Είναι ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1992 με τον αέρα να λυσσομανά, όταν ο νεαρός τότε Νίκος Δακτυλίδης συζητά μαζί με τον πατέρα του Τάσο για ένα κομμάτι γης. Ο λόγος για ένα οικόπεδο στην κορυφή ενός βράχου πάνω από το Paradise που θα καταλήξει στον νεαρό Μυκονιάτη, ένα παιδί χαμηλών τόνων που μέχρι τότε δούλευε στην οικογενειακή ταβέρνα «Τάσος» μαζί με τον αδελφό του Κώστα. Εκείνο το βράδυ δεν γνωρίζει τι να κάνει με το συγκεκριμένο κομμάτι γης, έναν χρόνο μετά, όμως, αποφασίζει να ανοίξει ένα all day bar, χωρίς να φαντάζεται τον μύθο που επρόκειτο να γεννηθεί.
«Οταν του το είπα, με κοίταξε και μου έδωσε την ευχή του», λέει ο βέρος Μυκονιάτης που ξεκινάει να στήσει το μαγαζί που είχε στο μυαλό του, δουλεύοντας πολλές ώρες καθημερινά. Είκοσι εννιά χρόνια μετά, το «Cavo Paradiso» στέκεται αγέρωχο πάνω στον ίδιο βράχο, εξακολουθεί να θεωρείται ένα από τα καλύτερα κλαμπ στον κόσμο και έχει φιλοξενήσει τους πιο διάσημους djs της ηλεκτρονικής σκηνής. Εκατοντάδες επώνυμοι, εστεμμένοι, ισχυροί του χρήματος και διάσημοι σταρ πέρασαν την είσοδό του για να ζήσουν αυτές τις εκρηκτικές βραδιές που τελείωναν πολλές φορές μετά την ανατολή του ηλίου. Το βράδυ που πήγαν ο Ζεράρ Πικέ με τη Σακίρα, όταν ήταν ακόμη ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι, διασκέδασαν με την ψυχή τους, ίσως επειδή κανείς δεν ασχολήθηκε με δύο celebrities που ήθελαν να χορέψουν χωρίς να τους τραβάνε συνέχεια φωτογραφίες και βίντεο.
Ο Δακτυλίδης δεν είναι ο χαρακτήρας που θα πάει για να φωτογραφηθεί με τον όποιο διάσημο πελάτη του κλαμπ, εν αντιθέσει με τους djs-σταρ που επιλέγει σε ένα μυθικό -για χιλιάδες κόσμο- μαγαζί, που χάρισε στους θαμώνες του αμέτρητες ιδρωμένες νύχτες.. «Εγώ το είχα πάντα στο μυαλό μου σαν εστιατόριο-club», επισημαίνει ο ίδιος, που έριξε πολλή προσωπική δουλειά για να στηθεί το μαγαζί όπως είναι σήμερα. Και ήταν αυτή η δουλειά που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή πριν από 29 χρόνια, όταν ήταν σκαρφαλωμένος στην οροφή και δούλευε για να πάρει σάρκα και οστά το όνειρό του. Το μόνο που ίσως δεν περίμενε να ζήσει πάνω σε αυτό τον βράχο ήταν ένα βράδυ που ο guest dj ξεκίνησε να παίζει στις 5 το πρωί και τελείωσε στις 4 το μεσημέρι!
