Ο δεσμός τους με την Ελλάδα έχει διαρραγεί. Η χώρα τούς έχει απογοητεύσει. Μεγάλωσαν και σπούδασαν εδώ, αλλά αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω της οικονομικής κρίσης. Εριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους; Δύσκολο να το πιστέψεις, καθώς γνωρίζουμε τη σημασία της πατρίδας, των οικογενειακών δεσμών, την ανάγκη ταυτότητας.
Ωστόσο, η έρευνα που παρουσιάζει σήμερα η «Κ» με τίτλο «Στάση των Ελλήνων Μεταναστών της Οικονομικής Κρίσης απέναντι στην Ελλάδα» ανατρέπει όλα όσα γνωρίζουμε για την έως τώρα ελληνική διασπορά, που έχει νόστο, στέλνει εμβάσματα, κάνει επενδύσεις. «Οι Ελληνες που έφυγαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 δεν θέλουν να επιστρέψουν στη χώρα, μοιάζουν απογοητευμένοι σε συνδυασμό και με το τωρινό καλό βιοτικό τους επίπεδο.
Μάλιστα, οι δύο στους τρεις θεωρούν ότι οι Ελληνες που μετανάστευσαν μετά το 2009 διαφέρουν σημαντικά ως προς τη νοοτροπία από τους συνομηλίκους τους που παρέμειναν στην Ελλάδα», παρατηρεί στην «Κ» η επιστημονικά υπεύθυνη του έργου κ. Ρεβέκκα Παιδή, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η έρευνα στόχευε στη συγκέντρωση, σύνθεση και παραγωγή γνώσης γύρω από τις στάσεις των λεγόμενων «brain drainers». Συμμετείχαν πάνω από 500 Ελληνες έως 50 ετών, που ζουν σε Βρετανία, ΗΠΑ, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Κοινωνικός κύκλος
Ειδικότερα, ο κύριος λόγος μετανάστευσης είναι ο γνωστός σε όλους: οι οκτώ στους 10 (78%) όταν ζούσαν στην Ελλάδα δυσκολεύονταν πολύ ή τα έβγαζαν πέρα οριακά. Αντίθετα, σήμερα οι 9 στους δέκα (87%) δηλώνουν ότι είναι άνετα οικονομικά, δηλαδή έχουν σημαντικότατη άνοδο του βιοτικού επιπέδου τους.
Ομως, ακόμη κοινωνικά δεν έχουν ενταχθεί στον νέο τόπο τους. Ο κοινωνικός κύκλος του ενός εκ των δύο (46%) αποτελείται από Ελληνες ή μετανάστες από άλλη χώρα (28%). Μόνον ο ένας στους τέσσερις (24%) έχει φιλικό-κοινωνικό κύκλο από ντόπιους. Δηλαδή, ο κοινωνικός κύκλος των Ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό εμφανίζεται πιο περιορισμένος από τον αντίστοιχό τους στην Ελλάδα.
Ερευνα ανατρέπει όσα γνωρίζουμε για την έως τώρα ελληνική διασπορά, που έχει νόστο, στέλνει εμβάσματα, κάνει επενδύσεις.
Την ταυτότητά τους την προσδιορίζουν πρόσωπα του περιβάλλοντός τους και όχι κοινά χαρακτηριστικά μιας κοινότητας. Εχουν κυρίως ισχυρή εθνική ταυτότητα (το 47%, σύμφωνα με τις δηλώσεις όσων μετείχαν στην έρευνα), αλλά όχι θρησκευτική (το 56% τη χαρακτηρίζει αδύναμη), ούτε και κομματική (το 60% απάντησε έτσι).
Φυσικά, η μετανάστευση της δεκαετίας του 2010 είναι τελείως διαφορετική από εκείνη των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Τότε η Ελλάδα ήταν μια πολύ αδύναμη οικονομικά χώρα. Ωστόσο, το 2010 βυθίστηκε στην (πολυεπίπεδη) κρίση έπειτα από μια μεγάλη περίοδο ευμάρειας. Ετσι, οι περισσότεροι μετανάστες (59%) δεν μεταφέρουν χρήματα στην Ελλάδα, παρότι δηλώνουν στη μεγάλη τους πλειονότητα ότι τα χρήματα που κερδίζουν στον τόπο μετανάστευσής τους περισσεύουν. Αθροιστικά το 39% στέλνει χρήματα σε συγγενείς ή αποταμιεύει με στόχο κάποια επένδυση στη χώρα μας.
