150 χρόνια γόνιμης παρουσίας συμπληρώνει φέτος το εμβληματικό Δημοτικό θέατρο «Απόλλων» της Πάτρας, εξακολουθώντας να αποτελεί από την ανέγερσή του μέχρι σήμερα το επίκεντρο της θεατρικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης. Τοπόσημο αίγλης και τιμής και σημείο αναφοράς της πολιτιστικής ταυτότητας της Αχαϊκής πρωτεύουσας, συνδέθηκε με την αστική ιστορία της και ταυτίσθηκε με τη φυσιογνωμία της. Θέατρο εμβληματικό, ιστορικό και μνημειακό, απαύγασμα της αρχιτεκτονικής του νεοκλασικού ρυθμού, συγκαταλέγεται μεταξύ των παλαιοτέρων κλειστών θεάτρων, που διασώθηκαν στην Ελλάδα, μαζί με το ομώνυμο της Ερμούπολης της Σύρου και το «Μαλλιαροπούλειο» της Τρίπολης.
Θεμελιώθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1871, επί δημαρχίας Γεωργίου Ρούφου και αναγέρθηκε σε σχέδια του κορυφαίου γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, κατά τα πρότυπα της Σκάλας του Μιλάνου, σε δημοτικό οικόπεδο και στη θέση, που προέβλεπε το πολεοδομικό σχέδιο του Σταματίου Βούλγαρη. Την επιστασία του έργου, που αποπερατώθηκε μέσα στο 1872 με ανεπανάληπτη ταχύτητα, με κόστος 148.542 δραχμές -ποσό ιδιαίτερα υψηλό για την εποχή- ανέλαβε επιτροπή σταφιδεμπόρων της Πάτρας πολυεθνικής σύνθεσης (με πρόεδρο τον Θεόδωρο Άμβουργερ και μέλη τους: Εδουάρδο Χάνκοκ, Θεμιστοκλή Γερούση, Δημήτριο Πατρινό, Κ. Λάππα, Α. Χρυσάνθη), η οποία, μαζί με 84 αστούς πατρινούς (ξεχωρίζουν ο δήμαρχος Πατρέων Γεώργιος Ρούφος, ο Γουσταύος Κλάους, ο Λάγγουρας, οι αδελφοί Τριάντη, ο Παναγιώτης Γούναρης, πατέρας του Δημητρίου) επωμίσθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής του, με τη συμμετοχή του δήμου να ανέρχεται σε ποσοστό μόλις 33,61%.
Το αρχιτεκτονικό κόσμημα της Πάτρας, με στοιχεία εκλεκτικισμού, φέρει εξωτερικά τοξωτά ανοίγματα, τα οποία στο ισόγειο υποστηρίζονται από μαρμάρινους κίονες τοσκανικού ρυθμού και στον πρώτο όροφο με μαρμάρινους κίονες ιωνικού ρυθμού. Περίτεχνα κάγκελα κοσμούν τον εξώστη του με σχέδια από το φυσικό βασίλειο ενώ πήλινα αγάλματα τοποθετημένα στη στέγη του προσδίδουν περαιτέρω μεγαλοπρέπεια στο κτίριο. Εσωτερικά η ιταλικού τύπου σκηνή του διαθέτει πλατεία 157 θέσεων, πέριξ της οποίας αναπτύσσονται τρεις σειρές θεωρείων καθώς και υπερώο (εξώστης) με πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο τον οποίο συμπληρώνουν οι παραστάσεις της ροζέτας της οροφής με θέματα από την ελληνική μυθολογία. Τη διαρρύθμισή του εμπλουτίζουν χώροι υποδοχής του κοινού (είσοδος, φουαγιέ) και χώροι υποστήριξης (καμαρίνια, αποθήκες). Αρχικά ο φωτισμός του θεάτρου γινόταν με κεριά, από το 1878 με φωταέριο και από τα τέλη του 19ου αιώνα με ηλεκτρικό ρεύμα.
