Το πρότυπο της Δανίας που ήδη νομοθέτησε την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη για τους σημερινούς 55άρηδες αναμένεται να ακολουθήσουν κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, από το 2027.
Ειδικότερα, η Δανία είναι η πρώτη χώρα από τις 9 που έχουν συνδέσει την αύξηση των ορίων ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής η οποία πήρε το πράσινο φως από το εθνικό της Κοινοβούλιο για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 χρόνια από το 2040, έναντι 67 σήμερα. Η αύξηση θα ολοκληρωθεί σε τρία στάδια, στα 68 το 2030, στα 69 το 2035 και στα 70 το 2040 και θα αφορά όσους έχουν γεννηθεί μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1970, δηλαδή όσους είναι σήμερα 55 ετών. Οι άλλες χώρες που θα ακολουθήσουν το μοντέλο της Δανίας είναι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Σλοβακία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Σουηδία.
Σημειώνουμε ότι η χώρα μας έχει σήμερα το υψηλότερο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης (67 και 62) στην Ε.Ε. μαζί με τη Γαλλία (67 και 62 μετά τη μεταρρύθμιση Μακρόν), τη Δανία (67) και την Ιταλία (67 και 64). Ακολουθούν η Ολλανδία με 66,6 έτη και η Πορτογαλία με όριο τα 66 έτη. Το θέμα της αύξησης των ορίων ηλικίας στη χώρα μας θα τεθεί στο τραπέζι τέλη του 2026 – αρχές 2027 με βάση τη μελέτη της Αναλογιστικής Αρχής, η οποία εκπονείται κάθε τρία χρόνια και θα αποτυπώσει, όπως δείχνουν τα στοιχεία, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Πάντως, τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Εργασίας έχουν ήδη διαβεβαιώσει ότι η αύξηση των ορίων θα είναι σταδιακή (3-4 μήνες κατ’ έτος) ώστε να μην επιβαρυνθούν οι ασφαλισμένοι και ανατραπούν οι μελλοντικές προσδοκίες τους.
Τι ισχύει σήμερα
Ας δούμε όμως τι ισχύει σήμερα. Σύμφωνα με τη διάταξη του Νόμου Κατρούγκαλου, η οποία δεν καταργήθηκε, από την 1/1/2024 τα όρια ηλικίας θα ανακαθορίζονται ανά τριετία με βάση πάντα το προσδόκιμο ζωής. Από το 2010 έως το 2015 είχαμε αύξηση του προσδόκιμου ζωής (περίπου 7 έως 12 μήνες). Ωστόσο την περίοδο 2015-2020 δεν σημειώθηκε αντίστοιχη αύξηση. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πανδημίας το προσδόκιμο ζωής έχει υποχωρήσει οπότε, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, δεν απαιτείται προς το παρόν να ανοίξει συζήτηση για αύξηση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Σημειώνουμε επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται… στο απυρόβλητο την τελευταία δεκαετία, καθώς μετά από την πίεση της τρόικας αυξήθηκαν κατά 2 έτη τα ηλικιακά όρια, στα 67 και στα 62 από 1/1/2013, πολύ περισσότερο δηλαδή από εκείνη την αύξηση που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του νόμου του 2010. Επιπλέον, με τον νόμο 4336/2015 αυξήθηκαν με βίαιο τρόπο και όλα τα ενδιάμεσα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης.
Ωστόσο, η τελευταία έκθεση της Ε.Ε. (Eurostat Ageing Report Group 2024) αποτυπώνει στις προβολές της για την Ελλάδα αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά ενάμισι έτος έως το 2030. Υποδεικνύει λοιπόν για τη χώρα μας αύξηση του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης το 2030 κατά ενάμισι έτος -στα 68,5 έτη από 67 σήμερα– και για την πρόωρη συνταξιοδότηση κατά ένα έτος και τρεις μήνες στα 63,5 από 62 σήμερα.
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση του υπουργείου Eργασίας, θα θεσπιστεί μεταβατική περίοδος ώστε να μην υπάρξει ανατροπή των προσδοκιών των ασφαλισμένων. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι στην τριετία η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης είναι ένα έτος, αυτή η αύξηση θα μπορούσε να επιμεριστεί σε 4 μήνες τον χρόνο στο διάστημα το 2027-2030 ώστε το έτος να προστεθεί στα ηλικιακά όρια εντός της τριετίας και όχι μονομιάς.
Οι δημογραφικοί δείκτες
Η σύνδεση των ηλικιακών ορίων με το προσδόκιμο ζωής κρίνεται αναγκαία ώστε να προστατευτεί το ασφαλιστικό σύστημα από τις πιέσεις του δημογραφικού προβλήματος, δηλαδή τη γήρανση του πληθυσμού και τη μείωση του ενεργού εργατικού δυναμικού λόγω της υπογεννητικότητας.
– Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων άνω των 65 ετών προς τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που οδεύει προς το 60%, από 39% που είναι σήμερα.
– Ο δείκτης γήρανσης που αυξάνεται, καθώς για κάθε 170 ηλικιωμένους άνω των 65 αντιστοιχούν 100 νέοι εργάσιμης ηλικίας για να τους αναπληρώσουν.
– Ο δείκτης γονιμότητας, που μπορεί να βελτιώθηκε οριακά από 1,3 παιδιά το 2018 σε 1,5 παιδιά το 2022, αλλά και πάλι παραμένει χαμηλός.