Δεν πρέπει να χαρούμε από το γεγονός ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (54%) απάντησαν ότι θα συμβάλουν σε ένα σχέδιο στήριξης της χώρας στο εξωτερικό. Είναι αξιοσημείωτο ότι τρεις στους δέκα ερωτηθέντες (29%) απάντησαν ότι δεν θα ήθελαν να κάνουν κάτι τέτοιο, ενώ το 13% αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν μπορεί να το κάνει.
Οι δύο στους τρεις (67%) απάντησαν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψουν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ένας στους τέσσερις (24%) δήλωσε ότι αυτό είναι σχετικά πιθανό και μόνο το 5% ανέφερε ότι προγραμματίζει την επιστροφή του μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Ως ικανοί παράγοντες για να επιστρέψουν στην πατρίδα είναι η εστίαση της αγοράς και του κράτους στην έρευνα και την καινοτομία (38%), η εδραίωση της αξιοκρατίας στην επιλογή προσωπικού (28%) και η τεκμηρίωση της συνέπειας του κράτους προς τον πολίτη (14%). Οπως καταλήγει η έρευνα, «οι Ελληνες μετανάστες δεν αισθάνονται ότι υπάρχει στην πράξη κανένα κίνητρο που θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη ζυγαριά της επιλογής τους για την επιστροφή στην Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα ταυτίζεται με μια δομή και μια κουλτούρα αρκούντως για τους ίδιους απεχθείς».
Δικαίωμα ψήφου
Ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών ως προς το δικαίωμα ψήφου τους, το 76% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι οι Eλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό μετά το 2009 θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα. Στον αντίποδα, διαφωνεί το 13%. Επίσης, το 45% όσων μετανάστευσαν από το 2009-2010 και μετά πιστεύει ότι το δικαίωμα ψήφου θα πρέπει να μοιράζονται μαζί τους και οι ομογενείς. Το 37% διαφώνησε με αυτή τη θέση. Το ποσοστό που υπολείπεται έως το 100% αφορά εκείνους που ούτε συμφωνούν ούτε διαφωνούν με την ερώτηση. Με βάση τα δεδομένα, κατά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης (ενδεικτικά, μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος) περί τους 500.000 Ελληνες μετανάστευσαν στο εξωτερικό. «Σκοπός της ερευνητικής ομάδας είναι να συγκεντρώσει, να συνθέσει και να παραγάγει γνώση που θα συμβάλει στη διαμόρφωση σύγχρονων πολιτικών προτάσεων για τη σχέση της χώρας με τους Ελληνες του κόσμου. Το πρώτο βήμα για να πετύχουμε αυτόν τον σκοπό είναι να γνωρίσουμε αυτή τη νέα διασπορά που αναδύθηκε από την οικονομική κρίση και να κατανοήσουμε τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα. Είδαμε ότι εκεί υπάρχει ένα κενό», παρατηρεί η επιστημονικά υπεύθυνη του έργου Ρεβέκκα Παιδή, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η έρευνα, η οποία χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ιδρυμα για την Ερευνα και την Καινοτομία (ΕΛΙΔΕΚ), στηρίζεται στις τάσεις που έχει καταγράψει η ερευνητική ομάδα του έργου στη διεθνή βιβλιογραφία για τη διασπορά και τη σχέση της με τη χώρα προέλευσης. Στην ερευνητική ομάδα μετείχαν, εκτός από την κ. Παιδή, και ο κ. Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, και η κ. Αναστασία Μπλουχουτζή, πανεπιστημιακή υπότροφος στο ίδιο τμήμα.
«Στην Αθήνα μου έδιναν όσα ως ανειδίκευτος εργάτης στη Γερμανία»
Των Απόστολου Λακασά, Ιωάννας Φωτιάδη
Παγκοσμιοποίηση και διεθνή πολιτική οικονομία διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον ο 44χρονος Βασίλης Λεοντίτσης. Παρά τις σπουδές του στη Βρετανία, γύρισε στην Ελλάδα ελπίζοντας να φτιάξει τη ζωή του στην πατρίδα. Το 2017 δεν άντεξε και έριξε… μαύρη πέτρα. «Εδώ αντιμετώπισα μια διαφορετική νοοτροπία σε σχέση με τη Βρετανία. Πολλά απ’ όσα θεωρούμε δεδομένα στο εξωτερικό –ας πούμε θέματα ιατρικής περίθαλψης και ασφαλιστικής κάλυψης– δεν είναι στην Ελλάδα, όπου παρατηρείται έλλειμμα οργάνωσης και επαγγελματισμού. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να θωρακίσει και να βελτιώσει τους θεσμούς, όπως τη Δικαιοσύνη, πρέπει να εκλείψει η γραφειοκρατία, πρέπει να ενισχύσει έμπρακτα το πολιτικό μήνυμα υπέρ της αξιοκρατίας», παρατηρεί ο κ. Λεοντίτσης.
