θερινά ανάκτορα των Παλαιολόγων, στο Σαντομέρι, το οποίον ο Γεώργιος Σφραντζής ονομάζει Στάμηρον[2]. Διασώζεται μάλιστα τμήμα δημώδους άσματος αναφερομένου εις αυτήν:
«Καλή κυρά Θοδώρα, αρχόντισσα μαντόνα,/
στου Γάστουνα τα μέρη, χρυσό μας περιστέρι»
[ * Θεοδώρα αναφέρεται η σύζυγος τού αυτοκράτορος, η οποία εν πρώτοις ήτο ρωμαιοκαθολική και ονομάζετο Μαγδαληνή.
* Παγώνα χαρακτηρίζεται η προαναφερθείσα Θεοδώρα, υποδηλώνοντας την ασύγκριτη ομορφιά της. Εξ ου και το βαπτιστικό όνομα Παγώνα, αλλά και η εν λόγω τοποθεσία στην περιοχή Σύνορα Πατρών, που παλαιότερα ονομάζετο Παγώνα, εξ αφορμής τής ωραιοτάτης Θεοδώρας.
* Γάστουνας αναφέρεται ο Γάλλος Gastone, κτήτωρ τής Γαστούνης.]
Τον Μάιο τού 1430, ο Κωνσταντίνος τελικώς κατέλαβε την Πάτρα και έγινε κύριος τού μεγαλυτέρου μέρους τής Πελοποννήσου.
Αργότερα, κατά την διάρκεια τής Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, προκειμένου να παραστεί στην Σύνοδο, άφησε ως αντιβασιλέα στην θέση του, τον αδερφό του, Κωνσταντίνο.
Στις 27 Ιουλίου 1441, έπειτα από 12 έτη χηρείας, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, νυμφεύθηκε στην Μυτιλήνη, την Κατερίνα Gattilusio, κόρη τού Ντορίνο Γκατιλούζιo, ηγεμόνα τής Λέσβου. Κίνηση στρατηγικής σκοπιμότητος, μπορεί να χαρακτηριστεί αυτός ο γάμος, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν η βοήθεια των Λατίνων προς την Ανατολή, ενώ επιτακτική ήταν η ανάγκη ο Κωνσταντίνος να αφήσει διαδόχους. Όμως, η νύφη απεβίωσε μετά από αποβολή εμβρύου, τον Αύγουστο τού 1442 στην Λήμνο.
Κατόπιν τής δεύτερης αυτής ατυχίας, έγιναν κάποιες συζητήσεις, ώστε να πραγματοποιηθεί συνοικέσιο τού Κωνσταντίνου με κάποια από τις τέσσερεις κόρες τού δόγη τής Βενετίας, ωστόσο ο θάνατος τού αυτοκράτορος Ιωάννη, ματαίωσε τα σχέδια εκείνα.
Όταν ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος απεβίωσε (1448), ο αδελφός του, Κωνσταντίνος, ανηγορεύθη αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Το αίτημα για να αναλάβει εκείνος την διακυβέρνηση, ήταν επιτακτικό από την πλευρά της μητέρας του Ελένης, αλλά και καθολικό, αποδεικνύοντας περίτρανα την προσφιλή παρουσία τού Κωνσταντίνου στην συνείδηση τής κοινής γνώμης. Η στέψη του έλαβε χώρα στον Μυστρά, στις 6 Ιανουαρίου 1449. Ήταν η πρώτη αυτοκρατορική στέψη, με εξαίρεση την περίοδο τής Λατινικής Αυτοκρατορίας τής Πόλεως, που δεν έγινε από πατριάρχη. Πολλές φορές μάλιστα, αμφισβητήθηκε από τούς συγχρόνους του, η κανονικότητα της στέψης αυτής, που δεν πραγματοποιήθηκε στο Ναό τής Τού Θεού Σοφίας, στην Πόλη.
