Συνωστισμός στις πλατείες της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων εκδηλώνεται και χθες , καθώς για άλλη μια μέρα επαναλαμβάνεται το σκηνικό των τελευταίων ημερών, καθώς νέοι κυρίως άνθρωποι συναντιώνται έξω για να περάσουν το βράδι.
Οι εξαιρετικές για την εποχή καιρικές συνθήκες στις περισσότερες περιοχές της χώρας, και η ασυγκράτητη διάθεση του κόσμου, μετά από πολλούς μήνες περιοριστικών μέτρων, να επανακτήσει έστω μέρος της κανονικής του ζωής επαναφέρουν τα τελευταία 24ωρα μία ισχυρή πίεση για ένα πιο γενναίο, οργανωμένο βέβαια με όλα τα προβλεπόμενα υγειονομικά πρωτόκολλα, άνοιγμα των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η επιτροπή των επιστημόνων αντιμετωπίζει, όπως φάνηκε και από την τελευταία συνεδρίαση της Παρασκευής, με μεγάλη επιφυλακτικότητα και επίμονη άρνηση την άρση μίας σειράς από απαγορεύσεις, όμως οι εικόνες από τις πλατείες και όπου αλλού συνωστίζεται κόσμος σε εξωτερικούς χώρους με κάθε ευκαιρία, δείχνουν ότι η στάση των λοιμωξιολόγων είναι μάλλον πολύ πίσω από την πραγματική κατάσταση στην κοινωνία.
Μία κατάσταση, που έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στην κυβέρνηση, τα περισσότερα μέλη της οποίας υιοθετούν σύμφωνα με πληροφορίες, την άποψη ότι είναι καλύτερα να ανοίξουν οργανωμένα οι δραστηριότητες, παρά να υπάρχει μία κατ’ επίφαση «καραντίνα», η οποία πρακτικά δεν μπορεί καν να εποπτευθεί και να εφαρμοστεί.
Κυβερνητικά στελέχη συμμερίζονται την αγωνία των λοιμωξιολόγων για την πίεση που ασκείται στο Εθνική Σύστημα Υγείας, αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνουν ότι αυτή η πίεση δεν μειώνεται και πιθανόν δεν μπορεί να αποκλιμακωθεί, όσο συνεχίζεται μία συνταγή, που αφήνει κλειστές δραστηριότητες, στις οποίες θα ήταν δυνατόν να διοχετευτεί η κοινωνική ζωή, με όλες τις προβλεπόμενες προφυλάξεις. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η καφεστίαση, το άνοιγμα της οποίας έχει παραπεμφθεί σε αόριστο χρόνο μετά το Πάσχα, την ώρα που ο κόσμος γεμίζει τις πλατείες ή συγκεντρώνεται ακόμα και σε σπίτια, χωρίς να τηρείται στην πραγματικότητα κανένα μέτρο.
Τα κορωνοπάρτι που διοργανώνονται σε δεκάδες πλατείες κάθε βράδυ στην πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις της χώρας είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς είναι προφανές ότι ο κόσμος δεν έχει τη διάθεση να περιοριστεί, ούτε όμως και η αστυνομία είναι δυνατόν να διαλύσει δια της βίας όλες αυτές τις εκδηλώσεις.
Υπό αυτή την έννοια, πολλοί επιστήμονες, κυρίως εκτός της επιτροπής των λοιμωξιολόγων, αλλά και υπουργοί της κυβέρνησης υποστηρίζουν άλλοι ανοιχτά, άλλοι στο παρασκήνιο ακόμα, την ανάγκη αντί να παρακολουθεί το κράτος άμοιρο και ανήμπορο ουσιαστικά, μία άναρχη και ανεξέλεγκτη κατάσταση, να οργανωθούν οι δραστηριότητες με όλα τα δυνατά μέσα, που έχει στη διάθεσή της η Πολιτεία. Είτε πρόκειται για το self test, όπου είναι ενδεδειγμένο ως μέτρο (από το λιανεμπόριο, έως κάποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες), είτε πρόκειται για την τήρηση των πιο «κλασικών» μέτρων, όπως οι αποστάσεις και η αξιοποίηση των εξωτερικών χώρων, για την περίπτωση της εστίασης και των καφέ.
Η δε διαφαινόμενη a priori απόρριψη από μέλη της επιτροπής κάθε ιδέας για «έξοδο το Πάσχα», παρότι μπορεί να θεωρείται καλύτερη η οργανωμένη απόδραση στα εξοχικά, από την ημιπαράνομη συγκέντρωση σε πυλωτές, μπαλκόνια και διαμερίσματα στα αστικά κέντρα, έχει ενισχύσει αυτό τον προβληματισμό και τη δυσφορία προς την επιτροπή – ανεξάρτητα από την τελική απόφαση που θα ληφθεί, αφού εξεταστούν όμως όλες οι παράμετροι πρώτα.
Το γεγονός δε ότι η επιτροπή απέρριψε το άνοιγμα κάποιων δραστηριοτήτων που είχε εισηγηθεί η κυβέρνηση στη συνεδρίαση της Παρασκευής, έχει ενισχύσει αυτό τον προβληματισμό και δεν αποκλείεται τις επόμενες ημέρες να επανεξεταστούν πολλά πράγματα, σχετικά με το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις. Άλλωστε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε σαφές μήνυμα την περασμένη Τετάρτη από τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ, τονίζοντας ίσως για πρώτη φορά ότι η κυβέρνηση λαμβάνει τις αποφάσεις σε συνεργασία με τους επιστήμονες – δεν χρησιμοποίησε δηλαδή την παλαιότερη έκφραση ότι οι επιστήμονες αποφασίζουν!
Κυβερνητικά στελέχη επιμένουν να σημειώνουν ότι από ένα μέρος της επιτροπής δεν λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των περιορισμών, αλλά, τελικά, ούτε και η πραγματική αποτελεσματικότητα των απαγορευτικών μέτρων.