Η Αντζελα Δημητρίου είχε αρχικά τουλάχιστον το προνόμιο -αλλά, όπως αποδείχτηκε αργότερα, περισσότερο για ατυχία επρόκειτο- να συνομιλήσει με μία από τις κορυφαίες ανκορογούμαν της εποχής, να μιλήσει για τη ζωή και την καριέρα της σε μια συνάντηση τόσο αταίριαστη και οξύμωρη που κατέληγε ερεθιστικά -σχεδόν διεστραμμένα- ενδιαφέρουσα. Αν και με τη μεσολάβηση 20 και βάλε ετών κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την αποτίμηση που είχε η εν λόγω εκπομπή σε τηλεθέαση, το πιο πιθανό είναι πως είχε καθηλώσει το τηλεοπτικό κοινό.
Κατάφερε μάλιστα να κερδίσει το στοίχημα της διαχρονικότητας και να κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα στο YouTube, ως μνημείο του καλτ χάρη στις απαντήσεις της λαίδης του πενταγράμμου αλλά και ως δείγμα άκομψης -στα όρια του προσβλητικού- συμπεριφοράς της δημοσιογράφου προς την τραγουδίστρια. Αλλά τότε δεν ίδρωνε το αυτί κανενός από πολιτική ορθότητα.
Αφορμή για την αλήστου μνήμης τηλεοπτική συνύπαρξη Στάη και Δημητρίου ήταν μια συναυλία της δεύτερης στο Μπόντρουμ της Τουρκίας. Η τραγουδίστρια που ούτως ή άλλως απολάμβανε δάφνες διασημότητας στη γείτονα χώρα είχε υποπέσει τότε σε ένα faux pas που θεωρήθηκε και κρίθηκε μετ’ επιτάσεως ως ανήκουστο. Στη διάρκεια της εμφάνισής της είχε πάρει στα χέρια της δύο μικρά διακοσμητικά σημαιάκια, ένα της Ελλάδας κι ένα της Τουρκίας, τα οποία και φίλησε. Πρώτος τον λίθο εναντίον της λαίδης είχε ρίξει ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γεράσιμος Γιακουμάτος, οι δηλώσεις του οποίου είχαν αναπαραχθεί και στην εκπομπή της Στάη. Ανάμεσα στα άλλα ο θιγμένος εθνοπατέρας είχε υπογραμμίσει πως η Αντζελα δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα μουσικό όργανο και σε ένα όργανο της τάξης.
Πώς ήταν λοιπόν δυνατό να παράγει εξωτερική πολιτική μέσω των εμφανίσεων και κυρίως της αποκοτιάς της να ασπαστεί τις δύο σημαίες, στέλνοντας στρεβλά μηνύματα στην οικουμένη. Την απολογία της λαίδης ανέλαβε η Στάη σε μια συνέντευξη που ούτε η ίδια πιθανότατα δεν θα θέλει να θυμάται. Στην πραγματικότητα βέβαια θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η λαίδη έμοιαζε τότε απολύτως εναρμονισμένη με το πνεύμα φιλίας, ομόνοιας και συνεργασίας που προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν έστω σε ήσσονος σημασίας ζητήματα οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Δηλαδή ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ισμαήλ Τζεμ. Η φιλία τους και το καινούριο κεφάλαιο που προσπάθησαν να εγκαινιάσουν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έμελλε να αποκρυσταλλωθεί στο ζεϊμπέκικο που χόρεψε ο Ελληνας τότε υπουργός στη Σάμο και στα παλαμάκια που του χτυπούσε σε στάση βαθέως καθίσματος ο Τούρκος ομόλογός του.
Πράγμα που έγινε ηλίου φαεινότερο με αφορμή την πρόσφατη συναυλία της Δέσποινας Βανδή στο Τσεσμέ της Τουρκίας, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η 54χρονη τραγουδίστρια που φέτος το καλοκαίρι περιοδεύει ανά την Ελλάδα, γιορτάζοντας το μαργαριταρένιο ιωβηλαίο της στο τραγούδι (βλ. 30 χρόνια), θεωρήθηκε ως ιδανική μετάκληση για μια εμφάνιση στο Τσεσμέ σε εκδήλωση του Τουρκικού Μορφωτικού Ιδρύματος, τα έσοδα της οποίας προορίζονταν για τους σκοπούς του οργανισμού. Σημειώνεται ότι το TEV είναι ένας μη κυβερνητικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1967 από 205 Τούρκους επιχειρηματίες, με σκοπό την ενίσχυση της παιδείας στη χώρα και την ηθική και οικονομική υποστήριξη φοιτητών μέσω προγραμμάτων εθνικών και διεθνών υποτροφιών. Το τι δουλειά έχει μια λαϊκο-ποπ ντίβα σε μια συναυλία ενός μορφωτικού ιδρύματος είναι από μόνο του ένα ζήτημα, αλλά αφορά κυρίως την αισθητική αντίληψη των πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η Βανδή αποδέχτηκε την αναντίρρητα τιμητική πρόσκληση – άλλωστε πέρσι τον Ιανουάριο είχε εμφανιστεί στο εστιατόριο «Gunay» της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο έχει φιλοξενηθεί και ο Αντώνης Ρέμος με χαρακτηριστική επιτυχία, ενώ μόλις στις 13 Ιουλίου τραγούδησε στην απονομή των γαστρονομικών βραβείων Gault & Millau στο «The Galliard Cove House» στο Μπόντρουμ.
Τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να πάει λάθος στη μίνι περιοδεία της τραγουδίστριας στη γείτονα χώρα, όπου, όπως καταλαβαίνει κανείς, απολαμβάνει απήχησης και δημοτικότητας. Μέχρι το βράδυ της προηγούμενης Τετάρτης, όταν και η Βανδή έγινε εν μια νυκτί persona non grata για το τουρκικό κοινό. Ή τουλάχιστον για το μέρος εκείνο του κοινού που είχε κατακλύσει το ανοιχτό αμφιθέατρο του Τσεσμέ και ανέμενε με καρτερία την εμφάνισή της. Εις μάτην γιατί η τραγουδίστρια είχε πάρει ήδη την απόφαση να ακυρώσει τη συναυλία της για λόγους εθνικής ευαισθησίας/περηφάνιας/συνείδησης. Σύμφωνα με όσα έχουν μεταφέρει συνεργάτες της, όταν εκείνοι έφτασαν στο συναυλιακό χώρο για την πρόβα τους το απόγευμα της Τετάρτης, βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Στη σκηνή υπήρχαν όχι μόνο η τουρκική σημαία αλλά και μια υπερμεγέθης -από αυτές που κυκλοφορούν στις αραβικές χώρες με το κιλό- φωτογραφία-πανό του Κεμάλ Ατατούρκ.
Η Βανδή, που δεν είχε ιδέα για το εθνικιστικό χρώμα που το Τουρκικό Μορφωτικό Ιδρυμα θα έδινε στην εκδήλωση, ενημερώθηκε από τους συνεργάτες της και έθεσε ως προϋπόθεση στους διοργανωτές για την πραγματοποίηση της συναυλίας την απομάκρυνση των συμβόλων. Κατά μία άλλη εκδοχή, απαίτησε την απομάκρυνση της φωτογραφίας του Κεμάλ και την τοποθέτηση μιας ελληνικής σημαίας πλάι στην τουρκική. Οι διοργανωτές αρνήθηκαν κι εκείνη με τη σειρά της οδηγήθηκε στην απόφαση να μην εμφανιστεί. Χαρακτήρισε μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, τον Κεμάλ «σφαγέα των Ελλήνων». Στην επίσημη αιτιολογία της πάντως την οποία έδωσε μέσω αγγλόφωνης ανάρτησης στο Instagram σημείωνε: «Με απόλυτο σεβασμό προς το κοινό που θα τιμούσε με την παρουσία του τη συναυλία μου, ανακοινώνω ότι, αφού το Τουρκικό Μορφωτικό Ιδρυμα αποφάσισε να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της εκδήλωσης δίνοντάς της μια απαγορευμένη και μη συμφωνημένη πολιτική προσέγγιση, η συμμετοχή μου στην εκδήλωση δεν είναι δυνατό να συμβεί».
