Αν μη τι άλλο, εγείρει την περιέργεια: πώς είναι δυνατόν να καταγράφεται τον φετινό Ιούλιο αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων στη ΔΥΠΑ σε σχέση με το Ιούνιο; Πώς άραγε είναι δυνατόν ο τουρισμός να καλπάζει και τον σημαντικότερο (μαζί με τον Αύγουστο) μήνα της τουριστικής κίνησης να υπάρχει αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων; Οπως προκύπτει λοιπόν από τα σχετικά στοιχεία, το σύνολο των εγγεγραμμένων στο μητρώο της ΔΥΠΑ για τον Ιούλιο 2024 ανήλθε σε 848.602 ανέργους, όταν για τον μήνα Ιούνιο 2024 είχαν μετρηθεί στις 812.958. Ούτε λίγο ούτε πολύ προστέθηκαν 35.644 άνεργοι κατά την κορύφωση της τουριστικής περιόδου σε σχέση με τον σαφώς πιο ήπιο από άποψη τουριστικής κίνησης φετινό Ιούνιο.
Καθίσταται προφανές ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι επισκέπτονται τη χώρα μας τόσο περισσότεροι θα πρέπει να είναι οι εργαζόμενοι που τους εξυπηρετούν. Εδώ λοιπόν όχι μόνο δεν υφίσταται σταθεροποίηση, αλλά έχουμε και μείωση των εργαζομένων που προκύπτει από την αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων.
Λιγότεροι εργαζόμενοι για περισσότερους τουρίστες
Είναι βέβαια αυτό ενδεικτικό αφενός των προτιμήσεων του εισερχόμενου τουρισμού που προτιμά τη βραχυχρόνια μίσθωση από τα καταλύματα, αφετέρου των κυβερνητικών ρυθμίσεων που θέλουν τους ίδιους εργαζόμενους να εργάζονται τσάμπα υπερωρίες ώστε στο τέλος της τουριστικής περιόδου να πάρουν ρεπό (ελαστικό οκτάωρο). Πέραν τούτου συνεχίζεται το παράδοξο –παρά τις φιλότιμές προσπάθειες του Κωστή Χατζηδάκη να βάλει φίλτρα σε όσους επιθυμούν να λάβουν κάρτα ανεργίας χαρακτηρίζοντάς τους ακόμη και απατεώνες– η εγγεγραμμένη ανεργία που μετρά η ΔΥΠΑ να είναι περίπου διπλάσια σε σχέση με τη στατιστική ανεργία που μετρά η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία στη χώρα μας μετρήθηκε στατιστικά τον Ιούνιο 2024 σε 456.663 ανέργους. Τον ίδιο μήνα όσοι διαθέτουν κάρτα ανεργίας από τη ΔΥΠΑ (εγγεγραμμένη ανεργία) μετρήθηκαν σε 812.958. Πρόκειται για στατιστικό παράδοξο που γεννά ερωτήματα και σύμφωνα με συγκλίνουσες απόψεις οφείλεται κατά κύριο λόγο στο «παρκάρισμα» ανθρώπων που έχουν απογοητευτεί από την προσπάθεια εξεύρεσης εργασίας και γι’ αυτό με τις κατάλληλες ερωτήσεις η ΕΛΣΤΑΤ τους κατατάσσει στον μη ενεργό πληθυσμό.
Παρότι υφίσταται αυτή η δυσαρμονία, δεν υπάρχει εμπόδιο για τους κυβερνητικούς παράγοντες να πανηγυρίζουν προσπαθώντας να πείσουν για την επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην αγορά εργασίας, η οποία αν μη τι άλλο σε μεγάλο βαθμό είναι ψευδεπίγραφη – ας μην ξεχνάμε και τα χιλιάδες προγράμματα κατάρτισης που κόβονται στα τρία ως προς τις ώρες, προκειμένου να συμπεριλάβουν περισσότερους ανέργους που έτσι βγαίνουν από το κάδρο της μέτρησης δεδομένου ότι οι καταρτιζόμενοι δεν λογίζονται ως άνεργοι.
Μειώνεται διαρκώς το εργατικό δυναμικό
Εδώ εισέρχεται ένας παράγοντας που συντελεί στη μείωση της ανεργίας και δεν είναι άλλος από τη μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας. Είναι κάτι που οι μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία δεν μπορούν να κρύψουν κάτω από το χαλί. Καθίσταται προφανές από τις ίδιες τις μετρήσεις ότι από το 2019 (για τον Ιούνιο) το παραγωγικό δυναμικό της χώρας έχει μειωθεί κατά 154.241 εργαζόμενους. Αν δε λάβουμε υπόψη τον Ιούνιο του 2018 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, τότε η μείωση του παραγωγικού δυναμικού ανέρχεται σε 198.305 εργαζόμενους.
Καθίσταται προφανές εκ των αριθμών ότι από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019 –και ειδικά μετά το 2021 με την κρίση κόστους ζωής και τη μείωση των μισθών– έχει δημιουργήσει τον «τέλειο τυφώνα» για νέα μαζική φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό. Μπορεί να διαλαλούσε ότι θα επιτύχει το brain gain, αλλά τελικά έφερε νέο brain drain.
Ολα αυτά προκύπτουν από τις στατιστικές απεικονίσεις της αγοράς εργασίας. Για παράδειγμα, το σύνολο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, δηλαδή οι απασχολούμενοι, οι άνεργοι και ο μη ενεργός πληθυσμός (άτομα εκτός εργατικού δυναμικού), από το 2018 έως και τον φετινό Ιούνιο έχει διαμορφωθεί ως εξής:
2018 7.976.540
2019 7.932.476
2020 7.894.809
2021 7.862.334
2022 7.830.824
2023 7.801.870
2024 7.778.235
Φεύγουν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν
Την τάση φυγής στο εξωτερικό επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της Eurostat τα οποία έχει επεξεργαστεί το Ινστιτούτο ΕΝΑ. Στην τετραετία λοιπόν 2019-22 υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν τη χώρα συνολικά 283.801 άνθρωποι που ανήκουν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Οι 71.467 ήταν ηλικίας 15-24 ετών, οι 161.023 ηλικίας 25-44 ετών και οι 51.311 ηλικίας 45-64 ετών. Και πάλι το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 58%) ανήκει στην ενδιάμεση ηλικιακή κατηγορία των 25-44 ετών.
Το ΕΝΑ σε ανάλυσή του και χρησιμοποιώντας τα πληθυσμιακά στοιχεία της Eurostat υπολογίζει ότι το μέσο ετήσιο ποσοστό μετανάστευσης, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού κάθε ηλικιακής κατηγορίας που μεταναστεύει κάθε χρόνο, είναι μεγαλύτερο στην πενταετία του Κυρ. Μητσοτάκη απ’ ό,τι στη μνημονιακή περίοδο. Συγκεκριμένα, το μέσο ποσοστό μετανάστευσης της ηλικιακής κατηγορίας 15-24 ετών έχει αυξηθεί μεταξύ των δύο περιόδων, ήτοι της εννιαετίας 2010-18 και της εξαετίας 2019-24, από 1,58% σε 1,64%.
Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι με την ενηλικίωσή τους οι νέοι της χώρας μεταναστεύουν για να γλιτώσουν. Προφανώς κάτι σάπιο υπάρχει στη χώρα που κατά τον Κυρ. Μητσοτάκη έχει καταπληκτική ποιότητα ζωής.