Ο οίκος δημιουργήθηκε το 1838 στο Παρίσι από τον Joseph-Christophe Charvet, σχεδόν πενήντα χρόνια πριν από την «επίθεση» των Άγγλων, στην προσπάθεια τους να κυριαρχήσουν σε αυτόν τον τομέα της ανδρικής ένδυσης. Αρχικά, στη rue de Richelieu και μετά από τέσσερεις περίπου δεκαετίες στην Place Vendôme. Πρώτα στο Νο 25 και από το 1982 στο Νο 28, όπου εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα το πολυτελές και παλαιότερο κατάστημα του παριζιάνικου οίκου.

Η φήμη των πουκάμισων Charvet, ενισχύθηκε τα πρώτα χρόνια από τα μέλη του Jockey Club. Μιας ομάδας πλούσιων Παριζιάνων με ιδιαίτερο στυλ στην εμφάνιση, που σήμερα θα το χαρακτηρίζαμε Dandy look. Εκείνοι έγιναν οι πρώτοι και βασικοί υποστηρικτές του Joseph και μαζί τους «κόλλησαν» αρκετοί φίλοι τους -με μικρότερη ίσως περιουσία- αλλά και λόρδοι, συγγραφείς και επιφανείς αριστοκράτες της εποχής.
Aυθεντική παριζιάνικη αισθητική
Οι ειδικοί συντάκτες των περιοδικών μόδας, συχνά αναφέρουν ότι οι τιμές του οίκου είναι εξαιρετικά υψηλές, συμπληρώνοντας όμως πάντα, ότι είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί η μοναδική τους ποιότητα και αντοχή. Στην πραγματικότητα, ένα πουκάμισο της πολυτελούς φίρμας, αν φροντιστεί με την προσοχή που του αξίζει, έχει διάρκεια ζωής δεκαετιών και περνάει σαν πολύτιμη κληρονομιά, από τη μία γενιά στην επόμενη -τα πουκάμισα ξεκινούν από τα 450 ευρώ και ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ για δημιουργίες κατά παραγγελία.
Επίσης, η Charvet, διαθέτει μια πολύ σοβαρή after sales υπηρεσία. Αυτό σημαίνει ότι τα κολάρα, οι μανσέτες και τα κουμπιά, αν έχουν υποστεί φθορές από την αδιάκοπη χρήση, μπορούν να αντικατασταθούν μέσω της ίδιας της φίρμας και όχι από έναν ράφτη που ενδεχομένως γνωρίζουμε. Αυτό, γιατί ενώ στην πρώτη περίπτωση, θα χρησιμοποιηθούν ίδιας ποιότητας υφάσματα, υλικά και ραφές με την αρχική κατασκευή, ενώ στη δεύτερη, κατά πάσα πιθανότητα, απλά θα πλησιάσουν -ίσως και όχι- το πρωτότυπο. Σε όλα τα υποκαταστήματα ανά τον κόσμο, μπορούμε πλέον να αγοράσουμε ένα πουκάμισο από την Ready to wear συλλογή ή να παραγγείλουμε ένα ραμμένο στα μέτρα μας. Επίσης, μια μεταξωτή γραβάτα, ένα ζευγάρι εξαιρετικές πιτζάμες, ένα κασμιρένιο πουλόβερ ή ακόμα και ένα bespoke κοστούμι.







Όμως, ο οίκος Charvet ενώ διαθέτει εξαιρετική ποιότητα σε όλες τις συλλογές του, είναι διάσημος για τα πουκάμισα του. Από την πόρτα τoυ καταστήματος, έχουν περάσει αυτοπροσώπως για να παραγγείλουν το δικό τους, βασιλιάδες, πρίγκιπες, αρχηγοί κρατών και μεταξύ αυτών, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Τζον Κένεντυ, ο Έρνεστ Χέμινγουέι, ο Εμίλ Ζολά και ο Μαρσέλ Προυστ. Ο Ιβ Σεν Λοραν αγαπούσε τόσο την Charvet που δεν δεχόταν να φορέσει πουκάμισο από άλλη εταιρεία, η Κοκό Σανέλ επίσης, ακόμα και ο Ανρί Ματίς και ο Κλοντ Μονέ. Όλοι εκτιμούσαν τη μοναδική τους ποιότητα. Τα υφάσματα μέχρι και σήμερα, είναι αναρίθμητα, με χρωματικές προτάσεις που όπως λέγεται ξεπερνούν τις 6.000 προτάσεις. Ειδικά στις λευκές αποχρώσεις οι επιλογές αριθμούνται στις 104 κάτι που είναι αδύνατον να συναντήσεις σε άλλους οίκους.
Ακόμα και όταν στο Λονδίνο, που θεωρείται κατά κάποιο τρόπο η πρωτεύουσα της κλασσικής ανδρικής ένδυσης, οι πρώτοι πουκαμισάδες με εξαιρετική ποιότητα ραφής και υφασμάτων, έκαναν την εμφάνιση τους γύρω στο 1885, δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τη φήμη και την ιδιαιτερότητα του Γαλλικού οίκου. Μάλιστα, για κάποια χρόνια, η Charvet χρίστηκε επίσημος κατασκευαστής των πουκάμισων της Βρετανικής Βασιλικής Οικογενείας. Αυτή η ανάθεση θεωρήθηκε σκάνδαλο από την κοινωνία της Αγγλίας, καθώς για πρώτη φορά στα χρονικά, κάποιος από τους προμηθευτές του παλατιού, δεν ήταν Άγγλος.
Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Τόμας Γουλφ, γνωστός και για την αγάπη του στη μόδα, στο διήγημα του A Man in Full, περιγράφει την αμφίεση του πρωταγωνιστή με τον εξής τρόπο: «Το πιο πλούσιο σύνολο, ένα ναυτικού στυλ μεσάτο κοστούμι με σκληρό φινίρισμα και ρίγες. Ένα πουκάμισο με λευκό γιακά και ανοιχτές γαλάζιες ρίγες και μία γραβάτα, όλα από το κατάστημα Charvet στο Παρίσι».




Οι σημερινοί ιδιοκτήτες της Charvet, είναι τα αδέρφια, Jean-Claude Colban και Anne-Marie Colban. Ο Dennis Colban, πατέρας των σημερινών ιδιοκτητών, αρχικά υπήρξε ένας από τους βασικούς προμηθευτές υφασμάτων του οίκου και όπως δήλωσε σε μια συνέντευξη του, φοβούμενος ότι λόγω των οικονομικών δυσχερειών που έβλεπε να κλυδωνίζουν το κατάστημα, φοβήθηκε ότι θα περάσει στα χέρια κάποιου Αμερικανού επενδυτή. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που πρότεινε την εξαγορά, μάλιστα με τη βοήθεια της Γαλλικής κυβέρνησης, ώστε να παραμείνει ο εμβληματικός οίκος στην Γαλλική του έδρα.
