Στις μέρες μας το θέμα της παραβατικότητας των ανηλίκων απασχολεί ιδιαίτερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνήθως με πηχυαίους τίτλους και μάλλον ηδονοβλεπτική παρά δημοσιογραφική κάλυψη. Επίσης, αρκετά συχνά, ακόμα και από επίσημα χείλη, αναπαράγεται η διαπίστωση ότι στη χώρα μας στα χρόνια που διανύουμε βιώνουμε μια υποτιθέμενη έκρηξη περιστατικών βίας με δράστες ανήλικους – τόσο μεγάλη ώστε να είναι αναγκαία και δικαιολογημένη η άμεση λήψη δραστικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος που απορρέει από τα τάχα αυξημένα αυτά περιστατικά.
Τι έχει αλλάξει στο προφίλ των ανήλικων παραβατών
Σημαίνουν όλα τα παραπάνω ότι δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα παραβατικότητας των ανηλίκων; Σημαίνουν ότι όλος ο θόρυβος γύρω από το φαινόμενο είναι μόνο τεχνητός για να προκληθούν άλλοτε πολιτικές, κοινωνικές ή ηθικές στοχεύσεις; Η αλήθεια μοιάζει να είναι πως, πέρα από την οποιαδήποτε πλασματική διόγκωση του προβλήματος στο πεδίο της επικοινωνίας, όλοι όσοι εργαζόμαστε στον χώρο της προστασίας των παιδιών στη χώρα μας διαισθανόμαστε ότι κάτι όντως έχει αλλάξει. Μόνο που αυτό δεν είναι ποσοτικό, όπως άλλωστε αποδεικνύουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Είναι μάλλον ποιοτικό. Τα όποια -έστω λιγότερα σε αριθμό- συμβάντα βίας με ανήλικους δράστες έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχαν στο παρελθόν: τα παιδιά μοιάζουν πλέον να είναι σε θέση να επιδεικνύουν αυξημένη σκληρότητα και αναλγησία στον άλλον άνθρωπο, τόσο που αυτό μερικές φορές σοκάρει.
Εχει τεράστια σημασία να συνειδητοποιήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις και τα αίτια του προβλήματος της βίας από τα παιδιά και τους εφήβους. Γιατί μόνο έτσι θα οδηγηθούμε σε αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης. Ειδάλλως, θα κινδυνεύσουμε να μπούμε σε έναν αναίτιο ηθικό πανικό -σαν η κοινωνία να απειλείται από τα ίδια της τα παιδιά!– που μόνο κακό μπορεί να κάνει επιδεινώνοντας, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα αντί να το ελέγξει. Διότι κοινωνίες όπως εκείνη των ΗΠΑ που έκαναν το σφάλμα να επενδύσουν στις τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης για να περιορίσουν το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας (τοποθετώντας κάμερες παντού, ανιχνευτές μετάλλων στην είσοδο των σχολείων κ.ά.) δεν κατάφεραν τίποτα περισσότερο παρά να φοβίσουν τα παιδιά και τους εφήβους και -καθώς ο φοβισμένος επιτίθεται- να προκαλέσουν έτσι ακόμα περισσότερη ανήλικη παραβατικότητα (την οποία αντιμετωπίζουν με περισσότερες τεχνολογίες ασφάλειας και επιτήρησης, που με τη σειρά τους προκαλούν ακόμη περισσότερη επιθετικότητα κ.ο.κ.).
Με το βλέμμα στο παιδί-θύμα
Η χώρα λοιπόν δεν έχει πρώτη ή κύρια ανάγκη τα μέτρα πάταξης μιας πλασματικά διογκούμενης και αναποτελεσματικά αντιμετωπιζόμενης ανήλικης παραβατικότητας. Εχει αντιθέτως επιτακτική ανάγκη την επεξεργασία συνεκτικών μέτρων και σχεδίων αντιμετώπισης των κρουσμάτων θυματοποίησης των παιδιών, έχει ανάγκη ένα συγκροτημένο και εκτενές Εθνικό Σχέδιο για την προστασία του παιδιού-θύματος. Και σε ένα τέτοιο Εθνικό Σχέδιο, ως μια μικρή υποπερίπτωση της θυματοποίησης των παιδιών, μπορούν να ενταχθούν και στοχευμένα και στη λογική που περιγράφηκε παραπάνω μέτρα για τον ανήλικο παραβάτη. Γιατί, σε τελική ανάλυση, κάθε κρούσμα ανήλικης παραβατικότητας δεν είναι παρά ένα κρούσμα ενός παιδιού-θύματος, ενός παιδιού που όλοι εμείς οι ενήλικες αποτύχαμε να του δώσουμε μια άλλη διέξοδο διαχείρισης ακόμα και για τον καταστροφικό θυμό του! Αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα υπό μια τέτοια οπτική, τότε έχουμε να προσδοκάμε πολλά και θετικά από κάθε ενέργεια συμπερίληψης, ψυχικής ενδυνάμωσης και κοινωνικής στήριξης όλων των παιδιών που θυματοποιούνται – ακόμα και όσων αντανακλούν τη βία που δέχονται από το μίκρο- και το μακροπεριβάλλον τους.