Από ευρωπαϊκές πόλεις και χώρες μεταφέρονται τα ακριβότερα και πολυτελέστερα υλικά της εποχής και αξιοποιούνται για την κατασκευή και τη διακόσμησή του (πέτρα Τεργέστης, κάγκελα από την Αγγλία, αγάλματα από την Βιέννη, μάρμαρα από το Λιβόρνο) ενώ συνδιαμορφώνεται παράλληλα και η κεντρική πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄ ώστε να καταστεί αντάξια της νεοκλασικής αισθητικής και της πολυτελούς κατασκευής του θεάτρου, με διάκοσμο που απέπνεε έντονη θεατρικότητα: με αναβρυτήρια (συντριβάνια), στοές και αγάλματα στις προσόψεις των ιδιωτικών και δημοσίων κτιρίων, που την περιέβαλαν και φανοστάτες (φανούς φωταερίου) ώστε να μοιάζει με μεγάλη φωτεινή σκηνή.
Η εσωτερική λυρική ζωή του θεάτρου «Απόλλων» εγκαινιάσθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1872, με την υποδοχή της δημοφιλούς όπερας του Τζουζέππε Βέρντι «Χορός Μεταμφιεσμένων» (Un Ballo in Maschera). Μια παράσταση που σηματοδότησε και προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα, που ελάμπρυνε με την παρουσία της η στρατιωτική μπάντα της πόλης. Η παράσταση συγκίνησε τους θεατές τόσο για το ταλέντο των καλλιτεχνών όσο και για την άψογη ακουστική και αισθητική του χώρου.
Με την επιλογή του έργου, η επιτροπή του θεάτρου έδωσε το στίγμα των καλλιτεχνικών της προθέσεων, της κοσμοπολίτικης αντίληψής της και του εκσυγχρονιστικού της πνεύματος, εναρμονίζοντας την Πάτρα με την αισθητική και το πολιτιστικό κλίμα των δυτικών μητροπόλεων της εποχής, όπως το Παρίσι και το Μιλάνο, η Βαρκελώνη, η Βιέννη και η Δρέσδη.
Έκτοτε η οπερατική ιστορία του «Απόλλωνα» συνεχίσθηκε με αμείωτη ένταση επί τριάντα και πλέον συναπτά έτη, φιλοξενώντας στη σκηνή του παραστάσεις μελοδράματος «ως του μόνου ωραίου αλλά και περισσότερο αποδεκτού θεάματος, που άρμοζε στις πολιτιστικές επιλογές, την κοινωνική θέση και συμπεριφορά της αστικής τάξης της Πάτρας». Παρά τις περιορισμένες τεχνικές δυνατότητές του, που αντιστάθμιζε ως ένα βαθμό η αισθητική και η ακουστική του, το θέατρο φιλοξένησε έως το 1910 πλειάδα μελοδραματικών παραστάσεων από ιταλικούς θιάσους με έργα Βέρντι, Ντονιτσέττι, Απολλόνι, Μαρκέτι, Ρίτσι, Γκουνώ, Μασκάνι, Μπιζέ, ντα Φερρέρι και Πατσίνι.
Αν και απίστευτο και ανέφικτο για τα σημερινά δεδομένα, οι παρουσιαζόμενες σε μια σαιζόν όπερες δεν ήταν ποτέ λιγότερες από επτά, φτάνοντας και τις έντεκα κάποιες φορές, ενώ η επανάληψή τους ανέβαζε τον αριθμό των παραστάσεων σε εκατό, όπως συνέβη κατά την περίοδο 1878-79.
Παράλληλα ο «Απόλλων» γίνεται χώρος υποδοχής του ελληνικού μελοδράματος κυρίως με έργα του Παύλου Καρρέρ («Δέσπω», «Φροσύνη», «Μπότσαρης») από ελληνικά σχήματα και αντίθετα με τον μοντερνισμό του θεάτρου της Ερμούπολης, ανοίγει ευπρόσδεκτα τις πύλες του και στην οπερέτα, παρά την ελαφρότητα και την ελευθεριότητα του ύφους της. Η παρουσίαση του είδους εγκαινιάσθηκε την περίοδο 1878-79 με το έργο «La Fille de Madane Αgnot» ενώ περί τα τέλη του 19ου αι. ακολούθησε ένα πλούσιο ρεπερτόριο γαλλικής οπερέτας με έργα των: Λεκόκ, Πλανκέτ, Ερβέ και Ωντράν. Απόρροια αυτής της έντονης λυρικής κίνησης ήταν η θεώρηση της Πάτρας «ως Prima Piazza Melodramatica Teatrale».
