Στην αγκαλιά της αγαπημένης του συζύγου Ενης και της θυγατέρας του Κατερίνας έκλεισε τα μάτια του με γαλήνη ο Απόστολος Πίτσος τις παραμονές του 2023, φεύγοντας για το ύστατο ταξίδι με γεμάτες τις «αποσκευές» της ζωής. Τον ερχόμενο Ιούλιο, ο επιχειρηματίας που συνέδεσε σε κάθε ελληνικό σπιτικό το όνομά του με τη λέξη εμπιστοσύνη, θα έκλεινε τα 105. Θαλερός από κύτταρο μέχρι την τελευταία στιγμή, ενήμερος των εξελίξεων στη χώρα, παρακολουθούσε τα πάντα αν και το σώμα του εξασθενούσε μέρα με την ημέρα. Χάρις όμως στη φροντίδα και την αγάπη που λάμβανε από όλη την οικογένειά του, πέρασε τα πολυετή του γεράματα με θαλπωρή, αναπολώντας –όπως είχε εκμυστηρευτεί στην «Κ»– τα χρόνια εκείνα που άκουγε τον γλυκό θόρυβο των μηχανών μέσα στο εργοστάσιό του.
Για τους επιχειρηματίες εκείνης της γενιάς (στους οποίους ανήκε και ο πατέρας μου), η παραγωγή ήταν λέξη ιερή. Δεν είχε να κάνει με τα χρήματα, τη συσσώρευση προσωπικού πλούτου όπως σήμερα, αλλά με την υπεύθυνη εξυπηρέτηση των αγοραστών σε μια χώρα που έβρισκε τον βηματισμό της μετά τη φτώχεια και τον Πόλεμο. Ο Πίτσος ήξερε ότι τα ψυγεία και οι κουζίνες του έπρεπε να είναι καλοφτιαγμένα γιατί οι άνθρωποι τα αγόραζαν από το υστέρημά τους για μια ζωή. Και θα τα κρατούσαν μια ζωή. Στη μοναδική συνέντευξη που είχε δώσει τις τελευταίες δεκαετίες τιμώντας την εφημερίδα που αγαπούσε, είχε διηγηθεί πώς έπεσε στα βαθιά του επιχειρείν ήδη από την εφηβεία του, μιας και ο πατέρας του είχε ένα ατύχημα που του έβλαψε την όραση.
Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1865 όταν ο αδελφός του παππού του, Νικόλαος Πίτσος, έκανε το πρώτο βήμα μ’ ένα εργαστήριο που έφτιαχνε φανάρια για τα τρόφιμα, καμινέτα, μπρίκια στο Μοναστηράκι. Δεν είχε παιδιά και έτσι έμαθε στα τρία πολύ εργατικά ανίψια του –ένα εκ των οποίων ήταν και ο πατέρας του Απόστολου Πίτσου– τη δουλειά. Επεκτάθηκαν με νέα έδρα την οδό Περικλέους στην Αθήνα και έφτιαξαν το πρώτο εργοστάσιο στους Αμπελοκήπους που ήταν τότε εξοχή. Ο νεαρός Απόστολος μπήκε πρόωρα στη δουλειά, μαθητής ακόμα, και ύστερα πήγε στη Γερμανία για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Επεσε πάνω στο ξέσπασμα του Πολέμου και επέστρεψε για να καταταγεί στον ελληνικό στρατό, ενώ στην Κατοχή οι ναζί επίταξαν το εργοστάσιο. Ο Εμφύλιος –στον οποίον επίσης πήρε μέρος– τον έκανε να πιστέψει ότι η πατρίδα μόνον ενωμένη θα πήγαινε μπροστά.
Ταλαντούχος μηχανολόγος είχε άμεση αντίληψη των τεχνολογικών εξελίξεων τις οποίες και αγκάλιασε αμέσως, με αποτέλεσμα μεταπολεμικά η επιχείρησή του να γίνει μία από τις πιο πρωτοπόρες στη χώρα. Παρήγε μαζικά συσκευές ποιότητας που πέρασαν τους Ελληνες στη νέα εποχή. Στο εργοστάσιο του Ρέντη όπου εργάζονταν 2.200 άνθρωποι όλα πήγαιναν ρολόι, αφού με το προσωπικό υπήρχαν σχέσεις οικογενειακές. Σε αντίθεση με άλλους εγχώριους επιχειρηματίες πήρε σοφά μια δύσκολη απόφαση το 1977: ο γερμανικός όμιλος Bosch-Siemens Hausgeräte GmbH εξαγόρασε το 60% της ελληνικής εταιρείας και η Siemens A.E. Hellas το 20%.
Ενας από τους λόγους που θεώρησε ότι η επιχείρηση θα μακροημέρευε και οι χιλιάδες εργαζόμενοί του θα διατηρούσαν τη δουλειά τους μόνον αν περνούσε στους ξένους ήταν και ο κακώς νοούμενος συνδικαλισμός, ο οποίος εκείνη την εποχή θέριευε με εγκάθετους στα εργοστάσια των οποίων καθήκον ήταν να δημιουργούν προβλήματα με τη διεύθυνση: «Την ελληνική βιομηχανία την κατέστρεψαν οι κρατικοί ιθύνοντες. Κάποιοι άφησαν τον συνδικαλισμό να είναι άτρωτος και τα συνδικάτα να ενεργούν με τρόπο ασυμβίβαστο, έχοντας την ανοχή των κυβερνήσεων. Και αυτό σε μια πολύ κρίσιμη φάση για τη χώρα», είχε πει στην «Κ».
Στα 102 του έγραψε και εξέδωσε τα απομνημονεύματά του. Με την αφορμή αυτή παραχώρησε στην «Κ» τη συνέντευξη. Οι τελευταίες του φράσεις ήταν: «Δεν θέλω να μιλάω για την πολιτική, ούτε να τοποθετούμαι. Οταν όμως σήμερα ακούω ορισμένους να επικαλούνται τον Εμφύλιο, που τον έζησα στα βουνά, το γεγονός αυτό ειλικρινά με απογοητεύει και με ανησυχεί αφάνταστα. Ο αιώνιος διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, ο συνεχώς παρών, έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να γίνουν σήμερα αυτοί που είναι και να μας απειλούν την ώρα που εμείς ασχολιόμασταν ο ένας με τον άλλο. Την ώρα που εμείς τσακωνόμαστε, ο κόσμος αλλάζει, προχωράει. Εχω χάσει πλέον την πίστη μου ότι αυτός ο τόπος θα μπορέσει να βρει τον εαυτό του. Η Ελλάδα είναι η ωραιότερη χώρα στον κόσμο. Δυστυχώς κατοικείται από Ελληνες που δεν σκέπτονται πάντα το καλό της πατρίδας τους…».