Στις αρχές του 2023, η Wall Street ήλπιζε πως η κινεζική οικονομία θα ανέκαμπτε. Μετά από χρόνια lockdowns και περιορισμένης παραγωγής, τόσο οι αναλυτές όσο και οι επενδυτές είχαν καλωσορίσει το τέλος της πολιτικής μηδενικών κρουσμάτων της Κίνας ως προάγγελο μιας σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ήταν έτοιμη να ανοίξει και πάλι.
Έξι μήνες μετά, το αφήγημα αυτό έχει καταρρεύσει και οι ελπίδες της Wall Street έχουν αποδειχθεί φρούδες.
Αντί να καταγράψει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, η ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας από τον κορωνοϊό είναι περιορισμένη. Τα δεδομένα της βιομηχανικής παραγωγής είναι απογοητευτικά, ενώ τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές έχουν μειωθεί αισθητά.
Tα επίπεδα χρέους στη χώρα έχουν αυξηθεί πολύ, ιδιαίτερα στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος αποτελεί και το 30% της οικονομίας. Οι ξένοι επενδυτές έχουν, παράλληλα, πολλά πράγματα για τα οποία μπορούν να ανησυχήσουν, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου ρόλου τον οποίο παίζει η κινεζική κυβέρνηση στην επιχειρηματική ζωή της χώρας, αλλά και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το αποτυχημένο αυτό «άνοιγμα» της κινεζικής οικονομίας δεν αποτελεί μόνο βραχυπρόθεσμη απογοήτευση αλλά αποτελεί ένδειξη πως η «παλιά Κίνα» έχει, πια, πάψει να υφίσταται.
Το αφήγημα του οικονομικού «θαύματος» της χώρας η οποία μέσα σε τρεις δεκαετίες μετατράπηκε στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, έχει πια καταρρεύσει. Η φούσκα στην αγορά ακινήτων της χώρας έχει, πια, σκάσει. Δεδομένου και του κεντρικού ρόλου που παίζει η αγορά αυτή στη γενικότερη οικονομία, η επώδυνη διαδικασία της απορρόφησης των απωλειών αυτών θα συνεχίσει να πλήττει τα κινεζικά νοικοκυριά, τις τράπεζες και τις τοπικές κυβερνήσεις.
Παράλληλα, ο μέσος όρος ηλικίας στη χώρα αυξάνεται ενώ υπάρχουν πολύ λιγότεροι νέοι για την αντικατάσταση των γηραιότερων εργαζομένων. Οι εξαγωγές παραμένουν «κλειδί» για την οικονομία, αλλά πολλές χώρες οι οποίες πάλαι ποτέ υποστήριζαν την παγκοσμιοποίηση έχουν, πια, στραφεί στον προστατευτισμό και την απομόνωση.
Σε αντίθεση με παρόμοιες καταστάσεις του παρελθόντος, φαίνεται πως το Πεκίνο δεν είναι διατεθειμένο να λάβει γενναία μέτρα για την αναστροφή της κατάστασης αυτής. Σύμφωνα με το Business Insider και την αναλυτή Λινέτ Λόπεζ, o Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει ήδη προετοιμάσει τους Κινέζους καταναλωτές για μία εποχή περιορισμένης ανάπτυξης, ξεκαθαρίζοντας πως αυτό μπορεί να επιτύχει η οικονομία και αυτή είναι η δομή η οποία του αρέσει.
Τράπεζες όπως η JPMorgan έχουν ήδη αρχίσει να αναρωτιούνται εάν οι επενδύσεις στην κινεζική αγορά είναι ελκυστικές. Άλλοι μεγάλοι επενδυτές έχουν ήδη εξέλθει από την Κίνα. Ο θρυλικός hedge-fund manager Στάνλεϊ Ντράκενμιλερ επεσήμανε πως «τα επόμενα 10 με 15 χρόνια, απλά δεν πιστεύω στην κινεζική ανάπτυξη, εκτός κι αν υπάρξει αλλαγή ηγεσίας της χώρας. Πιστεύω πως η οικονομία της χώρας θα έχει περιορισμένη δυναμική. Αναμένουμε μία ανάκαμψη τους επόμενους έξι με εννέα μήνες λόγω του τέλους της πανδημικής περιόδου. Δε νομίζω πως η Κίνα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την οικονομική ισχύ και ανάπτυξη».
Ανεπιστρεπτί
Οι αναλυτές υποστήριζαν πως το 2023 θα μας προσέφερε μία «επιστροφή στην κανονικότητα» και ράλι των κινεζικών αγορών. Τόσο η Morgan Stanley όσο και η Goldman Sachs υποστήριζαν πως αυτή η μεγάλη επιστροφή θα λάμβανε χώρα. Η πρόβλεψη της BofA ήταν πως αν και η υπόλοιπη υφήλιος θα βυθιζόταν σε ύφεση, η Κίνα θα αποτελούσε μία «εξαίρεση».