Στις 12 Μαρτίου 1449, ο νέος αυτοκράτωρ, έφθασε με καταλανικό πλοίο στην Πόλη, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Οι αδελφοί του, Δημήτριος και Θωμάς έμειναν πλέον ως δεσπότες στην Πελοπόννησο, εξουσιάζοντας ο μεν Δημήτριος τον Μυστρά και το νοτιοανατολικό άκρο τής χερσονήσου, ο δε Θωμάς τα βορειοδυτικά, την Γλαρέντζα και την Πάτρα.
Ωστόσο, επί μακρόν συνεχίστηκε η προσπάθεια για ανεύρεση κατάλληλης συζύγου, για τον ήδη δύο φορές χηρεύσαντα Κωνσταντίνο. Μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα των Ρωμαίων, οι άρχοντες τής Κωνσταντινουπόλεως δεν αποδέχονταν ένα εν δυνάμει συνοικέσιο με κάποια αιρετική, όπως ήσαν οι Βενετσιάνες ευγενείς. Ο έμπιστός του, Σφραντζής, προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη σύζυγο για τον κύριό του, στράφηκε προς την Ανατολή, καταλήγοντας στην κόρη τού βασιλιά τής Ιβηρίας, σημερινής Γεωργίας και στην κόρη τού αυτοκράτορος τής Τραπεζούντος, οι οποίες είχαν μεγάλη προίκα.
Ξαφνικά όμως, τα σχέδια τού Σφραντζή άλλαξαν. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’, πατέρας τού Μωάμεθ τού Πορθητή, απεβίωσε και η χήρα του, κόρη τού δεσπότη τής Σερβίας, Μάρα Μπράνκοβιτς η οποία χήρευσε, εστάλη πίσω στους γονείς της. Τότε, εστάλησαν πρέσβεις για να ζητήσουν το χέρι της, όμως καθώς η Μάρα είχε πάρει όρκο στον Θεό να μείνει ελεύθερη αν ελευθερωθεί από τον σουλτάνο άνδρα της, το συνοικέσιο ματαιώθηκε. Η ίδια βέβαια ήταν τότε πενήντα ετών και προτίμησε να αποσυρθεί σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι για το υπόλοιπο τού βίου της. Δυστυχώς, αυτή η ατυχία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την μετέπειτα πολιορκία και πτώση τής Πόλεως, καθώς εάν η Μάρα δεχόταν να γίνει αυτοκράτειρα, ο Μωάμεθ ίσως δεν προέβαινε στην πολιορκία, λόγω τής ιδιαίτερης αγάπης που έτρεφε προς εκείνη.
Έπειτα, ο Σφραντζής προχώρησε σε συνοικέσιο τού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου με την κόρη τού βασιλέως τής Ιβηρίας, όμως υπήρξαν καθυστερήσεις που τελικά ακύρωσαν το ταξίδι της στην Κωνσταντινούπολη. Ουσιαστικά, ενώ ο Κωνσταντίνος ανέμενε την νύφη, οι Οθωμανοί επετέθησαν στην Βασιλεύουσα. Πολλά τραγούδια και λαϊκοί θρύλοι μετά την Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρονται σε υποτιθέμενη σύζυγο του αυτοκράτορα και τέκνα αυτού. Ορισμένοι μελετητές ερευνώντας αρχεία και βιβλιοθήκες ανακάλυψαν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν μνηστευμένος με την Άννα Νοταρά, κόρη του δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος μετά την Άλωση θανατώθηκε από τον Μωάμεθ. Στα λατινικά έγγραφα της εποχής μνημονεύεται ως sponsa imperialis, δήλα δή «μνηστή του αυτοκράτορα», όμως δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Η Άννα, πέθανε το 1507 σε μεγάλη ηλικία και ανύμφευτη, στην Βενετία.