Η πρόεδρος του τοπικού παραρτήματος του TEV Γκιουλνούρ Σοϊμπαρακτάρ ενημέρωσε τους θεατές για την ακύρωση της συναυλίας, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ωστόσο λάδι στη φωτιά αποφάσισε να ρίξει η 32χρονη πρώτη πολίτης του Τσεσμέ Λαλ Ντενιζλί. Η πρώτη γυναίκα δήμαρχος της πόλης -εξελέγη πριν από λίγους μήνες ως υποψήφια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος- που ενημερώθηκε για την απόφαση της Βανδή από τον τοπικό Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέβηκε στη σκηνή και καυτηρίασε -με μάλλον βαριά λόγια- την απόφαση της τραγουδίστριας. Ανάμεσα σε εκείνα που είπε ήταν ότι η εν λόγω κυρία (εννοώντας τη Βανδή) θα πρέπει να εγκαταλείψει την πόλη το συντομότερο, ενώ δικαιολόγησε την τοποθέτηση της φωτογραφίας του Κεμάλ, υπενθυμίζοντας πως εκείνος πίστευε στη φιλία και την αδελφοσύνη των λαών και θεωρούσε τους πολέμους στυγνές δολοφονίες, εκτός κι αν ήταν απαραίτητοι – πόσο βολικό.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε σε τουρκικό Μέσο λίγες ώρες μετά το Βανδή-gate, η Ντενιζλί, η οποία είναι κόρη του παλαίμαχου Τούρκου ποδοσφαιριστή και προπονητή Μουσταφά Ντενιζλί, αρνήθηκε τις αιτιάσεις περί εθνικιστικής προπαγάνδας, υποστήριξε ότι οι πύρινες δηλώσεις της αφορούσαν την απόφαση της τραγουδίστριας και όχι τον ελληνικό λαό και διευκρίνισε πως η ίδια δεν είχε καμία ευθύνη για τη διοργάνωση και την πραγματοποίηση της συναυλίας, την οποία είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το TEV. Εκείνο που φαίνεται πως την έκανε… Τουρκάλα ήταν το γεγονός ότι έμαθε τα μαντάτα μέσα από τα social media. Μίλησε επίσης για το διεθνιστικό πνεύμα που τη διακατέχει παιδιόθεν, πράγμα που βέβαια έκανε χαρτοπόλεμο όταν το βράδυ της Τετάρτης προέτρεψε την χορωδία του Μορφωτικού Ιδρύματος να τραγουδήσει το άκρως εθνικιστικό «Εμβατήριο της Σμύρνης», την ώρα που η ελληνική κομπανία αναχωρούσε άρον άρον από το Τσεσμέ.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην Ελλάδα χαιρέτησαν ομαδόν την απόφαση της Βανδή να ακυρώσει τη συναυλία της και να αρνηθεί να χωρέσει στην εθνικιστική συνθήκη, τα ντόπια μέσα ενημέρωσης βρήκαν μια πρώτης τάξεως αφορμή για περιγραφές που θα έκαναν και τον σεναριογράφο του «Εξπρές του Μεσονυχτίου» να κοκκινίσει από ντροπή, ενώ την ίδια ώρα ο τουρκικός Τύπος περιπαίζει και καταδικάζει τη στάση της Ελληνίδας τραγουδίστριας – ακόμα και η μετριοπαθής «Χουριέτ» κάνει λόγο για αναιδή απαίτηση. Πάντως, τόσο η τραγουδίστρια όσο και οι συνεργάτες της επέστρεψαν εν ειρήνη στην Ελλάδα, μόνο που ειδικά η Βανδή βρήκε τα κοινωνικά δίκτυά της πλημμυρισμένα από απαξιωτικά και υβριστικά σχόλια, «ψόφους» και κατάρες από λογαριασμούς και χρήστες της γείτονα χώρας. Ο πολιτισμός -εντάξει, στην προκειμένη περίπτωση η λαϊκο-ποπ εκδοχή του- μας φέρνει πιο κοντά. Ή και όχι.
Η ένταση, το μένος και η σφοδρότητα των σοσιαλμιντιακών επιθέσεων, πράγματα που προφανώς θα καταλαγιάσουν ώσπου να πεις «Να τη χαίρεσαι, την καινούρια σου αγάπη» -μέχρι την επόμενη αναμόχλευσή τους-, μαρτυρούν πως το χάσμα ανάμεσα στους δύο λαούς παραμένει το ίδιο βαθύ, αν όχι μεγαλύτερο, με τις προηγούμενες δεκαετίες. Και μάλιστα παρά τις πολλές φιλότιμες και αξιόλογες απόπειρες προσέγγισης που έχουν γίνει, τουλάχιστον στο πάντα πρόσφορο κομμάτι του πολιτισμού, με κορυφαία τη συνεργασία μεταξύ του Μίκη Θεοδωράκη και του Ζουλφί Λιβανελί. Οι δύο συνθέτες που συνδέθηκαν με στενή και ειλικρινή φιλία από τη δεκαετία του ’80 έκαναν μάλλον την πιο συστηματική προσπάθεια γεφυρώματος της κουλτούρας των δύο πλευρών του Αιγαίου.
Αλλωστε ο αείμνηστος Θεοδωράκης διατηρούσε πάντα την πίστη πως δεν ήταν μόνο το Αιγαίο που ένωνε Ελληνες και Τούρκους. Το 1986 εκείνος ήταν που ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση της Επιτροπής Ελληνοτουρκικής Φιλίας, στην οποία βρήκε αρωγούς σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της γείτονα, όπως τον συγγραφέα και πολιτικό ακτιβιστή Αζίζ Νεσίν, τον συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ και βέβαια τον Λιβανελί.
Η ιδέα για τη δημιουργία της δραστήριας επιτροπής γεννήθηκε στο μυαλό του Θεοδωράκη όταν το 1986 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να παραβρεθεί στην απονομή χρυσού δίσκου του Λιβανελί, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει στα τουρκικά τον κύκλο τραγουδιών «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα», ενώ κορυφαία στιγμή της σύμπραξης των δύο σπουδαίων συνθετών υπήρξε η ιστορική συναυλία στην Εφεσο το 1988 μπροστά σε κοινό 30.000 θεατών. Βρείτε τις διαφορές του τότε με το σήμερα.