Ετερόρρυθμη τεχνική εταιρεία είχε ασφαλίσει για τον κίνδυνο κλοπής (επαγγελματικός κίνδυνος) έναν αυτοκινούμενο φορτωτή τύπου Bobcat, ο οποίος έφερε αριθμό κυκλοφορίας. Τα ασφάλιστρα για ένα έτος είχαν συμφωνηθεί στο ποσό των 9.000 ευρώ.
Στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν αναφερόταν συγκεκριμένος χρόνος ειδοποίησης της ασφαλιστικής εταιρείας για την κλοπή, αλλά γενικώς αναγραφόταν ότι θα πρέπει να γίνει «αμέσως».
Το Bobcat, το οποίο ήταν σταθμευμένο σε δρόμο, κλάπηκε, όπως ισχυρίστηκε η τεχνική εταιρεία, μεταξύ 13-15 Ιουλίου. Ωστόσο, η δήλωση της κλοπής στην Αστυνομία έγινε το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου και την επομένη γνωστοποιήθηκε μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου η κλοπή στην ασφαλιστική εταιρεία.
Η ασφαλιστική αρνήθηκε να καλύψει την κλοπή επικαλούμενη την αργοπορία ενημέρωσής της για το περιστατικό, αλλά και τους όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου.
Η τεχνική εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η καθυστέρηση στη δήλωση της κλοπής στην Αστυνομία και την ασφαλιστική εταιρεία οφείλεται σε κώλυμα του νόμιμου εκπροσώπου της, καθώς η μητέρα του είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο προκειμένου να υποβληθεί σε εγχείρηση.
Το σκεπτικό της απόφασης
Στο Εφετείο Αθηνών η τεχνική εταιρεία έχασε τη δικαστική μάχη και προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η σε βάρος της εφετειακή απόφαση.
Οι αρεοπαγίτες επισήμαναν ότι η έννοια της «άμεσης ειδοποίησης» για την κλοπή, όπως αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, «θα πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Αστικού Κώδικα, δηλαδή σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αναζητώντας την αληθινή βούληση των μερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις».
Με αυτά τα δεδομένα, το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η τεχνική εταιρεία «καθυστέρησε αδικαιολογήτως να αναγγείλει την κλοπή του ασφαλισμένου μηχανήματος, καθόσον διάστημα πέντε ημερών για την καταγγελία της κλοπής στην Αστυνομία αποτελεί αναμφίβολα μεγάλο χρονικό διάστημα που υπερβαίνει αυτό που θα ενεργούσε ο μέσος συνετός άνθρωπος, χωρίς να ερευνάται εν προκειμένω αν η Αστυνομία ή η ασφαλιστική εταιρεία θα μπορούσαν να είχαν προβεί σε ενέργειες εντός αυτού του χρονικού διαστήματος για την ανακάλυψη των δραστών της κλοπής, δεδομένου ότι η απλή παραβίαση αυτού του όρου απαλλάσσει τον ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος».
Και συνεχίζει η δικαστική απόφαση: «Δεν ενδιαφέρει ο λόγος της καθυστέρησης της αναγγελίας, καθόσον το κώλυμα που προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό με το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογεί τέτοια καθυστέρηση».
Οι αρεοπαγίτες αποφάνθηκαν ότι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών, σε συνδυασμό με αυτές του νόμου περί ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιωτικής ασφάλισης (νόμος 2496/1997), καθόσον είχε εγκύρως συμφωνηθεί ότι η υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρείας για να καλύψει το κλαπέν «υφίσταται με την προϋπόθεση ότι η απώλεια θα δηλωθεί αμέσως στην αστυνομική αρχή και την εταιρεία».
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει η αρεοπαγιτική απόφαση, «η τεχνική εταιρεία καθυστέρησε αδικαιολογήτως να αναγγείλει την κλοπή του ασφαλισμένου μηχανήματος παραβιάζοντας έτσι τον όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αναφορικά με την “άμεση ειδοποίηση” ως “χωρίς υπαίτια καθυστέρηση”, με συνέπεια να θεμελιώνεται η ένσταση της ασφαλιστικής εταιρείας περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος και να δικαιολογείται η απόρριψη της αγωγής της τεχνικής εταιρείας».
Διευκρινίζουν οι δικαστές ότι στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα, μπορεί κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων.
Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει ο Αρειος Πάγος, η εφετειακή απόφαση που δικαίωσε την ασφαλιστική εταιρεία έχει σαφείς, επαρκείς, χωρίς αντιφάσεις και κενά αιτιολογίες, όπως απαιτούν το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία.
Και εξηγεί ο Αρειος Πάγος ότι η τεχνική εταιρεία «δεν δικαιούται ασφαλίσματος (σ.σ.: ασφαλιστική κάλυψη-αποζημίωση) λόγω υπαίτιας παραβιάσεως όρου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με τις ειδικότερες παραδοχές ότι:
- ειδοποίησε την Αστυνομία τουλάχιστον πέντε ημέρες μετά την ανακάλυψη της κλοπής και την ασφαλιστική εταιρεία μία ημέρα μετά,
- καθυστέρησε αδικαιολογήτως να αναγγείλει την κλοπή, καθόσον το διάστημα των πέντε ημερών για την καταγγελία της κλοπής στην Αστυνομία αποτελεί αναμφίβολα μεγάλο χρονικό διάστημα που υπερβαίνει αυτό που θα ενεργούσε ο μέσος συνετός άνθρωπος, και
- το κώλυμα του νομίμου εκπροσώπου της που επικαλέστηκε, σε συνδυασμό με το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογεί την καθυστέρηση».