Η νύχτα που έγινε μεσημέρι
Ακόμη και μετά από 21 χρόνια ο Νικολάρας, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, δεν έχει ξεχάσει το απίστευτο σετ του John Digweed στο «Cavo», που τελείωσε μετά από μισή μέρα. Είναι καλοκαίρι του 2001 και οι djs της ηλεκτρονικής μουσικής είναι οι νέοι σταρ παίζοντας progressive ή acid house, ενώ είναι περιζήτητοι για να κάνουν remix σε pop ή rock επιτυχίες. Paul Oakenfold, Satoshi Tomiie, Nick Warren, για να αναφέρουμε μερικούς, καθώς και ο πολύς John Digweed είναι περιζήτητοι ανά την υφήλιο, γι’ αυτό όταν ο Δακτυλίδης κλείνει και ανακοινώνει τον τελευταίο, αρχίζει ο χαμός. Φανατικοί της electronica απ’ όλη την Ελλάδα κλείνουν εισιτήρια για το συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο στο Νησί των Ανέμων, έχοντας στο μυαλό τους το εν λόγω live. Στον βράχο όπου στέκεται το κλαμπ, με θέα στην παραλία Paradise και το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, ο κόσμος αρχίζει να συρρέει μετά τις 03.30. Oταν ανεβαίνει ο Digweed γύρω στις 4 το πρωί, μέσα βρίσκονται γύρω στις 4.000 άτομα, ενώ η ουρά αναμονής στην είσοδο όλο και μεγαλώνει.
Aνθρωποι που είχαν αγοράσει από καιρό τα εισιτήριά τους φτάνουν γύρω στις 05.00 και βρίσκουν πάνω από 1.200 άτομα σε κατάσταση παροξυσμού να παρακαλάνε για να μπουν μέσα. Παρέες εισέρχονται μετά από μιάμιση και πλέον ώρα στο κλαμπ, που δονείται κυριολεκτικά από τα beat του Digweed ο οποίος έχει τρελή διάθεση. Μπλούζες φεύγουν στον αέρα, παπούτσια και τσάντες χάνονται μέσα σε ένα διονυσιακό ντελίριο και όλοι βλέπουν την ανατολή του ηλίου ακούγοντας το «It began in Afrika» των Chemical Brothers που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη!
Ο Νίκος Δακτυλίδης βλέπει πάνω από 5.000 άτομα να χτυπιούνται γύρω στις 10.30 το πρωί – και αρχίζει να αναρωτιέται μέχρι τι ώρα θα «βαράει» ο Digweed. Oταν ο dj στέλνει έναν βοηθό του στο ξενοδοχείο για να φέρει κι άλλους δίσκους, καταλαβαίνει ότι το πάρτυ θα συνεχιστεί για πολλές ώρες ακόμη, ενώ στην είδηση ότι το «Cavo» παίζει ακόμα, όσοι δεν έχουν κοιμηθεί ανηφορίζουν στον βράχο. Υπήρχαν άνθρωποι που έφυγαν στις 07.00 και τους ξύπνησαν στις 13.00 για να τους πουν ότι «ο τρελός παίζει ακόμη», οπότε ξαναγύρισαν με μαγιό, ενώ πολλοί είχαν ήδη βουτήξει στην πισίνα του κλαμπ.
Με τον ήλιο ψηλά αυτή η μουσική ιεροτελεστία έλαβε τέλος στις 4 το απόγευμα, όταν ο John Digweed, αποκαμωμένος μετά από έντεκα ώρες non-stop παρουσίας, κατέβηκε από τα decks μέσα σε αποθέωση και χειροκροτήματα. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, πάνω από 8.000 άτομα πέρασαν από το διάσημο κλαμπ εκείνο το βράδυ, που γράφτηκε μια ιστορία η οποία ακόμα μνημονεύεται. Οπως τονίζει ο Νίκος με έναν τόνο νοσταλγίας στη φωνή του, «ήταν μια νύχτα όπου ο Digweed σάρωσε τα πάντα και δεν πιστεύω ότι μπορεί να ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο».
Το ατύχημα και η ζωή μετά
Θα μπορούσε και να μη μνημονεύεται, αν εφτά χρόνια νωρίτερα ο Νίκος Δακτυλίδης δεν ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του, καθώς εργαζόταν για να στήσει το κλαμπ που ονειρευόταν. «Δούλευα πολύ με τα χέρια και κάποια στιγμή, από στιγμιαία απροσεξία έφυγα από την οροφή στο κενό από έξι μέτρα ύψος και έσκασα στο έδαφος», θυμάται. Ηταν 28 Μαΐου 1994 όταν συνέβη το ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή και μεταφέρεται εσπευσμένα με αεροδιακομιδή στην Αθήνα, αφού έχει χτυπήσει πολύ σοβαρά το κεφάλι του και έχει εσωτερική αιμορραγία.
