Ποιος θυµάται τα μεταλλαγμένα; Πριν από μερικά χρόνια ήταν ένα από τα πιο «καυτά» θέματα του περιβαλλοντικού κινήματος. Το τελικό αποτέλεσμα των πολιτικών και επιστημονικών αντιπαραθέσεων ήταν η ουσιαστική απόρριψη των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ) στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι καταναλωτές δεν τα ήθελαν, οι αγρότες ανησυχούσαν για τις πωλήσεις των προϊόντων και για την ομηρία τους από πατέντες, οι (περισσότερες) κυβερνήσεις ακολούθησαν την κοινή γνώμη επιβάλλοντας απαγορεύσεις. Μόνο σε Ισπανία (κυρίως) και Πορτογαλία υπάρχουν σχετικά μικρές καλλιέργειες μεταλλαγμένων (βασικά σόγια). Στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται η καλλιέργεια γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών. Βεβαίως υπήρχε μια κερκόπορτα κι αυτή ήταν οι ζωοτροφές. Η εισαγωγή μεταλλαγμένων ζωοτροφών επιτρέπεται, με τη «σήμανση» να μην ακολουθεί το ζώο που έχει τραφεί με μεταλλαγμένες τροφές. Τελικά, τα μεταλλαγμένα βγήκαν από τη συζήτηση, αλλά όχι από το πιάτο μας.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα υπάρχει ένα νέο debate για μια νέα γενιά ειδών με επεμβάσεις στο γονιδίωμά τους, τις λεγόμενες «νέες γονιδιωματικές τεχνικές» (NGTs). Η Κομισιόν και η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου αποφάσισαν να μην εντάσσονται στους περιορισμούς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς, να κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς σήμανση. «Τα NGT βοηθούν να γίνουν τα φυτά ανθεκτικά στις ασθένειες με ακριβείς και στοχευμένες τροποποιήσεις του γενετικού τους κώδικα, καθιστώντας έτσι εφικτούς τους φιλόδοξους και ζωτικούς στόχους μας για μείωση των φυτοφαρμάκων, ενώ παράλληλα προστατεύουν τις αποδόσεις των αγροτών», αναφέρεται μεταξύ άλλων σε κείμενο που υπογράφουν πάνω από 1.500 επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων.
«Οι λεγόμενες νέες γονιδιωματικές τεχνικές επεμβαίνουν στοχευμένα στο γονιδίωμα με δύο τεχνολογίες, την CRISPR και τους TALEN Effectors, οι οποίες λειτουργούν ως γενετικά ψαλίδια και βελόνες που τροποποιούν το γονιδίωμα. Οι τεχνολογίες αυτές αναγνωρίζουν κομμάτια του γονιδιώματος, που θεωρείται πως έχουν ανεπιθύμητη λειτουργία και είτε τα διαγράφουν τελείως είτε τα μεταλλάσσουν. Η διαφορά σε σχέση με τους ΓΤΟ πρώτης γενιάς ήταν πως τότε γινόταν εισαγωγή γονιδίων από άλλους οργανισμούς. Τώρα, υποτίθεται, ο στόχος είναι πιο συγκεκριμένος. Παρ’ όλα αυτά τα γονίδια δεν λειτουργούν απομονωμένα, επηρεάζουν και επηρεάζονται από άλλα γονίδια και το συνολικό γονιδίωμα. Επίσης, το κόψιμο, που είναι απαραίτητο για τη μετατροπή, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στρες για τα κύτταρα και πιθανό πυροδότη ανεπιθύμητων ενεργειών», λέει στην «Κ» ο Κώστας Μπουγιούκος, επίκουρος καθηγητής Βιοπληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Paris Cite.
Στη νέα τεχνική έχουν αντιδράσει μεταξύ άλλων η γαλλική υπηρεσία Ασφάλειας Τροφίμων ANSES και η γερμανική ομοσπονδιακή υπηρεσία για τη Διατήρηση της Φύσης, καθώς και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιστημόνων για την Κοινωνική και Περιβαλλοντική Ευθύνη (ENSSER). «Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκεται σε σύγκρουση με την επιστήμη. Υπάρχουν αρκετές μελέτες που καταγράφουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτών των τεχνικών. Ο πληθυσμός και το περιβάλλον τίθενται σε κίνδυνο, χωρίς να ενημερώνονται οι πολίτες μέσω σήμανσης και να μπορούν να αποφασίσουν οι ίδιοι. Καταργείται η ιχνηλασιμότητα, άρα δεν μπορεί να υπάρξει η κατάλληλη επιστημονική έρευνα, ενώ καταργείται και η αρχή της προφύλαξης. Τα νέα Γ.Τ. φυτά πρέπει να παραμείνουν υπό την υφιστάμενη νομοθεσία της Ε.Ε. για τα μεταλλαγμένα», τονίζει στην «Κ» η Πολυξένη Νικολοπούλου-Σταμάτη, καθηγήτρια Ιατρικής Αθηνών και πρόεδρος του ENSSER.
Οι υποστηρικτές των «νέων γονιδιωματικών τεχνικών» θεωρούν πως δίνουν απαντήσεις σε «καιρούς κλιματικής κρίσης, απώλειας βιοποικιλότητας και επισιτιστικής ανασφάλειας», ενώ δεν υπάρχει χρόνος για την «πολύ χρονοβόρα… συμβατική αναπαραγωγή καλλιεργειών ανθεκτικών στο κλίμα».
Από την πλευρά τους οι επικριτές των «νέων μεταλλαγμένων» σημειώνουν πως επαναλαμβάνεται η ιστορία. «Μέχρι σήμερα, τα μεταλλαγμένα δεν έχουν λύσει κανένα πρόβλημα και απέτυχαν παταγωδώς σε οτιδήποτε υποσχέθηκαν: οι καταναλωτές και η υγεία μας δεν ωφελήθηκαν ποτέ και σε τίποτα, η χρήση φυτοφαρμάκων αυξήθηκε (αντί να μειωθεί, όπως έταζαν οι εταιρείες στους αγρότες) και φυσικά δεν περιορίστηκε η πείνα στον πλανήτη όπως υπόσχονταν, αφού το πρόβλημα απαιτεί πολιτικές λύσεις και όχι μεταλλαγμένες ποικιλίες πατενταρισμένες από μία χούφτα εταιρειών», υπογραμμίζει στην «Κ» η Ελενα Δανάλη, υπεύθυνη της εκστρατείας της Greenpeace για βιώσιμη γεωργία. «Οι νέες τεχνικές αφορούν τροποποίηση γονιδιώματος, κατασκευάζουν νέα γενιά μεταλλαγμένων που ενέχουν τους ίδιους ακριβώς κινδύνους με όλα τα μεταλλαγμένα και γι’ αυτό πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως η ευρωπαϊκή νομοθεσία και σε αυτές». Οσον αφορά την κλιματική αλλαγή, «η εμπειρία έχει δείξει πως οι καλλιέργειες ΓΤΟ είναι σχεδιασμένες για να είναι πολύ απαιτητικές σε νερό, ενέργεια, λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Επιβαρύνουν τον αγρότη, το κόστος παραγωγής, αλλά και τη γη και το κλίμα», αναφέρει ο κ. Μπουγιούκος.