Τη θερμή και ενθουσιώδη υποδοχή, που επεφύλαξε το αστικό κοινό της Πάτρας στο λυρικό ρεπερτόριο του «Απόλλωνα» μαρτυρούν όχι μόνον το πλήθος των μελοδραματικών παραστάσεων στη διάρκεια μιας θεατρικής περιόδου αλλά και τα διασωζόμενα επιστολικά δελτάρια εποχής (καρτ-ποστάλ), οι δημοσιεύσεις περιλήψεων, κριτικών σημειωμάτων και ειδικών θεατρικών δελτίων για τα παρουσιαζόμενα μελοδράματα σε τοπικές εφημερίδες (κυρίως στον «Φορολογούμενο» και την «Πελοπόννησο») καθώς και η έκδοση λιμπρέτων σε μετάφραση από τοπικά τυπογραφεία.
Περί το 1850 ο δεκάχρονος Αριστοτέλης Δρακόπουλος, γόνος πατρινής οικογένειας κτηματιών και δημογερόντων, στη διασωζόμενη επιστολή του προς τη μητέρα μου, που βρισκόταν στην Αθήνα, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Εδώ ήρχισε η Νόρμα και κάθε βράδυ πηγαίνομεν εις το θέατρον και διασκεδάζομεν. Τώρα όμως που έχουμε την κυρίαν Λυσανδρίνα και τον Λύσανδρον, καθόμεθα εις το σπίτι». Στο ίδιο κλίμα αλλά εκτενέστερα και με κριτική διάθεση κινείται και το ακόλουθο κείμενο:
«Αφήνω εις άλλην στιγμήν την περιγραφήν της χθεσινής παράστασης του “Ριγολέττου” ως προς την ωραιότητα της αιθούσης αποκόσμου και περιορίζομαι να πω μερικά πράγματα περί του μουσικού μέλους. Η παράσταση υπήρξε επιτυχεστάτη και την επιτυχίαν αυτήν οφείλομεν εις τούς αοιδούς αφ’ ενός και εις τόν διδάσκαλον της ορχήστρας αφ’ ετέρου… στον βαρύτονον κ. Πινιατόρο, ο οποίος είχε φωνήν ισχυράν και τέρπουσαν, στον κ. Μαστρομπόνο, τενόρον με φωνήν νέαν και μάλλον γλυκείαν. Περί του βαθυφώνου κ. Στερνιαγιόλο, θα περιμένω καταλληλοτέραν ευκαιρίαν να εκφράσω γνώμην… Το κόρρο, ως σπάνιον φαινόμενον δια το θέατρόν μας, υπήρξεν άριστον… Το κοινόν των Πατρών θα διέλθει περίοδον θεατρικήν αλησμόνητον» (απόσπασμα από επιστολή δελτάριο εποχής).
Με σταθερή την προτίμησή του στα εξ Εσπερίας έργα του λυρικού θεάτρου και ιδιαιτέρως στις όπερες του Βέρντι, καθώς τις χαρακτηρίζει «η καθαρότητα του ρομαντικού δράματος και ο απόηχος του μπελκάντο», το κοινό προσερχόταν στο θέατρο με επίσημο ένδυμα, τόσο οι κυρίες όσο και οι κύριοι και εθεωρείτο αυστηρό στις κρίσεις του, αποτελώντας ένα είδος έγκυρου βαρόμετρου για την επιτυχία ή την αποτυχία των παραστάσεων. Το θρυλούμενο αισθητήριό του επιβεβαιώνεται και από την αναφορά της εφημερίδας «Φορολογούμενος» «εις την ερριζωμένην αντίληψιν εις τους Πατρινούς να μην δέχονται δευτέρας ή κατωτέρας αξίας θιάσους μη ανταξίους, κατά την αντίληψίν των, εις τας παραδόσεις των περί πνευματικής τους καλλιεργείας».
