Από το γραφείο του στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ο Απόστολος Τζιτζικώστας μίλησε επίσημα στους δημοσιογράφους για την κράτηση του στο λιμάνι της Σμύρνης από τις τουρκικές αρχές, χθες, Σάββατο, και την απαγόρευση εισόδου του στη χώρα.
Ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, χαρακτήρισε “αστειότητες” τους ισχυρισμούς των τουρκικών αρχών, ότι προέκυψε πρόβλημα λόγω συνωνυμίας του με άτομο, στο οποίο έχει απαγορευθεί η είσοδος στην Τουρκία και έκανε λόγο για “πράξη ακραίας προκλητικότητας”.
“Κατά τον έλεγχο διαβατηρίων μου ανακοινώθηκε ότι υπάρχει απαγορευτικό εισόδου μου στην Τουρκία χωρίς να δοθεί καμία εξήγηση. Επικοινώνησα αμέσως με τον Πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών, αλλα και αρχές ΕΕ γιατί στην περιοχή βρισκόμουν ως προεδρεύων της Ευρωμεσογειακής Διάσκεψης. Μετά από αρκετές ώρες παραμονής μου στο γραφείο του τελωνείου του λιμανιού της Σμύρνης και την πίεση που άσκησαν όλες οι πλευρές μου ανακοινώθηκε ότι είχε αρθεί η απαγόρευση εισόδου μου. Παρόλα αυτά, είχα ήδη αποφασίσει ότι μετά από αυτην τηνπροκλητικότατη στάση της Τουρκίας θα επέστρεφα στην Ελλάδα.
Όταν είμαστε σε αποστολή στο εξωτερικό δεν εκπροσωπούμε τους εαυτούς μας αλλα όλους τους Έλληνες. Και σας διαβεβαιώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθώ ποτέ καμία προσβολή σε βάρος οποιουδήποτε Έλληνα. Γιατί η αξιοπρέπεια των Ελλήνων είναι αδιαπραγμάτευτη.
Αυτές οι προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας βαθαίνουν το χάσμα που τη χωρίζει με την ΕΕ. Εμείς ως περιφέρειες είμαστε εδώ για να λειτουργούμε ωε γέφυρες, να χρτίζουμε συνεργασίες ως όφελος των πολιτών και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε”, είπε ο Απόστολος Τζιτζικώστας.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς των Τούρκων τους οποίους χαρακτήρισε “αστειότητες”, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “οι τουρκικές αρχές έλεγξαν την ταυτότητα, το διαβατήριο μου και όλα τα διπλωματικά – ευρωπαϊκά μου έγγραφα. Δεν έχουν απολύτως καμία δικαιολογία. Γιατί από την ώρα του εξονυχιστικού ελέγχου μέχρι την ώρα που μου ανακοίνωσαν ότι θα αρθεί η απαγόρευση εισόδου μου στη χώρα, μεσολάβησαν 6 με 7 ώρες. Πρόκειται για μία πράξη ακραίας προκλητικότητας απέναντι όχι μόνο σε έναν Έλληνα αξιωματούχο, αλλά σε έναν Ευρωπαίο αξιωματούχο”.