Άγνωστη ελληνική διάσταση με πολυετή εμπλοκή και της ΕΛΑΣ στην σχετική έρευνα είχε —όπως αποκαλύπτει το in.gr— η εξιχνίαση του «θρίλερ της Easey Street» με τον φόνο δύο γυναικών 27 και 28 χρόνων που διαπράχθηκε πριν από 47 χρόνια στην Αυστραλία κι είχε αποτελέσει αντικείμενο ταινιών, ντοκιμαντέρ, δημοσιογραφικών ερευνών, ενώ κι ο δράστης είχε επικηρυχθεί με 1.000.000 ευρώ.
Ως δράστης συνελήφθη προ μερικών 24ώρων στη Ρώμη ο 65χρονος ελληνικής καταγωγής Πέρρι Κ. που κρυβόταν επί σειρά ετών στην Αθήνα και μόλις είχε αναχωρήσει από την χώρα μας.
Οι διωκτικές αρχες της Αυστραλίας επί δεκαετίες πραγματοποιούσαν σειρά ερευνών για την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό του δράστη που είχε σκοτώσει με 84 συνολικά μαχαιριές τα θύματα του. Προ μερικών ετών μάλιστα ο δράστης (σ.σ. είχε σκοτώσει τις δύο νεαρές γυναίκες σε ηλικία 17 ετών) είχε εντοπισθεί —χωρίς να δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε— να διαμένει στα βόρεια προάστια της Αθήνας κι υπήρχε κινητοποίηση και της ΕΛΑΣ.
Φέρεται τότε να είχε καταφύγει στη χώρα μας αμέσως μόλις του είχε ζητηθεί —την περίοδο 2016-2017— να δώσει DNA ως ένας από του 90 εν ζωή υπόπτους για το αποτρόπαιο έγκλημα .
Όπως είχε προκύψει από τις έρευνες ένα από τα δύο θύματα ήταν δασκάλα στα καλλιτεχνικά του 17χρονου δολοφόνου μαθητή, ο οποίος έμενε και σε μικρή απόσταση από το σπίτι των θυμάτων. Με βασικό όμως πρόβλημα των Ελλήνων κι Αυστραλών αξιωματικών που βρίσκονταν στα ίχνη του στην Ελλάδα ήταν ότι η τυχόν σύλληψη του δεν θα απέδιδε ο,τιδήποτε γιατί, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, το αδίκημα του ήταν παραγεγραμμένο (σ.σ. είχαν παρέλθει 25 χρόνια από την ανθρωποκτονία) και έτσι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί αίτημα έκδοσης του στην Αυστραλία.
Η πολύκροτη υπόθεση αφορά την διπλή δολοφονία της Σούζαν Άρμστρονγκ και της Σούζαν Μπάρτλετ οι οποίες βρέθηκαν νεκρές στο σπίτι τους στην Easey Street στο Κόλινγκγουντ —ένα προάστιο της Μελβούρνης στη Βικτώρια της Αυστραλίας, στις 13 Ιανουαρίου 1977.
Σε ένα έγκλημα που περιγράφηκε ως «το πιο βάναυσο έγκλημα της Βικτώριας» όλων των εποχών. Η 28χρονη Σ. Άρμστρονγκ μια ανύπαντρη μητέρα που απέκτησε ένα παιδί ενώ διέμενε στη Νάξο της Ελλάδας, και η 27χρονη Σ. Μπάρτλετ δασκάλα σε τοπικό σχολείο, ήταν παλιές φίλες γυμνασίου από άλλη περιοχή της Βικτώρια κι είχαν μετακομίσει στη Μελβούρνη.
Είχαν νοικιάσει το ακίνητο στην οδό Easey 147 τον Οκτώβριο του 1976, δέκα εβδομάδες πριν από τους φόνους. Οι γείτονες που εισήλθαν στο σπίτι τρείς ημέρες μετα την δολοφονία γιατί ακουγαν τον 16 μηνών γιό της Σ. Άρμστρονγκ να κλαίει και δεν έβλεπαν ίχνη ζωής των δύο γυναικών, ανακάλυψαν τα πτώματα τους στο μπροστινό μέρος του σπιτιού τους.
Η μία από τις γυναίκες είχε μαχαιρωθεί 29 φορές και η άλλη —η δασκάλα του δράστη— 55 φορές. Το σώμα της Σ. Άρμστρονγκ βρέθηκε στο κρεβάτι της, ενώ της Σ. Μπάρτλετ στον διάδρομο κοντά στην εξώπορτα.
Τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν επίσης ότι οι γυναίκες είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά, ενώ η Σ. Άρμστρονγκ είχε βιαστεί μετά θάνατον και βρέθηκε στο σημείο δείγμα σπέρματος του δράστη που υποβοήθησε τελικά μετα από μισό σχεδόν αιώνα στον εντοπισμό του.
Η αστυνομία δεν είχε ανακαλύψει ίχνη παραβίασης στο σπίτι, πιθανόν γιατί οι γυναίκες γνώριζαν από την γειτονία τον ελληνικής καταγωγής δράστη που ήταν και μαθητής ενός από αυτές .
Τελικώς η αστυνομία τελικά συνέταξε μια λίστα με 130 «άτομα ενδιαφέροντος» που σχετίζονταν με την υπόθεση. Ο κατάλογος περιλάμβανε εργάτες οικοδομής που εργάζονταν πίσω από το σπίτι την ώρα του φόνου.
Το 1999 μέσω DNA (σ.σ. όταν άρχισε να εφαρμόζεται διεθνώς αυτή η τακτική) εξετάστηκαν οκτώ από τους κύριους υπόπτους της διπλής δολοφονίας —ένας από τους οποίους είχε επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο— χωρίς να υπάρξει ταυτοποίηση.
Το 2017 υπήρξε η επικήρυξη του δράστη με 1.000.000 ευρώ. Εκείνο το χρονικό διάστημα ο επιθεωρητής ντετέκτιβ της Ομάδας Ανθρωποκτονιών στην Αυστραλίας Μάικλ Χιούζ είχε πει στους δημοσιογράφους ότι 41 από τα 131 άτομα που εμπλέκονταν στην υπόθεση είχαν πεθάνει και πίστευαν ότι ο δολοφόνος ήταν ένας από τους υπόπτους που κατονομάζονται στη δικογραφία.