Άλλοτε, λοιπόν, επιδοκιμαστικό, ζωηρά εκδηλωτικό στο χειροκρότημά του και φανατικό στις προτιμήσεις του υπέρ των καλλιτεχνών το κοινό και άλλοτε αποδοκιμαστικό με θυελλώδεις αντιδράσεις, φατριαστικές τάσεις και ακραίες εκδηλώσεις, από σφυρίγματα μέχρι ρίψη χάλκινων κερμάτων και προσκεφάλων επί σκηνής…
Το πολιτικό χρώμα και οι κομματισμοί περί το θέατρο δεν έλειπαν από την πλατεία και τα θεωρεία του «Απόλλωνα», καθώς το κοινό δεν έμενε ανεπηρέαστο από τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις της εποχής (μοναρχικοί, αντιμοναρχικοί) και δεν εφείδετο να τις εκδηλώσει. Είναι γνωστή η αποδοκιμασία του ρομαντικού ιστορικού δράματος «Ιωάννης Μίλτων» του Ανδρέα Ρηγόπουλου για το αντιμοναρχικό του μένος, σε αντίθεση με τη θριαμβευτική υποδοχή του δράματος «Νέρων εν Κορίνθω» του ιδίου για τις πατριωτικές του ιδέες, που επευφημήθηκαν.
Το φαινόμενο της μελοδραματικής άνοιξης της Πάτρας με επίκεντρο τον «Απόλλωνα» συνδέθηκε άμεσα με την άνθηση του σταφιδεμπορίου στην Πάτρα από τα μέσα του 19ου αι., που την καθιέρωσε ως το πρώτο εξαγωγικό κέντρο σταφίδας του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η οικονομική αναβάθμιση της πόλης συνεπιφέρει και την κοινωνική της αναδιαμόρφωση με την ανέλιξη μιας ισχυρής εμπορικής αστικής τάξης, η οποία λόγω των οικονομικών συναλλαγών της με την Ευρώπη επηρεάζεται από τον δυτικό τρόπο ζωής σε πολλά επίπεδα και κατ’ ακολουθία και στην ψυχαγωγία. Χωρίς υπερβολή, οι χρόνοι της σταφίδας δεν καθόρισαν μόνον τους οικονομικούς χρόνους της πόλης αλλά και της θεατρικής της ακμής.
Με το κλείσιμο του αιώνα, η σταφιδική κρίση κατάφερε ισχυρό οικονομικό πλήγμα στην αστική τάξη της Πάτρας, που κατά κύριο λόγο τροφοδοτούσε το θέατρο. Ο καιρός της επίδειξης του πλούτου και της ματαιοδοξίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και η πόλη των ενδόξων λυρικών χειμώνων του 19ου αι. ζει πλέον στον απόηχο της μεγάλης θεατρικής της παράδοσης. Ο 20ος αιώνας θα ξεκινήσει για τον «Απόλλωνα» στη σκιά αυτής της μεγάλης ανατροπής. Οι παραστάσεις ευρωπαϊκών θιάσων μειώνονται στο ελάχιστο και από το 1910 κυριαρχεί στο θέατρο το ρεπερτόριο ελληνικών θιάσων (του Διονυσίου Ταβουλάρη, της Αικατερίνης Βερώνη, της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Νικολάου Λεκατσά, του Βαγγέλη Παρασκευόπουλου).
Στη διάρκεια του νέου αιώνα, η σκηνή του ιστορικού θεάτρου θα εξακολουθήσει να θεωρείται απαραίτητος σταθμός μεγάλων θεατρικών οργανισμών και σχημάτων της χώρας (του Εθνικού Θεάτρου και του «Θεάτρου Τέχνης») αλλά και ποιοτικών ιδιωτικών θιάσων, όμως η φωνή του λυρικού παρελθόντος του «Απόλλωνα» έχει πια σιγήσει. Η επίσκεψη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 1957 θα αποτελέσει τιμή για την πόλη και το δοξασμένο θέατρό της αλλά θα είναι η τελευταία αναλαμπή της μελοδραματικής ζωής του, που δεν επαναλήφθηκε.
Ο «Απόλλων» επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο της τοπικής και περιφερειακής θεατρικής κίνησης ως έδρα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, με την ίδρυσή του το 1988, στο πλαίσιο της θεατρικής αποκέντρωσης, που οραματίσθηκε και υλοποίησε η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού, με πρώτη καλλιτεχνική διευθύντρια την αξέχαστη Μάγια Λυμπεροπούλου (με τη συνεργασία του Βίκτωρα Αρδίττη) και εναρκτήρια παράσταση της νέας ζωής του τη «Μαρκησία Ντε Σαντ» του Μισίμα.
