Θετικά είναι τα ευρήματα της ομάδας Αμερικανών εμπειρογνωμόνων για την αναγέννηση των πυρόπληκτων περιοχών στην Εύβοια, στα Βίλια, στα Γεράνεια και στην Αρχαία Ολυμπία. Αξιολογώντας τη σφοδρότητα της καύσης του εδάφους με δορυφορικά δεδομένα, οι επιστήμονες από τις ΗΠΑ εκτίμησαν ότι δεν είναι τέτοια που να εμποδίσει τη φυσική αναγέννηση των δασών. Οι ειδικοί εντυπωσιάστηκαν από την έκταση των αντιδιαβρωτικών έργων που έχουν ήδη λάβει χώρα, επισήμαναν ωστόσο λάθη σε ένα μέρος αυτών και πρότειναν στις δασικές υπηρεσίες την άμεση «επισκευή» τους. Εδειξαν δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χρήση μουλαριών για τις βαριές δουλειές μέσα στις καμένες εκτάσεις, καθώς είναι κάτι που δεν συνηθίζεται στις ΗΠΑ.
Οι εμπειρογνώμονες από την Αμερικανική Δασική Υπηρεσία (US Forest Service) βρέθηκαν τον Οκτώβριο για 15 ημέρες στη χώρα μας με τη βοήθεια του USAID (Agency for International Development, Bureau for Humanitarian Assistance) και της αμερικανικής πρεσβείας στην Ελλάδα. Ξεναγήθηκαν στις τέσσερις βασικές πυρόπληκτες περιοχές και στη συνέχεια συνέταξαν εκθέσεις για καθεμιά από αυτές. Στόχος τους ήταν να εντοπίσουν τις περιοχές που κατά την εκτίμησή τους κινδυνεύουν περισσότερο, με έμφαση στην προστασία των κατοίκων και στην προστασία κρίσιμων μεταφορικών υποδομών. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η μεθοδολογία που ακολουθούν οι δασολόγοι των ΗΠΑ σε ανάλογες περιπτώσεις. Η προσέγγισή τους βασίζεται στην αξιολόγηση της επικινδυνότητας ανάλογα με τον βαθμό καύσης του εδάφους. Οπως επεξηγείται στις εκθέσεις τους προς το ελληνικό υπουργείο Περιβάλλοντος, «με τα χρόνια οι επιστήμονες κατανόησαν ότι αυτό που συμβαίνει στο έδαφος –όχι στη βλάστηση που βρίσκεται πάνω από αυτό– είναι ένας κρίσιμος δείκτης για πιθανές επιπτώσεις και την πορεία της φυσικής αναγέννησης. Με τη χαρτογράφηση του βαθμού της καύσης του εδάφους, οι γεωλόγοι μπορούν να εκτιμήσουν τον κίνδυνο μεταφοράς φερτών υλικών, οι υδρογεωλόγοι τις μεταβολές στη ροή των ρεμάτων και οι γεωεπιστήμονες την πιθανότητα διάβρωσης».
Η αξιολόγηση του βαθμού καύσης του εδάφους γίνεται με τη χρήση δορυφορικών εικόνων και αυτοψίες στις πυρόπληκτες περιοχές. Και καθορίζεται από το χρώμα και το πάχος του στρώματος στάχτης, τις ρίζες, τη δομή του εδάφους, την κάλυψη του εδάφους με χώμα και τη διαπερατότητά του στο νερό. Με βάση τα ευρήματα οι Αμερικανοί ειδικοί ετοιμάζουν μια στρατηγική διαχείρισης για τη μείωση του ρίσκου. Στην Ελλάδα οι εμπειρογνώμονες επισκέφθηκαν τέσσερις περιοχές.
• Στην Εύβοια, όπου κάηκαν 508.780 στρέμματα εκτιμήθηκε ότι πολύ χαμηλό βαθμό καύσης παρουσιάζει το έδαφος σε 26.000 στρέμματα, χαμηλό σε 339.000 και μεσαίο σε 143.000 στρέμματα. «Εχει ήδη πραγματοποιηθεί μια τεράστια δουλειά από τις τοπικές δασικές υπηρεσίες στις πυρόπληκτες περιοχές της βόρειας Εύβοιας, η οποία περιλαμβάνει την καταγραφή της πυρόπληκτης περιοχής, αντιδιαβρωτικές παρεμβάσεις σε πλαγιές και ρέματα και επισκευή δικτύων ηλεκτρισμού και οδικών αξόνων», αναφέρουν.
• Στα Βίλια, όπου κάηκαν συνολικά 97.490 στρέμματα, εκτιμήθηκε ότι το έδαφος ήταν ελάχιστα επηρεασμένο σε 2.400 στρέμματα, ελαφρά σε 49.000 στρέμματα και περισσότερο σε 45.000 στρέμματα.
Οι εμπειρογνώμονες εντυπωσιάστηκαν από τη χρήση μουλαριών στις αντιδιαβρωτικές εργασίες, καθώς αυτό δεν συνηθίζεται στις ΗΠΑ.
• Στην περιοχή του Σχίνου (Γεράνεια), η φωτιά έκαψε 66.420 στρέμματα. Πολύ χαμηλό βαθμό καύσης παρουσιάζει το έδαφος στο ένα τρίτο της έκτασης, ενώ το υπόλοιπο έως μέτριο βαθμό.
• Τέλος στην Αρχαία Ολυμπία η φωτιά έκαψε 180.220 στρέμματα. Πολύ χαμηλό βαθμό καύσης παρουσιάζει το έδαφος σε 32.000 στρέμματα, χαμηλό σε 107.000 και μεσαίο σε 40.000 στρέμματα.
Οσον αφορά την ποιότητα των αντιδιαβρωτικών έργων, οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες σημείωσαν ότι σε γενικές γραμμές ήταν υψηλών προδιαγραφών. Εκαναν ωστόσο δύο παρατηρήσεις: Πολλά από αυτά που κατασκευάστηκαν σε περιοχές όπου τον Οκτώβριο έβρεξε σημαντικά είχαν ήδη γεμίσει με χώμα. Επιπλέον, σε κάποια σημεία εντοπίστηκαν τεχνικά προβλήματα, λ.χ. οι κορμοί δεν είχαν τοποθετηθεί σωστά και το νερό παρέσυρε το έδαφος από κάτω τους. «Τα ξυλοφράγματα που γέμισαν ή απέτυχαν τεχνικά είναι πιθανό να μην αποδώσουν σε μελλοντικές βροχοπτώσεις», σημειώνουν, προτρέποντας τις δασικές υπηρεσίες να παρέμβουν. Τα έργα αυτά πάντως θεωρούνται γενικώς πολύ αποτελεσματικά: για παράδειγμα σε αυτοψίες που έκαναν οι δασικές υπηρεσίες στα έργα που έγιναν στην Κινέτα μετά την πυρκαγιά του 2018 διαπιστώθηκε ότι τα κορμοδέματα βρίσκονταν ακόμα στη θέση τους, ενώ τα ξυλοφράγματα είχαν λειτουργήσει ευεργετικά στη συγκράτηση φερτών υλικών.
Να σημειωθεί ξεχωριστά ότι οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες βρήκαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη χρήση μουλαριών αντί μηχανημάτων (λ.χ. για τη μετακίνηση κορμών) μέσα στο καμένο δάσος, πρακτική που εφαρμόζουν εδώ και δεκαετίες οι ελληνικές δασικές υπηρεσίες για να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την επίδρασή τους στη φυσική αναγέννηση.