Ως σύμβουλος σε τεχνικά θέματα εργάζεται στη Στοκχόλμη η 34χρονη αρχιτέκτων-μηχανικός Ευτυχία Σταματάκη. «Μετά την αποφοίτησή μου εργάστηκα στο τεχνικό γραφείο του θείου μου», θυμάται. «Το διάστημα 2014-16 είχε κάθετη πτώση ο κατασκευαστικός κλάδος και η Ευτυχία συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να βιοποριστεί. «Επρεπε να με συντηρούν οι γονείς μου, οπότε αποφάσισα ότι όσο εκείνοι μπορούν να με στηρίζουν, καλύτερο είναι εγώ να αποκτώ νέα εφόδια». Τον Αύγουστο του 2016 ξεκινάει αγγλόφωνο μεταπτυχιακό για ενεργειακό σχεδιασμό στο Lund University στη Σουηδία. Τρεις μήνες μετά την αποφοίτηση βρήκε δουλειά. «Στη Σουηδία νιώθεις ότι το κράτος σε σέβεται, όταν ζητάς κάτι να διεκπεραιωθεί από το δημόσιο, μπορεί να αργήσει, αλλά θα γίνει». Η ίδια δηλώνει «παιδί του χειμώνα». «Γι’ αυτό, άλλωστε, επέλεξα αυτή τη χώρα, ξέρω Ελληνες που πάσχουν με τον καιρό εδώ». Η Ευτυχία δεν σχεδιάζει να γυρίσει στην Ελλάδα. «Λέω αστειευόμενη ότι με τη σουηδική σύνταξη, που είναι χαμηλή για εδώ, θα περάσω τα γηρατειά μου στην Ελλάδα». Κρατάει, ωστόσο, μια επιφύλαξη. «Η κατάσταση στη Σουηδία αρχίζει να αλλάζει με τη νέα κυβέρνηση», διευκρινίζει, «δεν θέλω, επομένως, να είμαι απόλυτη, διότι και ως φοιτήτρια δήλωνα ότι δεν θα εγκαταλείψω ποτέ την Ελλάδα».
«Οποιος θέλει να βρει δουλειά στη Γερμανία, θα βρει», του είπε ένας φίλος του. Ηταν η πρώτη ιδέα που ώθησε τον Πάνο Σιδηρόπουλο πριν από εννέα χρόνια να μεταναστεύσει οικογενειακώς στη Γερμανία. «Είχα τελειώσει οικονομικά, είχα κάνει διάφορες πρακτικές, ως επί το πλείστον απλήρωτες», θυμάται ο 35χρονος, που εργάζεται ως data analyst σε μεγάλη εταιρεία στην Κολωνία. «Στη Θεσσαλονίκη η αγορά εργασίας ήταν σχεδόν νεκρή, μόνο αν είχες κάποιον γνωστό μπορούσες να βρεις καλή δουλειά». «Με τον φίλο μου αρχίσαμε μαθήματα γερμανικών, λίγο καιρό αργότερα φύγαμε», περιγράφει, «κάναμε και οι δύο από ένα μεταπτυχιακό και σταδιακά αποκατασταθήκαμε πλήρως επαγγελματικά». Λίγες είναι οι στιγμές που ο Πάνος και η σύζυγός του νοσταλγούν την Ελλάδα. «Ούτως ή άλλως από την παρέα του πανεπιστημίου, οι δύο κολλητοί μου είναι ήδη στη Γερμανία και ο τρίτος στην Κύπρο», επισημαίνει. Το 2018, έχοντας πλέον ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, έλαβε μια πρόταση για εργασία στην Αθήνα. «Τα χρήματα που μου έδιναν ήταν όσα θα έπαιρνα ως ανειδίκευτος εργάτης που εργάζεται 4ωρο στη Γερμανία…».