Μετά την ανάρρηση στον οθωμανικό θρόνο, τού σουλτάνου Μωάμεθ, μετέπειτα γνωστού ως Πορθητή, η κατάσταση άρχισε να φαντάζει δυσοίωνη για τις ελληνικές κτήσεις στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος, αποστέλλοντας πρέσβεις στην Βενετία κι έπειτα στην Ρώμη, ζήτησε ανθρώπινο δυναμικό για τον στρατό του αλλά και ενός είδους συμφωνία με τον πάπα, ο οποίος όμως έμενε αμετακίνητος στις θέσεις του, όπως αυτές επιβλήθησαν στην ψευδοένωση των Εκκλησιών στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Οι Οθωμανοί με κάθε τρόπο έδειχναν απροκάλυπτα την εχθρική τους διάθεση. Την άνοιξη τού 1451, άρχισε η κατασκευή τού φρουρίου Ρούμελη Χισάρ, στο στενότερο σημείο τού Βοσπόρου. Το φρούριο ολοκληρώθηκε στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1452.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ, έδωσε εντολή όλα τα πλοία να ελέγχονται περνώντας τα στενά τού Βοσπόρου. Τοιουτοτρόπως, ούτε τα βυζαντινά, αλλά ούτε και τα πλοία των Δυτικών μπορούσαν να πλεύσουν ελεύθερα. Το γεγονός αυτό είχε ως σκοπό αφ’ ενός να απομονώσει την Ανατολή και να δημιουργήσει οικονομική δυσπραγία και έλλειψη αγαθών, αφ’ ετέρου να αποκόψει την Πόλη από κάθε ξένη βοήθεια, απέναντι στην επικείμενη πολιορκία των Οθωμανών. Πολύ απλά, οι Τούρκοι ήθελαν να δείξουν ότι εκείνοι είναι πλέον οι κύριοι τής περιοχής.
Η πολυπόθητη βοήθεια από την Δύση έφθασε πενιχρή και στηριζόταν κυρίως σε Βενετούς, Γενουάτες και Καταλανούς οι οποίοι είχαν συμφέροντα στην περιοχή τού Βοσπόρου, καθώς είχαν παροικίες εκεί, ενώ ασχολούνταν με το εμπόριο. Εκείνοι στάθηκαν στα τείχη τής Πόλεως και πολέμησαν, άλλοι έως το τέλος και άλλοι έως ότου διαφανεί η οριστική πλέον έκβαση τής πολιορκίας.
Στην Πόλη, Θείες Λειτουργίες και λιτανείες άρχισαν να γίνονται. Ο λαός άφησε την τύχη του στα χέρια τού Θεού, ενώ προσπαθούσαν όλοι να βοηθήσουν όπως μπορούσαν, επιδιορθώνοντας τις ζημιές κατά την διάρκεια τής νύχτας. Εν τέλει, την παραμονή τής Αλώσεως, ορθόδοξοι και λατίνοι, όλοι μαζί προσευχήθηκαν στο Ναό τής Αγίας Σοφίας, ενώπιον τού Θεού των χριστιανών, πιο ενωμένοι από ποτέ.
Ο τελευταίος αυτοκράτωρ, έπεσε κατά την στιγμή τής Αλώσεως, στα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως την οποία υπεράσπιζε, στις 29 Μαΐου 1453. Εκείνη την αποφράδα Τρίτη, που οι Οθωμανοί εισήλθαν νικητές και κυρίαρχοι στην επτάλοφη Πόλη, αρπάζοντας, βιάζοντας, επιδιδόμενοι σε όλων των ειδών τις ταπεινώσεις απέναντι στους χριστιανούς κατοίκους, καταστρέφοντας μνημεία σπουδαίας σημασίας, σφάζοντας τον λαό ακόμη και μέσα στην Εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, όπου ως ικέτες είχαν προσφύγει, ελπίζοντας πως οι Οθωμανοί θα σεβαστούν την ιερότητα τού θρησκευτικού μνημείου και τού χώρου λατρείας, ακόμη κι αν ήσαν αλλόθρησκοι. Δυστυχώς, οι κατακτητές εφάνηκαν ανηλεείς από κάθε άποψη.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ, μετά την κατάκτηση τής Πόλεως, κατέλαβε σταδιακά και άλλα εδάφη τής Βαλκανικής και τής Μεσογείου, προσαρτώντας περιοχές στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Κατέλαβε μάλιστα και τα δικά μας μέρη, την Πελοπόννησο, κάποια χρόνια αργότερα. Αφού κατέλαβε την Αρκαδία, κυρίευσε άλλες περιοχές, όπως το καλώς οχυρωμένο Χλεμούτζι και το χωριό Σαντομέρι, ενώ έφθασε έως την Πάτρα, όπου και παρέμεινε.