Θα χειρουργηθεί εσπευσμένα και θα μείνει 20 ημέρες στην Εντατική προτού αρχίσει να επανέρχεται, ενώ χρειάστηκε αποθεραπεία μηνών για να γίνει τελείως καλά. Η οικογένειά του είναι συνεχώς δίπλα του και κάποια στιγμή ο αδελφός του Κώστας πάνω στην κουβέντα τού λέει ότι ήταν θαύμα που έζησε μετά από μια τέτοια πτώση. «Μάλλον έζησα για να χαρώ αυτό που έγινε το “Cavo”», μου λέει o άνθρωπος που γέννησε το clubbing στο Nησί των Aνέμων πάνω στον διάσημο βράχο που του έδωσε ο πατέρας του. Μετά από τα πρώτα πάρτυ με Ιταλούς djs που πάνε πολύ καλά, ο Δακτυλίδης συνεργάζεται εξαιρετικά με την ομάδα της Magna Productions, τον Μάνο Βαμβούκη και τον Ηλία Πανταζόπουλο, που ήξεραν να στήνουν φοβερά πάρτυ. Οταν λήγει, παίρνει την απόφαση να αναλάβει ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα της ζωής του, τη Μαργαρίτα, το κλείσιμο των μεγάλων ονομάτων για τη σεζόν του καλοκαιριού.
H τελευταία θα αποδειχτεί ιδανική συνοδοιπόρος στο γιγάντωμα του «Cavo Paradiso» τις επόμενες δεκαετίες και στις διακρίσεις ανά την υφήλιο, αφού βρίσκεται σχεδόν συνέχεια στην πρώτη δεκάδα με τα κορυφαία κλαμπ του κόσμου. Ο Δακτυλίδης διαβάζει πολλά εξειδικευμένα ξένα μουσικά περιοδικά, ταξιδεύει και ενημερώνεται για τις νέες τάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής συνέχεια. Πλέον στα χρόνια που ακολουθούν φιλοξενεί τους κορυφαίους djs του πλανήτη, όπως τον Nick Halliwell, τον David Morales ενώ εναρμονίστηκε με τα νέα δεδομένα.
Εξακολουθεί να μην καπνίζει και να μην πίνει, εκτός από ένα ποτήρι κρασί όταν θα βγει για φαγητό με φίλους ή τη γυναίκα του, η οποία του χάρισε δύο παιδιά. Η κόρη του τελειώνει σε λίγο τις σπουδές της και μάλλον θα ασχοληθεί και αυτή με το κλαμπ, το οποίο του χρόνου θα γιορτάσει τα 30 του χρόνια με ένα μεγάλο πάρτυ. Στο φετινό line up έχει την περιζήτητη Peggy Gou, τον Afrojack, τον Robin Schulz, τον Claptone και πολλούς άλλους, ενώ το κλαμπ διαθέτει 45 VIP τραπέζια και από φέτος θα υπάρχει και σούσι. Η επιχείρηση ζορίστηκε στα χρόνια της πανδημίας, αφού κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το «Cavo Paradiso» χωρίς τη μουσική να ξεχύνεται από τα ηχεία του. Αυτή την εμπειρία για την οποία κάποιοι έρχονται από την Αυστραλία και τη Βραζιλία ώστε να δουν τον ήλιο να βγαίνει το πρωί υπό τους ήχους ενός πειραγμένου «Let the sunshine» ο Νίκος Δακτυλίδης τη ζει 30 χρόνια και ακόμη δεν τη βαρέθηκε.