Και ω του θαύματος! Το ιστορικό θέατρο της πόλης ξαναπιάνει το νήμα της μελοδραματικής άνοιξης του 19ου αι., μετά από μια παρατεταμένη, εκατόχρονη και πλέον σιωπή, με την ίδρυση του Opera Studio, στο πλαίσιο των δράσεων του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Θοδωρή Αμπατζή, με εμπνευστή και ψυχή του καινοτόμου εγχειρήματος τον Michael Seibel. Θαρρείς και το φάντασμα της Όπερας δεν έπαψε ποτέ να περιπλανιέται στα άδυτα του «Απόλλωνα» και ήλθε τώρα να ξυπνήσει στους πατρινούς ιστορικές μνήμες μιας αλλοτινής εποχής.
Στη σκηνή του φιλοξενούνται οι λυρικές μουσικές παραγωγές: το 2016 η αριστουργηματική μπαρόκ όπερα «Διδώ και Αινείας» του άγγλου συνθέτη Henry Purcell και το 2017 η συγκινησιακά φορτισμένη όπερα του Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη», με τη συμμετοχή εγχώριων λυρικών καλλιτεχνών, με τρίτο αναβαθμό της λυρικής αναγέννησης την τρίπρακτη όπερα του W.A. Mozart «Η απαγωγή από το Σεράϊ», το 2018, η παράσταση της οποίας κοσμήθηκε και με την παρουσία του διεθνούς εμβέλειας βαρύτονου Στέφανου Κορωναίου.
Στις μέρες μας τη μεγάλη παράδοση του «Απόλλωνα» στην τέχνη του λυρικού θεάτρου συνεχίζει το νεοσύστατο μπαλέτο του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. της πόλης που οραματίσθηκε και υλοποίησε το 2021 ο νυν καλλιτεχνικός του Διευθυντής Λουκάς Θάνος, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του δύο επιτυχή δείγματα γραφής (το θρυλικό μπαλέτο «Καρυοθραύστης» του Τσαϊκόφσκι και τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε χοροδραματική μορφή).
Θα ήταν όμως παράλειψη, αν σ’ αυτήν την περιδιάβαση στην ιστορία και την εσωτερική ζωή του θεάτρου «Απόλλων» δεν γινόταν αναφορά στους άρρηκτους δεσμούς του με το μείζον πολιτιστικό γεγονός της πόλης, το Πατρινό Καρναβάλι, μιας μακράς διάρκειας πτυχή του, που το κατέστησε όχι μόνο επίκεντρο της θεατρικής ζωής αλλά και της αποκριάτικης διασκέδασης.
Επί 83 συναπτά έτη (1925-2008) η πλατεία και τα θεωρεία του φιλοξένησαν με αμείωτο κέφι τους λαϊκούς απογευματινούς χορούς (μπουρμπούλια) και τους βραδινούς χορούς των μεταμφιεσμένων. Σήμερα μετά από πολλά χρόνια καταπόνησης της στατικότητάς του, με απόφαση της Δημοτικής αρχής το 2008 το θέατρο είναι απαλλαγμένο από την εξωθεατρική αυτή λειτουργία, χωρίς όμως ακόμα να έχουν θεραπευθεί τα τραύματα του παρελθόντος.
Με εμφανείς τις πληγές, που έχει αφήσει πάνω του αναπόφευκτα και κυρίαρχα η φθορά του χρόνου, ο «Απόλλων», ένα κτίριο-σύμβολο με σεμνή πολυτέλεια και κομψότητα, αναμένεται να ξαναγεννηθεί και να αρχίσει μια νέα ζωή με την συναινετική υπογραφή του Δήμου Πατρέων, του Υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας για ανακαίνιση και αποκατάσταση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ: Η αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού θεάτρου.
Μαρασλής Αλέκος: Λεύκωμα 1900, Πάτρα, 1978.
Τριανταφύλλου Κώστας: Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτρα 1979.
Χαρτών Μνήμες, Πάτρα 1831-1943 (Δήμος Πατρέων).
Τσονακίδης Γεώργιος: Λεύκωμα της πόλης των Πατρών, Πάτρα 1992.