Να μην λησμονήσουμε να αναφερθούμε στην μεταφορά τής Τιμίας Κάρας τού Αποστόλου Ανδρέα τού Πρωτοκλήτου, πρώτα στην Κέρκυρα κι έπειτα στην Ρώμη από τον Θωμά Παλαιολόγο. Εκείνος την παρέδωσε στον πάπα Πίο Β’, στις 12 Απριλίου 1462, Κυριακή των Βαΐων. Η Τιμία Κάρα επέστρεψε στην Πάτρα με τιμές, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, έζησε συνολικά 49 χρόνια, 3 μήνες και είκοσι ημέρες. Κάθισε στον αυτοκρατορικό θρόνο για 4 χρόνια, 4 μήνες και 24 ημέρες. Ήταν ο όγδοος και τελευταίος βασιλέας τής δυναστείας των Παλαιολόγων, τελευταίος αυτοκράτορας τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η γενιά των Παλαιολόγων, βασίλεψε από το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη επανήλθε στα χέρια των Ρωμαίων μετά την Άλωση τού 1204. Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό, πως στα 1204, έχουμε την ίδρυση τής Λατινικής Αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινουπόλεως, αφού η Ανατολή περιήλθε στα χέρια των Φράγκων Σταυροφόρων τής Δ’ Σταυροφορίας. Το τέλος τής Λατινικής Αυτοκρατορίας, επήλθε στα 1261.
Οι θάνατοι των γυναικών τού Κωνσταντίνου, τα αποτυχημένα συνοικέσια και κυρίως η μη απόκτηση διαδόχου, συνέτειναν στη θλίψη που επισκίαζε την ζωή του. Συνθετικά και με την πορεία τού Κράτους προς το τέλος, ο Κωνσταντίνος ένοιωσε την εκ βαθέων συντριβή του φρονήματος, την πτώση τού ηθικού του και την ολοκληρωτική αποτυχία ως άνδρας, απόγονος τής γενιάς του, πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης. Όμως, παρ’ ό, τι μπορούσε να αφεθεί στο πέπλο τής θλίψης και τής απάθειας, εκείνος επέλεξε να προσπαθεί, έχοντας πίστη και ελπίδα πως ο Θεός, θα βοηθήσει την Πόλη του. Αυτή υπήρξε μία παγιωμένη θέση των Βυζαντινών, οι οποίοι απέδιδαν μεγάλη τιμή στην Θεία Πρόνοια και αποδέχονταν τα πάντα ως προερχόμενα από τον Θεό, ακόμη και ως τιμωρία για τα αμαρτήματα των ανθρώπων ή ως παίδευση.
Σκιαγραφώντας το πορτραίτο τού τελευταίου Αυτοκράτορα, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε ένας άνδρας με πυγμή, δύναμη και ιδανικά. Αν και έζησε σε μία εποχή δύσκολη, όπου δεν μπόρεσε με τις ικανότητες που αναμφισβήτητα είχε, να σώσει την έκρυθμη κατάσταση, στάθηκε αντάξιος των περιστάσεων. Οι ατυχίες τής προσωπικής του ζωής, δεν τον έκαναν να παραιτηθεί, αλλά να δώσει όλη του την ενέργεια στην υπεράσπιση και σωτηρία τού Κράτους. Ο χρονικογράφος Κριτόβουλος, τον χαρακτηρίζει άνδρα φρόνιμο και μετριοπαθή στην ιδιωτική του ζωή, που πάντα είχε ως ανώτατο σκοπό την σωφροσύνη και την αρετή[3].