Τα πράγματα υποτίθεται πως θα πήγαιναν εξαιρετικά, αλλά μέχρι τώρα, δεν έχουν πάει καν καλά. Τα οικονομικά δεδομένα Απριλίου της Κίνας ήταν απογοητευτικά, ενώ η βιομηχανική δραστηριότητα στη χώρα μειώθηκε. Η βιομηχανική παραγωγή, μεν, κατέγραψε αύξηση της τάξης του 5,9% σε μηνιαία επίπεδο, αλλά υπολειπόταν πολύ του αρχικά εκτιμώμενου 10,6% των αναλυτών.
Η αγορά ακινήτων, από την πλευρά της, έχει καταγράψει επιβράδυνση, με τις πωλήσεις οικοπέδων να καταγράφουν μείωση της τάξης του 22% το α’ τρίμηνο του 2023. Σύμφωνα, μάλιστα, με υπολογισμούς του οικονομολόγου της Societe Generale, Γουέι Γιάο, η αύξηση των πωλήσεων σε μηνιαίο επίπεδο ήταν σχεδόν μηδενική.
Οι αναλυτές ελπίζουν πως τα στοιχεία Μαΐου θα τονώσουν την αγορά. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων ανέκαμψαν, κάτι το οποίο θα χαροποιήσει ιδιαιτέρως το Πεκίνο. Αναλυτές της China Beige Book η οποία ερευνά κινεζικές εταιρείες, προβλέπουν πως οι τομείς λιανικής και υπηρεσιών ενδέχεται να ανακάμψουν, με τους δείκτες της CBB να καταγράφουν βελτίωση για τρίτο συνεχόμενο μήνα. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον ιδρυτή της China Beige Book, Λίλαντ Μίλερ, «η κινεζική οικονομία ενδέχεται να ανοίγει και πάλι, αλλά δε θα υπάρξει μαζική επανεκκίνησή της».
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως αν και η καταναλωτική δραστηριότητα αυξάνεται, οι μεγαλύτεροι «οδηγοί» της κινεζικής οικονομίας, δη η αγορά ακινήτων και οι εξαγωγές, θα παραμείνουν αδρανείς. Η καταναλωτική δραστηριότητα αποτελεί το 37% της κινεζικής οικονομίας σε σχέση με τις ΗΠΑ όπου αποτελεί το 70%. Η επιστροφή στην κανονικότητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί κάτι το θετικό αλλά δεν είναι αρκετό για να στηρίξει ολόκληρη την οικονομία της ασιατικής χώρας.
Η Κίνα ποτέ δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ελπιδοφόρο αφήγημα της Wall Street για μαζική επανεκκίνηση της οικονομίας της χωρίς την ανάκαμψη των εξαγωγών και της αγοράς ακινήτων. Σημειωτέον πως το Πεκίνο έχει προσπαθήσει να μετατρέψει την οικονομία από βιομηχανική σε καταναλωτική, αλλά οι εξαγωγές αποτελούν ακόμα το 20% του συνόλου της. Τον Μάιο, οι εξαγωγές κατέγραψαν μείωση κατά 7,5%, η οποία οφείλεται, μεν, στην οικονομική επιβράδυνση αλλά και στην επιδείνωση των γεωπολιτικών σχέσεων. Οι εισαγωγές κατέγραψαν κι αυτές μείωση. Το Πεκίνο μπορεί να είχε «καταψύξει» ολόκληρη την κινεζική οικονομία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά η επανεκκίνησή της δεν είναι ούτε άμεση ούτε τόσο έυκολη όσο όλοι ήλπιζαν.
«Τα πράγματα θα βελτιωθούν το 2023, αλλά το 2024 και το 2025 θα καταγράψουν επιβράδυνση λόγω των ίδιων, δομικών προβλημάτων της κινεζικής αγοράς», τόνισε ο Μίλερ, προσθέτοντας πως «οι αναλυτές θα επικεντρωθούν στα προβλήματα αυτά του χρόνου, τα οποία και θα συνεχίσουν να τους απασχολούν σε μακροπρόθεσμο επίπεδο».
Ο λογαριασμός
Η Κίνα αντιμετωπίζει μία μεγάλη και δύσκολη «ανηφόρα» και τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δε φαίνονται διατεθειμένα να προχωρήσουν σε φίλιες προς την αγορά κινήσεις έτσι ώστε να διευκολύνουν την κατάσταση.
