Το 57,4% των οφειλετών του Δημοσίου έχει χρέη που δεν ξεπερνούν τα 500 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ και του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Μάλιστα, μέσα σε ένα χρόνο οι μικροοφειλέτες του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 692.413, με αποτέλεσμα να αγγίζουν αθροιστικά τα 2.427.795 πρόσωπα.
Από το Γραφείο Προϋπολογισμού συσχετίζουν την αύξηση των μικροοφειλετών με την αλλαγή του χρόνου βεβαίωσης και πληρωμής του ΕΝΦΙΑ το τρέχον έτος, και επομένως οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη διαταραχή της εποχικότητας που καταγράφεται στη μεταβολή του πλήθους των οφειλετών.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το στοιχείο που δείχνει ότι το 23% του νέου ληξιπρόθεσμου χρέους, αυτού δηλαδή που δημιουργήθηκε εντός του 2022 (αντιστοιχεί σε 1,1 δισ. ευρώ), προέρχεται από μόλις 22 οφειλέτες. Συνολικά, στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου τα «φρέσκα» ληξιπρόθεσμα χρέη ανήλθαν στα 4,84 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, αύξηση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση παρατηρείται σε σχεδόν όλες τις κατηγορίες οφειλής, με τη μεγαλύτερη να προέρχεται από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτή την κατηγορία κατά 2,7 δισ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 319 πρόσωπα. Σημειώνεται ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλής συγκεντρώνεται το 80% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,2% των οφειλετών.
Στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών σημαντικό ρόλο παίζουν τα νομικά πρόσωπα, καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Συνολικά, πάντως, τα νομικά πρόσωπα χρωστούν 65,8 δισ. ευρώ του συνόλου των οφειλών.
Το 23% του νέου ληξιπρόθεσμου χρέους, αυτού δηλαδή που δημιουργήθηκε εντός του 2022, προέρχεται από 22 οφειλέτες.
Σημειώνεται ότι ποσοστό 23,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,1 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης. Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή αυτό που μπορεί να εισπραχθεί, ανέρχεται στα 86,5 δισ. ευρώ.
Από την ανάλυση των στοιχείων από το Γραφείο Προϋπολογισμού προκύπτει ότι μόνο το 51,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου χρέους, που αντιστοιχεί σε 44,4 δισ. ευρώ, προέρχεται από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.τ.λ.).
Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών αφορά διάφορες άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 27,8% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,1 δισ. ευρώ, και οι μη φορολογικές οφειλές (καταπτώσεις εγγυήσεων, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.τ.λ.) οι οποίες αποτελούν το 20,8% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 18 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, από την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων από το Γραφείο Προϋπολογισμού προκύπτει ότι 8,8 δισ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές προέρχονται από αφερέγγυους οφειλέτες και 9,5 δισ. ευρώ αφορούν οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό σημαίνει ότι προς είσπραξη είναι περίπου 26,1 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, μόλις το 23% του συνολικού ληξιπροθέσμου, το οποίο φθάνει στα 112,65 δισ. ευρώ, είναι εισπράξιμο. Σημειώνεται ότι στο επτάμηνο του έτους εισπράχθηκαν από τον ελεγκτικό μηχανισμό ληξιπρόθεσμα χρέη ύψους 2,85 δισ. ευρώ.