Όσον αφορά στην θέση του απέναντι στην Εκκλησία, ως διάδοχος τού αδελφού του, Ιωάννη, ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει τα όσα υπεγράφησαν στην Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας για την Ένωση των Εκκλησιών. Όμως, δεν μπορούσε να περιφρονήσει την σταθερή αντίληψη τού μεγαλυτέρου μέρους τού λαού, ο οποίος ήταν κατά τής Ένωσης. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, προσπάθησε να διατηρήσει μία κοινή συνισταμένη, αν και γνώριζε πως το ενδεχόμενο Ενώσεως είχε ναυαγήσει. Ουσιαστικά, ο ίδιος δεν φαίνεται να τασσόταν υπέρ τής Ενώσεως, γι’ αυτό προσπάθησε να έρθει σε κάποια συμφωνία, που τουλάχιστον θα έφερνε στρατιωτική βοήθεια, αλλά δεν θα απαιτούσε θρησκευτική υποδούλωση. Αυτό θα επιτυγχανόταν κυρίως με έναν καλό γάμο.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε κάτι να χάσει. Πολέμησε με όλο του το είναι, για τα μόνα ιδανικά που είχαν απομείνει στον ίδιο και στην χειμαζόμενη αυτοκρατορία του. Κι αυτά ήσαν αφ’ ενός η εδαφική ακεραιότητα τού Κράτους, αφ’ ετέρου η Ορθόδοξη πίστη. Τα άγια και τα ιερά που υπερασπίστηκαν μέχρι το τέλος οι Ρωμαίοι – ή Βυζαντινοί, όπως επεκράτησε να τούς λέμε. Ο τελευταίος αυτοκράτωρ, συνέδεσε το τέλος του, με εκείνο τής χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας, ενώ δεν εγκατέλειψε την μάχη ούτε την ύστατη στιγμή, όταν ήταν πλέον πασιφανής η έκβασή της.
Οι τέσσερεις χρονικογράφοι τής Αλώσεως, ήτοι Δούκας, Σφραντζής, Κριτόβουλος και Χαλκοκονδύλης, ο καθένας από την δική του σκοπιά, μιλούν με θαυμασμό για τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ και την θυσία του. Αλλά και νεώτεροι ερευνητές, οι οποίοι ασχολούνται με την ιστορία, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτήν την προσωπικότητα, διακατέχονται από δέος.
Στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου, μπορούμε να διακρίνουμε την δυναμική τού ιδεώδους μονάρχη, τού αποδεχομένου την ελέω Θεού βασιλεία επί των ανθρώπων και την ταπεινή διακονία τού λαού, με κάθε μέσο προσφοράς και θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια την ζωή του για το κοινό καλό. Η πίστη του σε μία ουτοπία, σε ένα χαμένο όνειρο, κάνει τον τελευταίο αυτοκράτορα ακόμη πιο μεγάλο στα μάτια μας. Εκτός από την ρομαντική φιγούρα τού ιδεολόγου, ο Κωνσταντίνος καταλήγει πραγματικά αθάνατος. Ξεπερνά τον θάνατο. Γίνεται θρύλος. Γίνεται η ελπίδα τού Γένους για ελευθερία, για υπομονή έναντι στον ξένο ζυγό, στον πόνο, στην γενοκτονία, στο σκοτάδι της κάθε λογής συμφοράς.
Ο λαός ποτέ δεν μπόρεσε να δεχθεί την Άλωση τής Πόλεως, ούτε τον χαμό τού αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έλεγε: «Έχουμε βασιλιά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στην Πόλη». Το ότι ο θάνατός του ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε, έγινε αιτία να δημιουργηθούν ένα σωρό θρύλοι σχετικά με την επιστροφή του και την λύτρωση που θα φέρει, ισορροπώντας ξανά τον τροχό τής ιστορίας. Στη συνείδηση τού Γένους, ο Παλαιολόγος ενσαρκώνει το ‘’ποθούμενον’’. Η Εκκλησία δεν τον κατέταξε στην χορεία των Αγίων Μαρτύρων της, καθώς η τελευταία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, ακόμη δεν τελείωσε. Θα συνεχιστεί και ο Κωνσταντίνος θα επανέλθει την κατάλληλη στιγμή στην Πύλη τού Ρωμανού. Αυτή η πεποίθηση ρίζωσε βαθιά στην καρδιά τού λαού μας.
[1] Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, είχε στεφανώσει τον Γεώργιο Σφραντζή και είχε βαπτίσει τον πρώτο γιό του.
[2] Stamira των Φράγκων
[3] Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 271.