Στο επίκεντρο του προβλήματος αυτού είναι το χρέος. Εδώ και πολλά χρόνια, η κινεζική ανάπτυξη οφειλόταν στην αγορά ακινήτων και τη βελτίωση των υποδομών. Μέσα σ’ αυτές έχουν γίνει (και συνεχίζουν να γίνονται) πολλές, εξαιρετικά λανθασμένες επενδύσεις αφού κανείς δεν υπολόγιζε την πλευρά της ζήτησης και όλοι προσηλώνονταν στην ενθουσιώδη προσφορά.
Τώρα πια, όμως, ο λογαριασμός για το Πεκίνο φαίνεται υπέρογκος και η κινεζική κυβέρνηση καλείται να στηρίξει την υπερχρεωμένη αγορά και να περιορίσει τη φθηνή δανειοδότηση. Παρ’ όλα αυτά, οι επιπτώσεις της αλλαγής αυτής επιφέρουν ριζικές αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία της χώρας.
Εδώ και χρόνια, οι κινεζικές τοπικές αρχές αυτοχρηματοδοτούνταν μέσω πώλησης γης σε εταιρείες ακινήτων. Η Κίνα δεν έχει φόρο ακινήτων και οι μικρότερες, φτωχότερες περιοχές της χώρας ήδη έχουν αναγκαστεί να ζητήσουν οικονομική βοήθεια, αφού η «κάνουλα» της ρευστότητας έχει, πια, κλείσει.
Το πρόβλημα αυτό έχει άμεσες και πραγματικές επιπτώσεις στην κινεζική οικονομία, η οποία είχε βασιστεί στις γιγάντιες εταιρείες ακινήτων και τις υποσχέσεις που είχαν κάνει αυτές στους Κινέζους καταναλωτές. Τα ακίνητα υποτίθεται πως θα ήταν το ασφαλές καταφύγιο των καταναλωτών αλλά, όπως αποδεικνύεται, είναι τελικά ο εφιάλτης τους.
Συνάμα, η κρίση αυτή δεν επηρεάζει μόνο τους συνταξιούχους αλλά και τη νέα γενιά. Λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης, πολλά κινεζικά πανεπιστήμια έχουν αυξήσει τα δίδακτρά τους κατά 54% τη στιγμή που η ανεργία των νέων κυμαίνεται άνω του 20% και όλο και περισσότεροι εξ αυτών προσπαθούν να φοιτήσουν σε σχολές ανώτατης εκπαίδευσης.
Η επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων χρέους και γενικότερης κατάρρευσης μιας οικονομίας η οποία είχε στηριχθεί σε σαθρά θεμέλια, σηματοδοτεί αποσυμπίεση της αναπτυξιακής της τάσης, μειωμένα επιτόκια και μειωμένη ισχύ του εγχώριου νομίσματος, όπως τόνισε και το στέλεχος της Rhodium Group, Λόγκαν Ράιτ.
Δεδομένου του περιβάλλοντος αυτού, το εμπόριο αποτελεί κύριο και καίριο μέλημα για την Κίνα. Η κατάσταση αυτή θα αποτελούσε μία εξαιρετική ευκαιρία κατά την οποία η χώρα θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές της και να προσελκύσει κεφάλαια από τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά ο Σι Τζινπίνγκ δεν είναι κάποιος ο οποίος θα «κάνει άνοιγμα» προς τη διεθνή κοινότητα. Οι γεωπολιτικές εντάσεις έχουν ήδη ωθήσει πολλές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο να απομακρυνθούν από την Κίνα, ενώ πολλές είναι και οι αμερικανικές, ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες θέλουν να εξέλθουν από την ασιατική αγορά και να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη ή άλλες δυτικές, φίλιες χώρες.
Πέρυσι, σύμφωνα με έρευνα της συμβουλευτικής Kearney, η Κίνα αποτελούσε το 50,7% των αμερικανικών εισαγωγών από την Ασία, πολύ χαμηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό του 70% το 2013.
Για τον υπόλοιπο πλανήτη, η απομάκρυνση από την κινεζική αγορά και η μεταφορά των βιομηχανικών μονάδων θα πάρει περισσότερο χρόνο και χρήμα. Παράλληλα, τα προβλήματα τα οποία θα δημιουργήσει η «λαχανιασμένη» κινεζική αγορά θα σταθούν εμπόδιο στην προσπάθεια απαγκίστρωσης πολλών οικονομιών από το Πεκίνο.
Το τέλος του οικονομικού «θαύματος» των τελευταίων τριών δεκαετιών θα προκαλέσει πολύ πόνο στους επενδυτές και τις αγορές και θα οδηγήσει σε αυξημένη μεταβλητότητα, μέχρι να βρεθούν εναλλακτικές πηγές ανάπτυξης.
Το αφήγημα της παγκοσμιοποίησης έχει, πια, τελειώσει και έχει αντικατασταθεί από αυτό του προστατευτισμού, του απομονωτισμού και των επιμέρους τοπικών και γεωπολιτικών συμμαχιών.