Σημαντικότατη ώθηση στην απασχόληση δίνει η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Ο ελληνικός τουρισμός καταγράφει νέα ιστορικά ρεκόρ και αυξημένες πληρότητες σε όσα ξενοδοχεία μένουν ανοιχτά τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, αλλά και στην πλειονότητα των ξενοδοχείων 12μηνης λειτουργίας. Αιχμή του δόρατος δεν είναι πλέον οι εποχικοί καλοκαιρινοί προορισμοί –που ούτως ή άλλως καταγράφουν και αυτοί ιστορικές επιδόσεις φέτος–, αλλά η πρωτεύουσα και η ευρύτερη περιφέρεια της Αττικής, όπως και η Θεσσαλονίκη.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, με αυτά τα δεδομένα, οι εισπράξεις φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ σπάζοντας το ρεκόρ των 18,2 δισ. το τελευταίο πριν από την πανδημία έτος, το 2019. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών κατά το φετινό οκτάμηνο (Ιανουάριος – Αύγουστος) αυξήθηκαν κατά 18,4% σε σχέση με πέρυσι, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 14,66 δισ., αυξημένες κατά 15,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 και κατά 10,89% από το οκτάμηνο του 2019, οπότε και είχαν διαμορφωθεί στα 13,22 δισ. ευρώ.
Στην επέκταση της τουριστικής περιόδου οφείλεται και το γεγονός πως οι εγγεγραμμένοι άνεργοι τον Σεπτέμβριο ήταν μειωμένοι σε σχέση με τον Αύγουστο, καθώς οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους σχετικούς με τη φιλοξενία δεν έκαναν απολύσεις, ενώ τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια προχώρησαν στις συνήθεις τέτοια εποχή προσλήψεις δασκάλων και καθηγητών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης, ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων παρουσίασε μείωση της τάξης του 6,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα Αύγουστο. Αλλά και σε ετήσια βάση, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι μειώθηκαν επίσης σημαντικά, κατά 5,9%. Τα άκρως ενθαρρυντικά αυτά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης που επικρατεί πλέον στο οικονομικό επιτελείο, ότι η ανεργία θα μειωθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες. Στη μείωση του Σεπτεμβρίου, όσον αφορά τα στοιχεία της ΔΥΠΑ, πρέπει να προστεθεί η συμβολή των μαζικών προσλήψεων ιδιωτικών εκπαιδευτικών κατά την έναρξη της σχολικής περιόδου. Η εποχικότητα, άλλωστε, χαρακτηρίζει απόλυτα την ελληνική αγορά εργασίας, είτε πρόκειται για τον κλάδο του τουρισμού επισιτισμού είτε για την ιδιωτική εκπαίδευση.
Αναλυτικά, η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς και οι μαζικές προσλήψεις εκπαιδευτικών, η εντυπωσιακή πορεία των στοιχείων για τον τουρισμό σε συνδυασμό και με την επέκταση της τουριστικής περιόδου στη χώρα μας είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω υποχώρηση του αριθμού των εγγεγραμμένων ανέργων στη ΔΥΠΑ σε 836.713 άτομα, μειωμένου κατά 52.752 άτομα ή 5,9% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, και κατά 60.830 άτομα ή 6,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα Αύγουστο.
Ο αριθμός των επιδοτουμένων για τον μήνα Σεπτέμβριο 2023 ανήλθε σε 181.080 άτομα καταγράφοντας αύξηση κατά 5.648 άτομα (3,2%) σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, Σεπτέμβριο 2022, και αύξηση κατά 36.660 άτομα (25,4%) σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, Αύγουστο 2023.
Το μεγάλο «αγκάθι»
Οσο για τον αριθμό των μακροχρόνια ανέργων, παρέμεινε σε δραματικά υψηλά επίπεδα, καθώς σχεδόν 6 στους 10 ανέργους και συγκεκριμένα 488.714 άτομα σε σύνολο 836.713 εγγεγραμμένων στο μητρώο της ΔΥΠΑ τον Σεπτέμβριο, ήτοι το 58,4%, παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας περισσότερο από 12 μήνες. Οι άνδρες ανέρχονται σε 278.803 άτομα (ποσοστό 33,3%) και οι γυναίκες σε 557.910 άτομα (ποσοστό 66,7%), ενώ όσον αφορά την ηλικιακή διάρθρωση των ανέργων τα στοιχεία δείχνουν πως η κατηγορία 30-44 ετών συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό εγγεγραμμένων μεταξύ των ηλικιακών κατηγοριών, ο οποίος ανέρχεται σε 274.299 άτομα (ποσοστό 32,8%). Αντίστοιχα, όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο, αυτό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό ανέργων και συγκεκριμένα 386.709 άτομα (ποσοστό 46,2%).
Τέλος, μεταξύ των περιφερειών της χώρας, η Περιφέρεια Αττικής και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας καταγράφουν τον μεγαλύτερο αριθμό εγγεγραμμένων ανέργων, ο οποίος ανέρχεται σε 297.677 άτομα (ποσοστό 35,6%) και 169.837 άτομα (ποσοστό 20,3%), αντίστοιχα.